24 Ιουλίου 2013

Κωστής Παλαμάς - Δωδεκάλογος του Γύφτου - Λόγος I

ΛΟΓΟΣ Ι' - ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ


Αν είμαι Χάρος χαλαστής,
είμαι και Χάρος πλάστης.
Α. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ (Ποιήματα)

Μόνον εκεί που είναι τάφοι, εκεί είναι και
ανάσταση.
NIETZSCHE (Ζαρατούστρας)

Σήμερα μεγάλο κάτι, 
κάτι απάντεχο ετοιμάζεις, 
κι είσαι σαν τον ήλιο εσύ όταν 
απ' της θάλασσας τα σπλάχνα 
πρωτοτίναχτος, κι ακόμα 
δροσερός και ροδοκόκκινος, 
είναι σα να στέκει ασάλευτος, 
κι έτσι αδιάφορος αφήνει 
κάθε μάτι να τον ψάχνει, 
πριν ολόλαμπρος κι ακοίταχτος 
υψωθεί, των όλων κύρης.

Σήμερα μεγάλο κάτι, 
κάτι απάντεχο ετοιμάζεις, 
και πριν ο ήχος να σε πάρει, 
σε σαλεύει ανατριχίλα 
μυστική βουβή. 
Το δοξάρι μες στο χέρι μου, 
μια ανυπόμονη ψυχή, 
και σαν κάτι παραπάνου 
κι από βέργα βασιλιά 
κι από μάγισσας ραβδί. 
Τι ετοιμάζεις, τι ταιριάζεις, 
πλαστικό βιολί;

Σήμερα δε θα ξυπνήσεις 
κάποιον που βαθιά κοιμήθη, 
και στο είναι δε θα φέρεις 
την αυγή καινούργιας χτίσης. 
Σήμερα θα κατορθώσεις 
κάτι πιo πολύ˙
τους αθάνατους που πέθαναν, 
και τους είχα θάψει εγώ, 
τους αθάνατους που πέθαναν 
πας για να τους αναστήσεις, 
της ανάστασης εσύ Μουσική!

Και γι' αυτό στο κοιμητήρι 
μ' έφερες και καρτερώ˙ 
και γι' αυτό εδώ πέρα είν' όλα 
φουντωμένα κι ανοιγμένα 
και χαροποιά, 
και ποτέ δεν είδα τέτοια 
μες στα μνήματα χαρά, 
και ποτέ τα κυπαρίσσια 
δε μου φάνηκαν, σαν τώρα, 
λιγερά κορμιά
λαχταρώντας γι' αγκαλιάσματα 
νιόγαμπρων και για φιλιά. 
Και είν' οι τάφοι σαν τραπέζια, 
και προσμένουν να στρωθούν 
πλούσια φαγοπότια απάνω τους 
κι ολοτρόγυρα σε κείνα 
χαροκόποι ροδοστέφανοι 
να ξημερωθούν.

Κι εκεί ανάμεσα στα μνήματα,
κι οι τρεις τάφοι!
κι οι τρεις τάφοι με το μάρμαρο
και με το χρυσάφι.
Και του πρώτου είναι το μάρμαρο
σαν τη σάρκα είναι το μάρμαρο
την αιματοστάλαχτη.
Και στην πλάκα του και σ' όλα του
τα πλευρά, κι απάνου ως κάτου,
σα γραμμένη με κοντύλι, 
σα γραμμένη η Γη η βασίλισσα 
με το Μάη και τον Απρίλη.

Και του δεύτερου το μάρμαρο, 
πράσινο' κι απάνου του, 
με τα σμάλτα ιστοριστή 
και με τα μαργαριτάρια, 
η νεράιδα η Θάλασσα 
με τα ψάρια.
Και του τρίτου άσπρο το μάρμαρο,
σαν τον κρίνο˙
κι αποπάνου κι από κείνο
μιαν εικόνα από τεχνίτη
σοφού χέρια,
ο Ουρανός ο δράκοντας
με τ' αστέρια.

Και κυλάς την πρώτη πλάκα, 
μουσικό βιολί μου εσύ, 
κι από μέσα από τον τάφο, 
να η Αγάπη! σαν πρωτόπλαστη 
ξανανθεί.
Και τη δεύτερη την πλάκα 
την κυλάς, βιολί, και να! 
Να η μητέρα, να η Πατρίδα! 
Κι ανασταίνεται, τρισέβαστη 
μες στα σεβαστά.

Και κυλάς την τρίτη πλάκα, 
μουσικό βιολί μου εσύ, 
κι από μέσα από τον τάφο 
να οι θεοί!
Κι απ' τον τάφο ξαναβγαίνουν 
οι δημιουργοί.

Περιβόλια, ανοίχτε στην Αγάπη,
και βροντήστε, κάστρα, να η Πατρίδα!
Στυλωθείτε, των θεών βωμοί!
Και τ' αθάνατα είν' αυτά και οι κοσμοπλάστες,
κοσμοπλάστρα Μουσική!

Από μια πατρίδα εγώ είμαι, 
κι όσο κι αν το λησμονώ, 
πάω, προς μια πατρίδα πάω, 
μια για πάντα να σταθώ.

Κι εγώ απ' όπου κι αν περάσω, 
σ' όποια γη, σ' όποια γωνιά, 
μπρος στη φύση, μες στον κόσμο, 
στην ερμιά, στη συντροφιά,

ξένος πάντα με τον ξένο, 
ξένος και με το δικό, 
και πεζός και καβαλάρης, 
κι όσο κι αν το λησμονώ,

δίχως να το θέλω, δίχως 
να το γνοιάζομαι, όλα αυτά, 
κάθε τόπος που διαβαίνω, 
κάθε ζωή που ζω γοργά,

μέσα μου είναι μιας πατρίδας 
ίσκιοι, ονείρατα, αστραπές˙ 
της απάτριδης ψυχής μου 
χίλιες δυο οι πατρίδες είναι, 
μύρια λόγια ρίχνοντάς μου, 
που ή τα νιώθω ή δεν τα νιώθω, 
τα 'χω για παρηγοριές.

Όσο ανάμεσα στους τόπους 
είναι τόποι πιο ακριβοί, 
και σα χέρια και σα μάτια 
παίρνουν την ψυχή˙

όσο ακέριο, ολανθισμένο 
τούτο το δεντρί 
μοναχά στο χώμα τούτο
κι όχι σ' άλλο χώμα ανθεί,

όσο γίνεται απ' το μέλι 
στην κυψέλη το κερί 
κι όσο ζούνε μες στους φράχτες 
τους στενούς τρανοί λαοί,

κι όσο αφέντες νόμοι δένουν 
με δεσίματα λογής 
και τ' ανθρώπου τα φτερούγια 
και τα πόδια της φυλής

και στα κακοτόπια τ' άνανθα 
και στους βράχους τους γυμνούς, 
σάμπως μες σε περιβόλια, 
σάμπως πέρα σε ουρανούς,

όσο θρέφουνε τους έρωτες 
μίση, πόλεμοι, θυμοί, 
και φυλάνε τους παράδεισους 
η φωτιά και το σπαθί,

όσο του ήλιου και οι αχτίδες 
δε ζεσταίνουν όμοια και μαζί 
πολυπρόσωπη, πολύψυχη τη Γη, 
- δόξα, δόξα στις Πατρίδες!

Κι απάνου απ' όλες τις πατρίδες 
δόξα σ' εσένα, ιδεατή κορφή, 
υπερούσια Πολιτεία, 
της μουσικής μου κόρη εσύ!

Πίνει το γάλα σου ο πολίτης 
και υπάκουος μ' εσένα ζει, 
κι ελεύτερος με την ψυχή του, 
κι είν' η ζωή του αρμονική.

Κορώνα εσένα είν' ο δίκιος, 
μαχαίρι εσένα ο δυνατός˙ 
κάτου απ' τη σκέπη σου ο λαός σου 
μαζί και ήρωας και σοφός.

Εσύ, της μουσικής μου κόρη, 
και είναι γραμμένο να γενείς 
κι εσύ βυζάστρα όλων των άλλων 
εδώ πατρίδων κάθε γης.

Όμοια θρεμμένη απ' της αέρινης 
ουρανικής ιδέας τα στήθια 
τινάζεται όλη σάρκα, όλη αίμα, 
μ' ένα περπάτημα γερό μια Αλήθεια!

Των ερώτων περιβόλια, 
κάστρα των πατρίδων, 
των θεών βωμοί!
και τ' αθάνατα είν' αυτά και οι κοσμοπλάστες, 
κοσμοπλάστρα μουσική!

Μου μιλήσαν οι Θεοί, 
τέτοια μου είπαν:

- Μας θανάτωσες του κάκου και μας κλείσανε
βαθιοί λάκκοι˙
στοιχειά γίναν οι θεοί, κι οι τύραννοι 
βρυκολάκοι.

- Είμαστε του ονείρου τ' ακροβλάσταρα
μες στην πλάση˙
η ζωή σου δεν μπορεί χωρίς εμάς 
να περάσει.

- Ή αρνητής ή λατρευτής μας ή μας τρέμεις
ή μας βρίζεις,
πάντα κάτου από τους ίσκιους μας 
τριγυρίζεις.

- Σ' εμάς φέρνουν όλ' οι στοχασμοί
κι όλοι οι δρόμοι,
και δειχνόμαστε σαν είδωλα, σαν πνέματα, 
και σαν νόμοι.

- Μες στη νύχτα είμαστ' εμείς η αγρύπνια
η ταράχτρα,
κι όσα τρίζουν και σωπαίνουν κι είν' αξήγητα 
κι είναι σκιάχτρα.

- Είμαστε όλα τ' αγαθά, τ' αληθινά,
και τα ωραία,
θρονιασμένα στην υπέρτατη κορφή, 
στην Ιδέα.

Είμαστε κι οι αχνοί της πλάνης, του κακού 
τα μαχαίρια
τραβηγμένα μες στη νύχτα και βαλτά 
με τ' αστέρια.

Άσοφε, σοφέ και θεοφοβούμενε, 
δίγνωμε και ίσε
κι άθεε, καταπάνου μας σκοντάφτεις, 
όποιος είσαι.

Και τη σκέπη που σκεπάζει μας, κανείς 
δε σηκώνει,
κι όποιο χέρι κατ' αυτή θα κουνηθεί, 
μαρμαρώνει.

Τα ποτάμια είμαστ' εμείς που δεν μπορείς 
να περάσεις,
κι όσο πίνεις το νερό μας, πιο πολύ 
θα διψάσεις.

Και σ' εμάς γυρτός την όψη σου 
καθρεφτίζεις,
κι όλο τρέχουμε κι αλλάζουμε κι όλο ίδια 
μας νομίζεις.

Κι αν χανόμαστε αποκάτου από τη γη 
βυθισμένα,
μας τραβάει ξανά στον ήλιο ένας θνητός 
σαν εσένα.

Τώρα γύρε εδώ, κι απάνου μας 
καθρεφτίσου...
Σ' αεροφέρνει ίσα μ' εμάς, κι υψώνει σε, άνθρωπε, 
το βιολί σου!


Των Θεών βωμοί, 
κάστρα των Πατρίδων, 
της Αγάπης περιβόλια, 
ξύπνα τα τ' αθάνατα, 
κοσμοπλάστρα μουσική!

Και ξυπνάς κι εσύ, ω μαγεύτρα 
περδικόστηθη κυρά, 
με τα λόγια προς τ' αστέρια 
τα προσταχτικά.

Κι άφησες του τάφου μέσα 
το κορμί του χαλασμού 
και το μνήμα ήταν για σένα 
πόρτα λυτρωμού.

Και μιλάς και γιγαντεύεις 
και τους κόσμους ξεπερνάς, 
και τ' αστέρια σου φορούνε 
μια κορώνα ξωτικιάς,

και κατέχω στο πλευρό σου 
τα γραφτά θνητών κι εθνών 
και τ' απόκρυφα των κύκλων 
και των ουρανών.

Και σου φέρνω αναστημένους 
σε καθρέφτες μαγικούς 
τις πεντάμορφες του κόσμου 
κι όλους τους καιρούς.

Σάρκα η μουσική μου γίνεται 
με την πλάστρα μας φωτιά 
και γεννιούνται απ' τα φιλιά μας 
τ' αψεγάδιαστα παιδιά.

Κι ο Αρχοντάθρωπος με κείνα, 
στερνοπαίδι, ο λυτρωτής, 
πλάσμα ακόμα πιο γιομάτο, 
πλάστης πιο βαθύς.

Κι ο άνθρωπος ο βαριομοίρης 
να! υψωμένος νικητής 
σε μια γη πλατιά, προφήτης 
μιας πλατύτερης ψυχής.

Το χρυσάφι, το πετράδι, 
και το θησαυρό, 
λείψαν' άγια, τίμια ξύλα, 
κάθε πρόσφορο ιερό,

κι όσα φέρνει η Δύση, ο Νότος, 
η Ανατολή, ο Βοριάς, 
μπρός στα πόδια σου τα ρίχνω 
για να τα πατάς.

Για ένα χάιδιο σου πεθαίνω 
χίλιους πεθαμούς, 
το φιλί σου αξίζει, Αγάπη, 
χίλιους λυτρωμούς!

Δεν υπάρχουν σχόλια: