Εδώ κατεβάστε ή διαβάστε την ποιητική συλλογή Σικελική Εκστρατεία του Ξενοφώντα Μακρόπουλου σε μορφή ebook.
Η Σικελική Εκστρατεία
«Οι κατάσκοποι, που έχουν γλιστρήσει στις γραμμές μας, ας πάνε να τους περιγράψουνε το θέαμα ενός λαού που ανακτά την κυριαρχία του»
Εν πλω
Έχω μέρες αιχμάλωτος στα πλοία της πατρίδας μου
Χαζεύω, νεκρός μες τους νεκρούς
Μια θάλασσα που ποτέ δεν αλλάζει…
Άτιμο το χρυσάφι και οι εκστρατείες του καταραμένες…
Μήπως δε ζούσαμε ωραία στην Αθήνα;
Μήπως δεν ήθελε ο καθένας μας,
να μείνει στη γη της Αττικής, ως ότου να γεράσει
και οι γιοι του να σκαλίζουνε το χώμα,
τον μορφωμένο Πλάτωνα να ακούνε να μιλά;
Βλέπω την άμμο απ’ τις ακτές της Σικελίας
κάποιο κύμα μου θύμισε τα δυο σου μάτια
Άραγε πίσω στην Αθήνα όπου σε άφησα μονάχη
θα σας μεταφέρει κανείς τα νέα μας,τα ένδοξα και θλιβερά;
Δέσανε τα καράβια στις ακτές…
Και οι πρώτες διαταγές δοθήκαν…
Στρατιώτες
Τα πρώτα άτολμα βήματα μου ηχούν
Στην γη του τύραννου Διονύσιου
και ας ήμουνα κάποτε αγρότης φτωχός και αμόρφωτος,
και αν μην μου δίνανε ποτέ το λόγο εμένα στις συνελεύσεις του δήμου…
Tώρα επιτέλους πολίτες μας έκανε ο Αλκιβιάδης,
δοξασμένους στρατιώτες των Αθηναϊκών όπλων
και έχουμε τις ευλογίες απ’ τους θεούς των οίκων
για να γυρίσουμε ασφαλείς και πλούσιοι
και δόξα μέγιστη να φέρουμε στα σπιτικά μας….
Φτάσαμε μπρος στις Συρακούσες…
Και άναψε η πρόστυχη, αδελφοκτόνα
των πληβείων σύγκρουση…
Και η μάχη κράτησε μέρες τρεις
Και νύχτες κάμποσες
Και από τα δυο στρατόπεδα νεκροί εμείς
Και ζωντανοί μπροστά οι στρατηλάτες…
Ο στρατός του Νικία ηττήθηκε
Και μέθυσε σε ιερούς ναούς ο στρατηγός σας
Θυσίες προσφέροντας για τη μεγάλη νίκη…
Το αίμα όμως ούτε Σικελικό ούτε εκ’ Αθήνας
το αίμα που χύνεται στους πολέμους της δημοκρατίας
Ανήκει πάντα στο μπρούτζο της αλυσίδας …
Όταν πολεμάς για τη διαιώνιση της σκλαβιάς
Όπως και αν πεθάνεις, πεθαίνεις σκλάβος…
Αίμα σκλαβιάς έχει το αίμα της Σικελίας…
Από την άμμο των ακτών φυλακισμένοι…
Από αυτές τις μεγαλόστομες,
κενές στα αλήθεια υποσχέσεις
Απ’ τους θεούς…
Φυλακισμένοι με δεσμοφύλακες
σάπιους,
νεκρούς
και αχρείαστους…
Φυλακισμένοι
Σικελία…
Μοιάζει ο ήλιος να χει δύσει από καιρό
για τα δικά μας μάτια
Το φως μου το μισό μαράζωσε στα συρακούσια λατομεία
και μόνο φοβάμαι αν ένας νέος ήλιος βγει
μη μας τυφλώσει περισσότερο και πάλι σκορπιστούμε…
Στα κάτεργα κάθε βήμα είναι πάντα ένα χτύπημα στους βράχους…
Προχωράμε προς τις ακτές μονάχα νοερά…
Ψυχή ελεύθερη μα σώμα σκλαβωμένο;
Και πώς θα τη ζήσουμε τότε τη λευτεριά;
Μια αξίνα είναι που τη σκοτώνει
Καθώς λαίμαργα γεννάει χρυσάφι,
Για όσους μας σκότωσαν εδώ,
για όσους μας σκότωσαν εκεί…
Για όσους μας σκότωσαν….
Είμαστε οι νεκροί της Σικελίας
Είμαστε οι Στρατιώτες που έπεσαν στις Συρακούσες
Είμαστε οι Σκλάβοι στα Λατομία
της μεγαλύτερης δημοκρατίας των καιρών μας
Που μετράει την αξία της από αυτό μονάχα,
Τον αριθμό των δούλων που έχει υπό τα όπλα…
Για αυτό και εδώ δεν τραγουδάμε πια τα βράδια
για μνημεία δημοκρατικών πολέμων
Τραγουδάμε για πράγματα απλά καθημερνά
Πράγματα δικαιωματικά δικά μας…
Φαί νερό και ένα μέρος
Nα ξαποστάσουν οι νεώτεροι και οι γέροι τους…
Φαί νερό και μια ειρήνη αλλιώτικη απ’ τις άλλες…
Όταν ονειρευόμαστε πλάι στη θάλασσα
Στα λίγα λεπτά ξεκούρασης που μας αναλογούν
Σκέφτομαι πως θα ήθελα να γυρίσω όλη την Σικελία μαζί σου
Να πάμε σε όσους έμειναν ζωντανοί, στους ηττημένους
και σε όσους οι αφεντάδες τους κέρδισαν.
Να τους πούμε σε μία γλώσσα με μια φωνή
Δεν είναι πατρίδα μας εκεί που γεννηθήκαμε!
Δεν είναι πατρίδα μας εκεί που θα πεθάνουμε!
Πατρίδα μας είναι εκεί που θα ζήσουμε!
Εκεί που οι νεκροί των δημοκρατικών πολέμων,
Εκεί που οι αγρότες του Θεσσαλικού κάμπου,
οι σκλάβοι της Αθήνας και της Σπάρτης
Εκεί που οι εργάτες που άσκοπα περιπλανώνται μες’ τη Ρώμη
Θα ενωθούν
Όλοι τότε θα γυρίσουν να κοιτάξουν..
Λίγα λεπτά σιωπής κι ύστερα θα χει μόνο λευτεριά…
Εκεί λοιπόν είν’ η πατρίδα μας…
Στην Ρώμη, Στην Αθήνα, Στις Συρακούσες
Εκεί είναι η πατρίδα μας…
Εκεί που υπάρχουν τραγούδια για τους εξεγερμένους …
Σπάνε τότε τα δεσμά
Και κόσμος πολύ ενώθηκε και βάδισε προς το παλάτι…
Εξέγερση
Και μέσα στην σκόνη και στις ανθρώπινες κραυγές
Αθηναίοι και Συρακούσιοι ενωθήκανε
Και γέμισε ο τόπος με αίμα αριστοκρατικό
μα πάντα κόκκινο, σα να θελε και αυτό
να συγχαρεί για την εξέγερση…
Και εγώ πώς να σου εξηγήσω τώρα, μέσα στη μάχη,
μες στην εξέγερση που ακόμα μαίνεται πώς να σου πω
Πώς πρώτη φορά ένιωσα ζωντανός στο πλάι σου,
Προς τα ψηλά κάστρα βαδίζουν οι λαοί μας
Τι να σου πω τώρα πια για τις ακτές της Σικελίας;
Πώς να σου εξηγήσω τώρα για όλα αυτά;
Εμένα η αγάπη μου βρίσκεται στη Αθήνα
Μα ο λαός μου βρίσκεται παντού…
Η Σικελία γέμισε φωτιές…
Παντού στους δρόμους έχουν ξεχυθεί οι άνθρωποι
Η θάλασσα πολύ μακριά για να τη βάψω κόκκινη
Και ο δρόμος δύσκολος και δύσβατος για να δακρύσω
Επανάσταση
Στάχτη…
Τίποτα δεν απέμεινε εδώ…
Όλα χαθήκανε…
Και ο Διόνυσος και ο Αλκιβιάδης
κι όλες οι βασιλικές γενιές…
Απέμεινε μόνο λαός στις Συρακούσες
Και κάποιος φώναξε ανάμεσα στο πλήθος
«Και τώρα τι; πώς τάχα θα κυβερνηθούμε εμείς;»
«Ποιος το χρυσάφι που απ τη γη βγαίνει θα κατέχει;»
«Τους Καρχηδόνιους, τους Αθηναίους και τους Λατίνους,
Ποιος μακριά θα τους κρατήσει;»
Και έπεσε μια παγερή σιωπή μες το λαό μας
Γιατί ήταν όλοι τους άνθρωποι απλοί
Και οι απλοί οι άνθρωποι πολύ συχνά αδικούνται
Τόσο που ξεχνάνε την έννοια της δικαιοσύνης…
Και ο καθένας κοίταζε μη τυχόν βρεθεί ξανά υποταγμένος…
Σε νέους θεούς, σε νέα βάσανα
Και έδειχνε το μέλλον της πολιτείας ζοφερό…
«Να φέρουμε το γιό του Διονύσιου να κυβερνήσει»,
είπαν κάποιοι,
«Στις φλέβες του ρέει ακόμα αίμα κυβερνήτη και άρχοντα»
«Στους Αθηναίους, στους Λακεδαιμόνιους»
«Εκεί να απευθυνθούμε για βοήθεια»
Απάντησε μια άλλη πλευρά…
Και έμοιαζαν νέα βάσανα να ζυγώνουν
Γιατί οι κηδεμονίες Τυράννων και δημοκρατών
Αδέρφια πάλι θα μας έκαναν να γίνουμε
Με τους Μεσσήνιους και τους Μήλειους
Και εγώ, που πάλι άνανδρος προδότης στάθηκα
Ετοιμαζόμουν να θρηνήσω
Μια επανάσταση ακόμα που ανατράπηκε εκ των έσω…
Μα να για δες το πλήθος των ανθρώπων
Αυτό που οι έμποροι χαρακτηρίζουν άβουλο
Πώς συνέρχεται και πως ετοιμάζει
τους τελευταίους σταυρούς
που θα στηθούν σε ετούτες τις ακτές…
Σιωπή…
Και αφού τελείωσαν όλα αυτά και κατακάθισε η σκόνη
Ρώτησε κάποιος
«Και αν δεν μπορέσουμε να ‘μαστε λεύτεροι;»
Θα μάθουμε…
Θα μάθουμε να κυβερνούμε όλοι μαζί
Θα χτίσουμε με το κοινό χρυσάφι
μια νήσο λευτεριάς για τον πολιτισμένο κόσμο τους
Νυχτώνει…
Λίγα μου έμειναν να πω
Καθισμένος στη γη της Σικελίας
Μονάχη στάλα που λείπει απ την ξεδιψασμένη ψυχή μου η ματιά σου
Και όραμα μακρινό μα αναγκαίο
Να σε χω αγκαλιά σε λεύτερη, παγκόσμια πατρίδα
Εκεί που υπάρχουν τραγούδια για τους εξεγερμένους της Σικελίας…
Νυχτώνει…
Τα τελευταία δάκρυα
Είναι πάντα δάκρυα χαράς και νίκης…
Νυχτώνει…
Αύριο θα ‘ρθουν πάλι πλοία απ’ την Αθήνα και τη Σπάρτη
και οι λαοί του κόσμου θα διαλέξουν…
Η Σικελική Εκστρατεία
«Οι κατάσκοποι, που έχουν γλιστρήσει στις γραμμές μας, ας πάνε να τους περιγράψουνε το θέαμα ενός λαού που ανακτά την κυριαρχία του»
Εν πλω
Έχω μέρες αιχμάλωτος στα πλοία της πατρίδας μου
Χαζεύω, νεκρός μες τους νεκρούς
Μια θάλασσα που ποτέ δεν αλλάζει…
Άτιμο το χρυσάφι και οι εκστρατείες του καταραμένες…
Μήπως δε ζούσαμε ωραία στην Αθήνα;
Μήπως δεν ήθελε ο καθένας μας,
να μείνει στη γη της Αττικής, ως ότου να γεράσει
και οι γιοι του να σκαλίζουνε το χώμα,
τον μορφωμένο Πλάτωνα να ακούνε να μιλά;
Βλέπω την άμμο απ’ τις ακτές της Σικελίας
κάποιο κύμα μου θύμισε τα δυο σου μάτια
Άραγε πίσω στην Αθήνα όπου σε άφησα μονάχη
θα σας μεταφέρει κανείς τα νέα μας,τα ένδοξα και θλιβερά;
Δέσανε τα καράβια στις ακτές…
Και οι πρώτες διαταγές δοθήκαν…
Στρατιώτες
Τα πρώτα άτολμα βήματα μου ηχούν
Στην γη του τύραννου Διονύσιου
και ας ήμουνα κάποτε αγρότης φτωχός και αμόρφωτος,
και αν μην μου δίνανε ποτέ το λόγο εμένα στις συνελεύσεις του δήμου…
Tώρα επιτέλους πολίτες μας έκανε ο Αλκιβιάδης,
δοξασμένους στρατιώτες των Αθηναϊκών όπλων
και έχουμε τις ευλογίες απ’ τους θεούς των οίκων
για να γυρίσουμε ασφαλείς και πλούσιοι
και δόξα μέγιστη να φέρουμε στα σπιτικά μας….
Φτάσαμε μπρος στις Συρακούσες…
Και άναψε η πρόστυχη, αδελφοκτόνα
των πληβείων σύγκρουση…
Και η μάχη κράτησε μέρες τρεις
Και νύχτες κάμποσες
Και από τα δυο στρατόπεδα νεκροί εμείς
Και ζωντανοί μπροστά οι στρατηλάτες…
Ο στρατός του Νικία ηττήθηκε
Και μέθυσε σε ιερούς ναούς ο στρατηγός σας
Θυσίες προσφέροντας για τη μεγάλη νίκη…
Το αίμα όμως ούτε Σικελικό ούτε εκ’ Αθήνας
το αίμα που χύνεται στους πολέμους της δημοκρατίας
Ανήκει πάντα στο μπρούτζο της αλυσίδας …
Όταν πολεμάς για τη διαιώνιση της σκλαβιάς
Όπως και αν πεθάνεις, πεθαίνεις σκλάβος…
Αίμα σκλαβιάς έχει το αίμα της Σικελίας…
Από την άμμο των ακτών φυλακισμένοι…
Από αυτές τις μεγαλόστομες,
κενές στα αλήθεια υποσχέσεις
Απ’ τους θεούς…
Φυλακισμένοι με δεσμοφύλακες
σάπιους,
νεκρούς
και αχρείαστους…
Φυλακισμένοι
Σικελία…
Μοιάζει ο ήλιος να χει δύσει από καιρό
για τα δικά μας μάτια
Το φως μου το μισό μαράζωσε στα συρακούσια λατομεία
και μόνο φοβάμαι αν ένας νέος ήλιος βγει
μη μας τυφλώσει περισσότερο και πάλι σκορπιστούμε…
Στα κάτεργα κάθε βήμα είναι πάντα ένα χτύπημα στους βράχους…
Προχωράμε προς τις ακτές μονάχα νοερά…
Ψυχή ελεύθερη μα σώμα σκλαβωμένο;
Και πώς θα τη ζήσουμε τότε τη λευτεριά;
Μια αξίνα είναι που τη σκοτώνει
Καθώς λαίμαργα γεννάει χρυσάφι,
Για όσους μας σκότωσαν εδώ,
για όσους μας σκότωσαν εκεί…
Για όσους μας σκότωσαν….
Είμαστε οι νεκροί της Σικελίας
Είμαστε οι Στρατιώτες που έπεσαν στις Συρακούσες
Είμαστε οι Σκλάβοι στα Λατομία
της μεγαλύτερης δημοκρατίας των καιρών μας
Που μετράει την αξία της από αυτό μονάχα,
Τον αριθμό των δούλων που έχει υπό τα όπλα…
Για αυτό και εδώ δεν τραγουδάμε πια τα βράδια
για μνημεία δημοκρατικών πολέμων
Τραγουδάμε για πράγματα απλά καθημερνά
Πράγματα δικαιωματικά δικά μας…
Φαί νερό και ένα μέρος
Nα ξαποστάσουν οι νεώτεροι και οι γέροι τους…
Φαί νερό και μια ειρήνη αλλιώτικη απ’ τις άλλες…
Όταν ονειρευόμαστε πλάι στη θάλασσα
Στα λίγα λεπτά ξεκούρασης που μας αναλογούν
Σκέφτομαι πως θα ήθελα να γυρίσω όλη την Σικελία μαζί σου
Να πάμε σε όσους έμειναν ζωντανοί, στους ηττημένους
και σε όσους οι αφεντάδες τους κέρδισαν.
Να τους πούμε σε μία γλώσσα με μια φωνή
Δεν είναι πατρίδα μας εκεί που γεννηθήκαμε!
Δεν είναι πατρίδα μας εκεί που θα πεθάνουμε!
Πατρίδα μας είναι εκεί που θα ζήσουμε!
Εκεί που οι νεκροί των δημοκρατικών πολέμων,
Εκεί που οι αγρότες του Θεσσαλικού κάμπου,
οι σκλάβοι της Αθήνας και της Σπάρτης
Εκεί που οι εργάτες που άσκοπα περιπλανώνται μες’ τη Ρώμη
Θα ενωθούν
Όλοι τότε θα γυρίσουν να κοιτάξουν..
Λίγα λεπτά σιωπής κι ύστερα θα χει μόνο λευτεριά…
Εκεί λοιπόν είν’ η πατρίδα μας…
Στην Ρώμη, Στην Αθήνα, Στις Συρακούσες
Εκεί είναι η πατρίδα μας…
Εκεί που υπάρχουν τραγούδια για τους εξεγερμένους …
Σπάνε τότε τα δεσμά
Και κόσμος πολύ ενώθηκε και βάδισε προς το παλάτι…
Εξέγερση
Και μέσα στην σκόνη και στις ανθρώπινες κραυγές
Αθηναίοι και Συρακούσιοι ενωθήκανε
Και γέμισε ο τόπος με αίμα αριστοκρατικό
μα πάντα κόκκινο, σα να θελε και αυτό
να συγχαρεί για την εξέγερση…
Και εγώ πώς να σου εξηγήσω τώρα, μέσα στη μάχη,
μες στην εξέγερση που ακόμα μαίνεται πώς να σου πω
Πώς πρώτη φορά ένιωσα ζωντανός στο πλάι σου,
Προς τα ψηλά κάστρα βαδίζουν οι λαοί μας
Τι να σου πω τώρα πια για τις ακτές της Σικελίας;
Πώς να σου εξηγήσω τώρα για όλα αυτά;
Εμένα η αγάπη μου βρίσκεται στη Αθήνα
Μα ο λαός μου βρίσκεται παντού…
Η Σικελία γέμισε φωτιές…
Παντού στους δρόμους έχουν ξεχυθεί οι άνθρωποι
Η θάλασσα πολύ μακριά για να τη βάψω κόκκινη
Και ο δρόμος δύσκολος και δύσβατος για να δακρύσω
Επανάσταση
Στάχτη…
Τίποτα δεν απέμεινε εδώ…
Όλα χαθήκανε…
Και ο Διόνυσος και ο Αλκιβιάδης
κι όλες οι βασιλικές γενιές…
Απέμεινε μόνο λαός στις Συρακούσες
Και κάποιος φώναξε ανάμεσα στο πλήθος
«Και τώρα τι; πώς τάχα θα κυβερνηθούμε εμείς;»
«Ποιος το χρυσάφι που απ τη γη βγαίνει θα κατέχει;»
«Τους Καρχηδόνιους, τους Αθηναίους και τους Λατίνους,
Ποιος μακριά θα τους κρατήσει;»
Και έπεσε μια παγερή σιωπή μες το λαό μας
Γιατί ήταν όλοι τους άνθρωποι απλοί
Και οι απλοί οι άνθρωποι πολύ συχνά αδικούνται
Τόσο που ξεχνάνε την έννοια της δικαιοσύνης…
Και ο καθένας κοίταζε μη τυχόν βρεθεί ξανά υποταγμένος…
Σε νέους θεούς, σε νέα βάσανα
Και έδειχνε το μέλλον της πολιτείας ζοφερό…
«Να φέρουμε το γιό του Διονύσιου να κυβερνήσει»,
είπαν κάποιοι,
«Στις φλέβες του ρέει ακόμα αίμα κυβερνήτη και άρχοντα»
«Στους Αθηναίους, στους Λακεδαιμόνιους»
«Εκεί να απευθυνθούμε για βοήθεια»
Απάντησε μια άλλη πλευρά…
Και έμοιαζαν νέα βάσανα να ζυγώνουν
Γιατί οι κηδεμονίες Τυράννων και δημοκρατών
Αδέρφια πάλι θα μας έκαναν να γίνουμε
Με τους Μεσσήνιους και τους Μήλειους
Και εγώ, που πάλι άνανδρος προδότης στάθηκα
Ετοιμαζόμουν να θρηνήσω
Μια επανάσταση ακόμα που ανατράπηκε εκ των έσω…
Μα να για δες το πλήθος των ανθρώπων
Αυτό που οι έμποροι χαρακτηρίζουν άβουλο
Πώς συνέρχεται και πως ετοιμάζει
τους τελευταίους σταυρούς
που θα στηθούν σε ετούτες τις ακτές…
Σιωπή…
Και αφού τελείωσαν όλα αυτά και κατακάθισε η σκόνη
Ρώτησε κάποιος
«Και αν δεν μπορέσουμε να ‘μαστε λεύτεροι;»
Θα μάθουμε…
Θα μάθουμε να κυβερνούμε όλοι μαζί
Θα χτίσουμε με το κοινό χρυσάφι
μια νήσο λευτεριάς για τον πολιτισμένο κόσμο τους
Νυχτώνει…
Λίγα μου έμειναν να πω
Καθισμένος στη γη της Σικελίας
Μονάχη στάλα που λείπει απ την ξεδιψασμένη ψυχή μου η ματιά σου
Και όραμα μακρινό μα αναγκαίο
Να σε χω αγκαλιά σε λεύτερη, παγκόσμια πατρίδα
Εκεί που υπάρχουν τραγούδια για τους εξεγερμένους της Σικελίας…
Νυχτώνει…
Τα τελευταία δάκρυα
Είναι πάντα δάκρυα χαράς και νίκης…
Νυχτώνει…
Αύριο θα ‘ρθουν πάλι πλοία απ’ την Αθήνα και τη Σπάρτη
και οι λαοί του κόσμου θα διαλέξουν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου