[...]
Πέντε δίκοχα γύρω
ο λοχαγός δίχως όνομα
ένα παιδί γυμνό
κρεμασμένο απ' τα χέρια
αυλακωμένο το σώμα του
κουρελιασμένο aπ’ τις βουρδουλιές
μόλις πατάν τα νύχια του στο πάτωμα
όπως σηκώνεται κανείς να δει
ένα κορίτσι πού γελάει πισ’ απ’ το φράχτη.
Ο λοχαγός τον ρωτάει.
Ο βούρδουλας καίει το πετσί
ο πόνος γίνεται ένα με το σώμα
ο πόνος γίνεται ο ίδιος σώμα
ύστερα θυμάται
ένα μισοχτισμένο σπίτι στη γωνιά
το παιδί στη σκαλωσιά ανεβάζει πέτρες
μα γιατί ένα τόσο μικρό παιδί
για τόσο μεγάλες πέτρες
τα ποδαράκια του λυγίσαν ξαφνικά
δεν πρόφτασε να πιαστεί
το παιδικό κρανίο κάτω στις πλάκες
άνοιξε
μια γυναίκα αλαλίασμένη
φώναζε μονάχα: μη...
Τώρα πρέπει να μιλήσει
για να σωθεί
πρέπει να πάψει να θυμάται
και να ζήσει.
Θέλει να ζήσει
όπως θέλετε κι εσείς.
Στο τραπέζι χαρτιά
ένα μονόφθαλμο πηλήκιο
το αίμα του κάτου στο πάτωμα
ζωγράφιζε σχέδια φανταστικά.
Ο βούρδουλας κάνει έν’ αυλάκι
ένα χέρι στο σκοτάδι
το ταβάνι στάζει νερά
η αδερφή του
δίπλα στο σβηστό μαγκάλι
δε μιλάει
κοιτάζει μακριά.
Κείνο το βράδυ ήταν παράξενη
μιλούσε ώρες
θυμάται μοναχά μια λέξη
ακατανόητη λέξη
— χαρά.
Το ίδιο βράδυ χάθηκε με κάποιον.
Πέθανε στη γέννα μάθαμε.
Τώρα πρέπει να μιλήσει
για να σωθεί
πρέπει να πάψει να ονειρεύεται
και να ζήσει.
Η μέρα είναι ακόμα μακριά
και φοβάται μη γονατίσει
όπως φοβόσαστε κι εσείς.
Ένα τετράγωνο νύχτας
στ’ ανοιχτό παράθυρο
το πρόσωπο του ματωμένο
σαν τις αποκριάτικες μάσκες
που μας τρομάζανε παιδιά.
Ο λοχαγός ανάβει τσιγάρο.
Το φυτίλι πήρε φωτιά
τα χέρια του συντρόφου του είναι γρήγορα
όπου να ‘ναι θα φτάσει στο δυναμίτη
όπου να ‘ναι έρχεται η άνοιξη.
Σωπαίνανε στο γυρισμό
κάθε τόσο τα χέρια τους άγγιζαν
ο σύντροφός του μίλαγε ψευδά
ντρεπόταν και μιλούσε λίγο.
Ο λοχαγός τον ρωτάει
ξαναρωτάει
η γυναίκα αλαλιασμένη
όλο φωνάζει: μη...
Τώρα πρέπει να μιλήσει
για να σωθεί
πρέπει να πάψει ν’ αγαπάει
και να ζήσει.
Ο λοχαγός λέει: μίλησε
ο βούρδουλας λέει: μίλησε
η νύχτα του λέει: μίλησε
μα η νύχτα είναι λίγη
οι σύντροφοι πολλοί
κι έκοψε με τα δόντια του τη γλώσσα
όπως θα κάνατε κι εσείς.
[...]
Σταμάτησαν δυο φορτηγά
τα φανάρια τους πάνω μας.
Εμείς
όλο περιμένουμε.
Ένα κομμάτι ασβέστη
στα μάτια μας το φως
σαν ένα σακί με κόκκαλα
στην πλάτη μας η νύχτα.
Ένας κοντόχοντρος λοχαγός
ξεκόλλησε απ’ το σκοτάδι
το πηλήκιο στραβά
έν’ αποτσίγαρο στα δόντια
οι σκοποί
χαμηλώνουν τα κράνη τους
ακροβολίζονται.
Μα γιατί τα χαμηλώνουν.
Τότε ένα σφύριγμα
και ξαφνικά
ακούστηκαν τα πολυβόλα
τα-τα-τα
μια κραυγή
ένα ουρλιαχτό
τα πολυβόλα δεν ακούνε
τα-τα-τα
τα-τα
τρέχουμε στο σκοτάδι
που πάμε
σε κάθε ύψωμα μας περιμένουν
τα-τα-τα.
Οι σφαίρες σφυρίζουν μια στιγμή
ένα σκισμένο πρόσωπο
οι σφαίρες καρφώνουν το σκοτάδι
κάποιος σηκώνει το σακάκι του
μήπως κρυφτεί
κανείς δε θέλει να πεθάνει
ο άλλος κουλουριάζεται
γίνεται ένα μικρό κουβάρι
να σωθεί.
Ένα κομμάτι μολύβι
ξέρετε τι θα πει
όταν κρυώνει κανείς.
Όταν δε θέλεις να πεθάνεις
ξέρετε τι θα πει
ζωή.
Κάποιος κολλάει στο χώμα
Θα ‘θελε να ‘ναι
ένα με το χώμα.
Τα πολυβόλα
δεν ξέρουν πως έχουμε μητέρα
τα-τα-τα
τα-τα.
Ένας κάνει να τρέξει
ο άλλος κρεμιέται πάνω του
δεν τον αφήνει
ένας ουρλιάζει
όλο το πρόσωπο ένα στόμα
τα-τα-τα.
Οι σφαίρες δαγκώνουν μια στιγμή
ύστερα τίποτα
οι σφαίρες δε βλέπουν στο σκοτάδι
ξέρετε τι θα πει ζωή
τα-τα-τα
τα-τα
[...]
Πέντε δίκοχα γύρω
ο λοχαγός δίχως όνομα
ένα παιδί γυμνό
κρεμασμένο απ' τα χέρια
αυλακωμένο το σώμα του
κουρελιασμένο aπ’ τις βουρδουλιές
μόλις πατάν τα νύχια του στο πάτωμα
όπως σηκώνεται κανείς να δει
ένα κορίτσι πού γελάει πισ’ απ’ το φράχτη.
Ο λοχαγός τον ρωτάει.
Ο βούρδουλας καίει το πετσί
ο πόνος γίνεται ένα με το σώμα
ο πόνος γίνεται ο ίδιος σώμα
ύστερα θυμάται
ένα μισοχτισμένο σπίτι στη γωνιά
το παιδί στη σκαλωσιά ανεβάζει πέτρες
μα γιατί ένα τόσο μικρό παιδί
για τόσο μεγάλες πέτρες
τα ποδαράκια του λυγίσαν ξαφνικά
δεν πρόφτασε να πιαστεί
το παιδικό κρανίο κάτω στις πλάκες
άνοιξε
μια γυναίκα αλαλίασμένη
φώναζε μονάχα: μη...
Τώρα πρέπει να μιλήσει
για να σωθεί
πρέπει να πάψει να θυμάται
και να ζήσει.
Θέλει να ζήσει
όπως θέλετε κι εσείς.
Στο τραπέζι χαρτιά
ένα μονόφθαλμο πηλήκιο
το αίμα του κάτου στο πάτωμα
ζωγράφιζε σχέδια φανταστικά.
Ο βούρδουλας κάνει έν’ αυλάκι
ένα χέρι στο σκοτάδι
το ταβάνι στάζει νερά
η αδερφή του
δίπλα στο σβηστό μαγκάλι
δε μιλάει
κοιτάζει μακριά.
Κείνο το βράδυ ήταν παράξενη
μιλούσε ώρες
θυμάται μοναχά μια λέξη
ακατανόητη λέξη
— χαρά.
Το ίδιο βράδυ χάθηκε με κάποιον.
Πέθανε στη γέννα μάθαμε.
Τώρα πρέπει να μιλήσει
για να σωθεί
πρέπει να πάψει να ονειρεύεται
και να ζήσει.
Η μέρα είναι ακόμα μακριά
και φοβάται μη γονατίσει
όπως φοβόσαστε κι εσείς.
Ένα τετράγωνο νύχτας
στ’ ανοιχτό παράθυρο
το πρόσωπο του ματωμένο
σαν τις αποκριάτικες μάσκες
που μας τρομάζανε παιδιά.
Ο λοχαγός ανάβει τσιγάρο.
Το φυτίλι πήρε φωτιά
τα χέρια του συντρόφου του είναι γρήγορα
όπου να ‘ναι θα φτάσει στο δυναμίτη
όπου να ‘ναι έρχεται η άνοιξη.
Σωπαίνανε στο γυρισμό
κάθε τόσο τα χέρια τους άγγιζαν
ο σύντροφός του μίλαγε ψευδά
ντρεπόταν και μιλούσε λίγο.
Ο λοχαγός τον ρωτάει
ξαναρωτάει
η γυναίκα αλαλιασμένη
όλο φωνάζει: μη...
Τώρα πρέπει να μιλήσει
για να σωθεί
πρέπει να πάψει ν’ αγαπάει
και να ζήσει.
Ο λοχαγός λέει: μίλησε
ο βούρδουλας λέει: μίλησε
η νύχτα του λέει: μίλησε
μα η νύχτα είναι λίγη
οι σύντροφοι πολλοί
κι έκοψε με τα δόντια του τη γλώσσα
όπως θα κάνατε κι εσείς.
[...]
Σταμάτησαν δυο φορτηγά
τα φανάρια τους πάνω μας.
Εμείς
όλο περιμένουμε.
Ένα κομμάτι ασβέστη
στα μάτια μας το φως
σαν ένα σακί με κόκκαλα
στην πλάτη μας η νύχτα.
Ένας κοντόχοντρος λοχαγός
ξεκόλλησε απ’ το σκοτάδι
το πηλήκιο στραβά
έν’ αποτσίγαρο στα δόντια
οι σκοποί
χαμηλώνουν τα κράνη τους
ακροβολίζονται.
Μα γιατί τα χαμηλώνουν.
Τότε ένα σφύριγμα
και ξαφνικά
ακούστηκαν τα πολυβόλα
τα-τα-τα
μια κραυγή
ένα ουρλιαχτό
τα πολυβόλα δεν ακούνε
τα-τα-τα
τα-τα
τρέχουμε στο σκοτάδι
που πάμε
σε κάθε ύψωμα μας περιμένουν
τα-τα-τα.
Οι σφαίρες σφυρίζουν μια στιγμή
ένα σκισμένο πρόσωπο
οι σφαίρες καρφώνουν το σκοτάδι
κάποιος σηκώνει το σακάκι του
μήπως κρυφτεί
κανείς δε θέλει να πεθάνει
ο άλλος κουλουριάζεται
γίνεται ένα μικρό κουβάρι
να σωθεί.
Ένα κομμάτι μολύβι
ξέρετε τι θα πει
όταν κρυώνει κανείς.
Όταν δε θέλεις να πεθάνεις
ξέρετε τι θα πει
ζωή.
Κάποιος κολλάει στο χώμα
Θα ‘θελε να ‘ναι
ένα με το χώμα.
Τα πολυβόλα
δεν ξέρουν πως έχουμε μητέρα
τα-τα-τα
τα-τα.
Ένας κάνει να τρέξει
ο άλλος κρεμιέται πάνω του
δεν τον αφήνει
ένας ουρλιάζει
όλο το πρόσωπο ένα στόμα
τα-τα-τα.
Οι σφαίρες δαγκώνουν μια στιγμή
ύστερα τίποτα
οι σφαίρες δε βλέπουν στο σκοτάδι
ξέρετε τι θα πει ζωή
τα-τα-τα
τα-τα
[...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου