Φοβάμαι τα «καλά παιδιά», σκέφτομαι πόσο φαρμάκι στάζουνε κομψά σε κούπες από ανθρώπινα λείψανα. Είναι που δείλιασαν έστω για λίγο να γίνουν άλλο από την ταυτότητα που τους φόρεσαν στο μέτωπο, γι’ αυτό γυρνούν εδώ κι εκεί άτσαλα.
Περιφέρουν σαν στριμωγμένοι στρατιώτες τα σπαθιά τους που άλλο δεν κόβουν από την εξέλιξη στα πράγματα.
Πιο γενναίες οι γάτες με τα νύχια τους και τον τσαμπουκά της ανεξάρτητης φύσης τους.
Φοβάμαι τους ανασφαλείς στις δικές τους ιδιότητες κι όχι αυτούς που αγωνίζονται για την ανασφάλεια που προκαλεί η επιβίωση.
Ο ανασφαλής άνθρωπος σπάνια φέρει συνείδηση της ατομικής πραγματικότητας και της κοινωνικής.
Θερίζει κεφάλια πριν τον θερίσουν άλλοι, βαπτίζει επικίνδυνο ότι δεν στέκεται καλά στην μειωμένη του αντίληψη.
Ανακυκλώνοντας την εξαθλίωση που φέρει το ψυχικό σκοτάδι.
Κι ο ενάρετος που με θρησκευτικό ενδιαφέρον ανάβει κεριά με γονυκλισίες, πρώτος αυτός έχει την μαγκούρα έτοιμη για να την στρίψει στην πλάτη αυτού που ενάρετος δεν είναι κατά τα μέτρα του.
Περισσεύει η κριτική στο τσουβάλι που κουβαλά ο χρόνος.
Μα που είναι εκείνοι οι άνθρωποι που με πάθος ορμούν στον καιρό χαράζοντας άλλες πραγματικότητες, με τα μάτια τους ανοιχτά αφυπνίζουν και αλληλέγγυοι στέκονται στο κατώφλι του χαμού;
Ξέρω, εκεί είναι που δίχως φασαρία προσφέρουν ζωή αντί για θάνατο.
Εκεί πρέπει να τους βρω ,κάνοντας εγώ όμως φασαρία για όσα με κόπους προσπαθούν, υπάρχει τόσος θόρυβος απροκάλυπτος από τις δειλές πράξεις που οφείλω να γίνω όπλο εγώ στα χέρια των στοργικών ανθρώπων.
Ορφανές στέκουν και περίλυπες, η ευγένεια και η στοργή, σαν μυρμήγκια μπροστά στις φονικές ανθρώπινες αιμοβόρες μηχανές ετούτου του αιώνα.
Κάνε κάτι μην χαθώ, θα κάνω κι εγώ αυτό που χρειάζεται να μην χαθείς εσύ...
Περιφέρουν σαν στριμωγμένοι στρατιώτες τα σπαθιά τους που άλλο δεν κόβουν από την εξέλιξη στα πράγματα.
Πιο γενναίες οι γάτες με τα νύχια τους και τον τσαμπουκά της ανεξάρτητης φύσης τους.
Φοβάμαι τους ανασφαλείς στις δικές τους ιδιότητες κι όχι αυτούς που αγωνίζονται για την ανασφάλεια που προκαλεί η επιβίωση.
Ο ανασφαλής άνθρωπος σπάνια φέρει συνείδηση της ατομικής πραγματικότητας και της κοινωνικής.
Θερίζει κεφάλια πριν τον θερίσουν άλλοι, βαπτίζει επικίνδυνο ότι δεν στέκεται καλά στην μειωμένη του αντίληψη.
Ανακυκλώνοντας την εξαθλίωση που φέρει το ψυχικό σκοτάδι.
Κι ο ενάρετος που με θρησκευτικό ενδιαφέρον ανάβει κεριά με γονυκλισίες, πρώτος αυτός έχει την μαγκούρα έτοιμη για να την στρίψει στην πλάτη αυτού που ενάρετος δεν είναι κατά τα μέτρα του.
Περισσεύει η κριτική στο τσουβάλι που κουβαλά ο χρόνος.
Μα που είναι εκείνοι οι άνθρωποι που με πάθος ορμούν στον καιρό χαράζοντας άλλες πραγματικότητες, με τα μάτια τους ανοιχτά αφυπνίζουν και αλληλέγγυοι στέκονται στο κατώφλι του χαμού;
Ξέρω, εκεί είναι που δίχως φασαρία προσφέρουν ζωή αντί για θάνατο.
Εκεί πρέπει να τους βρω ,κάνοντας εγώ όμως φασαρία για όσα με κόπους προσπαθούν, υπάρχει τόσος θόρυβος απροκάλυπτος από τις δειλές πράξεις που οφείλω να γίνω όπλο εγώ στα χέρια των στοργικών ανθρώπων.
Ορφανές στέκουν και περίλυπες, η ευγένεια και η στοργή, σαν μυρμήγκια μπροστά στις φονικές ανθρώπινες αιμοβόρες μηχανές ετούτου του αιώνα.
Κάνε κάτι μην χαθώ, θα κάνω κι εγώ αυτό που χρειάζεται να μην χαθείς εσύ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου