Ένα απλό σονέτο στο Δ. Ροδόπουλο.
Κάποιος επισκέφτηκε το σπίτι σου όταν έλειπες,
μπήκε στα δωμάτια που γυρνάς πότε ντυμένος και πότε γυμνός,
ακούμπισε με τα ακροδάχτυλα του όλα σου τα πράγματα,
μύρισε το ανάγλυφο του κορμιού σου στα ανακατωμένα σεντόνια,
πότισε τα λουλούδια που ήταν στεγνά στο μπαλκόνι,
έπιασε με τρεμαμενο χέρι κείνη την γόπα του τσιγάρου σου την ξεχασμένη,
την κάπνισε βαθιά,
ξάπλωσε στο κρεβάτι σου και σε φαντάστηκε να πετάς στο ταβάνι σε στιγμές χαράς,
φόρεσε τα γυαλιά σου στα μάτια του,
ήπιε το ποτό που άφησες την περασμένη νύχτα στο ποτήρι σου,
κι όταν όλα αυτά τα έκανε με τελετουργικές κινήσεις, είπε μόνος στο δωμάτιο,
(η ποίηση είναι το ερημικό καταφύγιο όπου προστρέχουν άγιοι και κολασμένοι.
Όταν νιώθουν αδύναμοι φτιάχνουν οροσειρές λέξεων που λάμπουν,
όταν νιώθουν δυνατοί απλά χαράζουν γράμματα,
κι όλα που φτιάχνουν κυνηγημένες σκηνές που φορούν ιδέες,
μπροστά στα παιδικά μας μάτια ένας νέος θαυμάσιος κόσμος,
το μόνο που χρειάζεται είναι να μπείς γυμνός,
δίχως ρούχα ντροπής,
δίχως την αναμονή μιας πράξης,
ολες οι πράξεις είναι τίποτε μπροστά στην δύναμη που φέρει ενα μυαλό),
όταν τα είπε αυτά, έγραψε στον καθρέπτη σου με ενα στυλό μπικ μαύρο,
να θυμάσαι αυτός ο άνθρωπος σε αγάπησε πολύ,
ίσως πιο πολύ κι από τον ίδιο του τον θάνατο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου