08 Ιανουαρίου 2012

Μια γνωριμία με το έργο του Ιωάννη Τσάμη - «ΤΕΧΝΗ ΛΑΪΚΗ» [Απόστολος Θηβαίος]




Η λαϊκή τέχνη, εκείνη που επιζεί μες στα ελληνικά σπίτια και εξελίσσεται, πέρα από μεθόδους εργαστηριακές, ενσωματώνοντας τους καημούς, τις ανησυχίες και τις πιο εσωτερικές αγωνίες των ανθρώπων, συνιστά ένα στοιχείο ελληνικό. Σηματοδοτεί και ορίζει σε όλες τις ιστορικές περιόδους την ελληνικότητα, έτσι όπως γίνεται αντιληπτή, ως αίσθηση και ως ιστορική διαδρομή. Συμπυκνώνει το αίσθημα μιας εποχής, την προσδιορίζει και δεν είναι λίγες οι φορές που τεχνίτες απλοί έχουν χαρακτηρίσει ολόκληρες εποχές με τη στάση, την άποψη ή το έργο τους
Κανείς πια δεν αμφισβητεί το λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχάλη, τον Λέσβιο, αυτοδίδακτο δημιουργό, ο οποίος ανέπτυξε την τέχνη του μες στο περιβάλλον της γενέτειράς του. Οι πολύχρωμες απεικονίσεις, η τομή που πραγματοποιείται ανάμεσα στη βυζαντινή τεχνοτροπία και την άφιξη των μοντέρνων, δυτικών τάσεων, η άντληση υλικού από την ελληνική ιστορία και μυθογραφία, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Διγενής Ακρίτας, ο Κολοκοτρώνης, ο Αθανάσιος Διάκος, δεσπόζουν μες στο έργο του Θεόφιλου. Δεν γυρεύει τα βαθιά νοήματα, δεν μελετά τα εσωτερικά, ψυχολογικά κίνητρα των ηρώων του. Τουλάχιστον όχι στοχευμένα. Ο Θεόφιλος διαποτίζει το έργο του με την αθωότητα μιας δημιουργικής αφέλειας, η οποία θεωρεί τον κόσμο στις ταπεινές, δυο διαστάσεις του, δίχως την ανάγκη για την ύπαρξη βάθους στις επιφάνειες. Ο Θεόφιλος, ένας κατεξοχήν λαϊκός ζωγράφος κατορθώνει να εισάγει στο έργο του όλη την ατμόσφαιρα της ελληνικής μυθιστορίας, να συγκινήσει και να ομορφύνει τις επιφάνειες και τα αντικείμενα. Και εκείνα στα αλήθεια ομορφαίνουν, γιατί το δημιούργημα της τέχνης είναι σε τούτη την περίπτωση καλό, με την έννοια του αγαθού και αληθινό, ως ειλικρινής έκφραση εντυπώσεων και συναισθημάτων.
Η αναφορά στο παράδειγμα του ζωγράφου Θεόφιλου αναφέρθηκε ως μια συγκλονιστική ένδειξη της δυναμικής που διατηρεί η απλή, ειλικρινής τέχνη, εκείνη που εκφράζει, όπως ο λόγος ή οι κινήσεις τις προθέσεις και τα συναισθήματα του δημιουργού και της εποχής. Άνθρωποι σαν τον Θεόφιλο, λοιπόν, ικανοί και άξιοι τεχνίτες για να τραγουδήσουν τις πιο τραχιές και απλές αγωνίες θα υπάρξουν πολλοί σε τούτο τον τόπο. Καλλιτέχνες με μια ορμή εσωτερική και ελληνική πρώτιστα, οι οποίοι στέκονται με έναν αξιοθαύμαστο σεβασμό, με τις αισθήσεις τους οξυμένες, παρακολουθώντας την οδοσήμανση του καιρού. Σε τούτη την κατηγορία εντάσσεται και ο Καλυβιώτης, ερασιτέχνης ζωγράφος Ιωάννης Τσάμης.
Πρόκειται περί μιας εξαιρετικής έκπληξης όταν διαπιστώνει κανείς τόσο την αισθητική του ανθρώπου αυτού, όσο και τη δημιουργική ποικιλία, την οποία παρουσιάζει το έργο του. Σχέδια με κάρβουνο, λαδομπογιά, αγιογραφίες με την ατέλεια ενός ανθρώπινου χεριού, οι οποίες όμως όχι μόνο δεν χάνουν τη θρησκευτικότητά τους, αλλά διατηρούν πιο έντονο το αυστηρό και καθαγιαστικό ύφος. Τα ημερολόγια του Τσάμη, καλαντάρια με θαυμάσιες συλλήψεις και απεικονίσεις των μηνών, αποδεικνύουν τη βαθιά γνώση που συνοδεύει τούτο τον τεχνίτη. Μια γνώση σφαιρική, μια προσέγγιση αντίστοιχη με εκείνη την οποία τόσο εύστοχα πραγματοποίησε ο Ηλίας Πετρόπουλος την εποχή του Μεσοπολέμου, διατηρεί ο Τσάμης, εντάσσοντας την «εθνική συνείδηση», αγγίζοντας τα περιθώρια των πραγμάτων μες στα σχέδια και τις αποχρώσεις των έργων του.
Η θρησκευτικότητα συνιστά ένα από τα θέματα του Τσάμη. Το θεϊκό, όπως και κάθε τι, μες στη ζωγραφική του, ταπεινώνεται στο ύψος του ανθρώπου, δεν αφορά πια μια ανέγγιχτη, δεσμευτική παράδοση, η οποία δεν θα εξελιχθεί και δεν θα «σπάσει» σε μια νέα και πιο επίκαιρη έκφανση. «Ο Άη Γιάννης ξυπνά και αντικρίζει δυο νέα παιδιά που κάνουν έρωτα σε ένα δέντρο και τούτο δεν είναι όμορφο και χριστιανικό», γράφει ο Ιωάννης Τσάμης σε κάποιον από τους πίνακές του. Και έτσι η θρησκευτική ευλάβεια, την οποία ως τέτοια μεταλαμπαδεύει και συσσωρεύει η βυζαντινή εκκλησία, αποκτά στο ζωγράφο από τη γη του Φενεού, μια νέα χρησιμότητα, αν ο δόκιμος τούτος όρος κρίνεται χρήσιμος. Ο νέος άνθρωπος, ο καινούριος, εκείνος που τρέφεται πια με νέες αγωνίες και επιδιώκει νέες προοπτικές, θέλει και τελικά το καταφέρνει να δει το υψηλό και άπιαστο να ταπεινώνεται εμπρός του, να υιοθετεί διαστάσεις ανθρώπινες και τούτο είναι μια επαναλαμβανόμενη τομή στα κατεστημένα τόσο της τέχνης όσο και της θρησκείας. Ο Τσάμης δεν λιγοψυχεί, τολμά και μπλέκει το ερωτικό με το χριστιανικό, ακολουθώντας εκείνο το δόγμα που επιβραβεύει τον αιρετικό, με την έννοια της καινοτομίας, τρόπο σκέψης, εκείνο που είναι τόσο ερωτικός και για τούτο το λόγο ανθρώπινος. Στον Τσάμη άνθρωπος και Θεός συναντώνται στους τόπους των ερώτων, στις απόλυτες εξάρσεις των σωμάτων. Ο άνθρωπος ενώπιον του έρωτα και του Θεού, δίχως να διαχωρίζονται τούτα τα μέσα. Ο Τσάμης ζωγραφίζει τον ίδιο Θεό, είτε πρόκειται για τον εκείνον που δίνεται στον έρωτα ή στο φόνο ή σε εκείνο που καλείται υπερβατικό. Πρόκειται για το Θεό των ανθρώπων, για εκείνον που τον θέλει ο άνθρωπος να ζει και να υπάρχει γήινος, χωματένιος μες στον ίδιο τόπο, στον παρόντα χρόνο.
«Γυναίκα δίχως πρόσωπο», «Στάλιν», με τα εξαίσια, γυάλινα μάτια, δοκιμές πάνω σε ασκήσεις του ρεμπέτικου, του λαϊκού, απεικονίσεις εσωτερικών χώρων, με εξαιρετικές, χρωματικές ακρίβειες. Τα πρόσωπα στα έργα του Τσάμη κατέχουν κάτι από τη ζωγραφική του Μπόντσογλου. Γυάλινα μάτια, θαμπά πρόσωπα, όχι στις γραμμές μα στο σύνολό τους, ως είδωλα παλαιών ανθρώπων.
Δεν πρέπει δε να λησμονήσουμε πως ο Ιωάννης Τσάμης δεν προχωρά σε μιμήσεις, αλλά καταπιάνεται με μια προσωπική θεματογραφία, η οποία κυριαρχείται από το ανθρώπινο στοιχείο. Η φύση δεν απουσιάζει από τα έργα του. Παρούσα, ως επισήμανση των καταβολών του καλλιτέχνη, υφίσταται διακριτική, σε δεύτερο ρόλο, ενώ εκείνο που κυριαρχεί είναι το πρόσωπο και οι εντάσεις του.
Σίγουρα πρόκειται για μία ζωγραφική με ενδιαφέρον και βάθος. Ο Ιωάννης Τσάμης συνεχίζει την παράδοση μιας επιφανειακής ζωγραφικής, της οποίας το ενδιαφέρον έγκειται στις προσωπογραφίες, τις συνθέσεις και τα άκρως ρεαλιστικά βλέμματα. Γυάλινα, ισχυρά, άλλοτε εφιαλτικά ή σκυθρωπά έλκουν αδιαμφισβήτητα την κοινή αισθητική. Το παρελθόν ενσωματώνεται στο παρόν του καλλιτέχνη και έτσι τίποτα δεν ζει λιγότερο από το όριο που επιβάλλει η έντασή του.
Ο Ιωάννης Τσάμης, γεννηθείς στην Αθήνα το Μάη του 1968, κατοικεί στην πόλη των «εθνικών», ενώ γενέτειρα και πατρίδα του αναγνωρίζει την αρχαία γη του Φενεού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: