27 Ιουνίου 2016

Το μαύρο κορίτσι που αναζητούσε το Θεό [George Bernard Shaw, μετ. Δημήτρης Κωστελένος]

Πηγή: Εδώ (από όπου μπορείτε να το κατεβάσετε σε μορφή ebook)

Το μαύρο κορίτσι που αναζητούσε το Θεό.

- Υπάρχει Θεός; είπε το μαύρο κορίτσι στην ιεραπόστολο που την είχε προσηλυτίσει.
- Ο Θεός είπε, «Ερεύνησε και θα με βρεις», απάντησε εκείνη.
Η ιεραπόστολος ήταν μια κοντή, λευκή γυναίκα, που ακόμη δεν είχε φτάσει τα τριάντα της χρόνια: ένα παράξενο, μικρό κορμί, που δεν είχε βρει ικανοποίηση για την ψυχή της ανάμεσα στην πολύ αξιοσέβαστη κι αρκετά πλούσια οικογένειά της, στην Αγγλία όπου γεννήθηκε, κι έτσι ήρθε να εγκατασταθεί εδώ, στ' αφρικανικά δάση, για να διδάξει τα μικρά Αφρικανόπουλα την αγάπη στο Χριστό και τη λατρεία στο Σταυρό. Ήταν γεννημένη, πραγματικά, απόστολος της αγάπης. Στο σχολείο είχε λατρέψει τον ένα πίσω από τον άλλο, όλους τους δασκάλους της, με μια ειδωλολατρία που αποτελούσε απόδειξη ενάντια στον κάθε σνομπισμό, αλλά ποτέ δε νοιάστηκε και πολύ για κορίτσια της ίδιας ηλικίας και της κοινωνικής της υπόστασης. Στα δεκαοχτώ της άρχισε να ερωτεύεται φλογερούς κληρικούς, και στην κυριολεξία είχε αρραβωνιαστεί μ' έξι απ' αυτούς στη σειρά. Αλλά όταν έφτανε στο «ψητό», διάλυε τον αρραβώνα· γιατί αυτές οι ερωτικές ιστορίες, γεμάτες, στην αρχή, από εκστατική ευτυχία κι ελπίδα, κατά κάποιον τρόπο γίνονταν εξωπραγματικές και, τελικά, ξέφευγαν από τον έλεγχο της. Οι κληρικοί, που έτσι ξαφνικά κι απρόσμενα ξανάβρισκαν την ελευθερία τους, δεν έκρυβαν πάντα μια αίσθηση ανακούφισης και φυγής, λες κι αυτοί το ίδιο να 'χαν ανακαλύψει, ότι το όνειρο ήταν μόνο ένα όνειρο, ή ένα είδος μεταφοράς που μ' αυτήν είχαν αγωνιστεί να εκφράσουν κάτι το πραγματικό, αλλά όχι το ίδιο το πραγματικό. Ένας ωστόσο από δαύτους, αυτοκτόνησε· κι αυτή η τραγωδία την πλημμύρισε με μια εξαιρετική χαρά. Της φάνηκε σαν να μεταφερόταν, με το γεγονός αυτό από έναν παράδεισο τρελών μ' επίπλαστη ευτυχία, στην περιοχή της πραγματικότητας, όπου τα έντονα βάσανα γίνονταν μια υπερβατική αγαλλίαση. Αλλά, ταυτόχρονα, η αυτοκτονία αυτή έβαλε τέλος στις περίεργες της αυτές υποσχέσεις γάμου. Όχι πως ήταν η τελευταία απ' αυτές. Αλλά μια κοσμική ξαδέρφη της, που το χιούμορ της εκείνη το φοβόταν λίγο, και που, όπου, στεκόταν κι όπου βρισκόταν την αποκαλούσε κοκέτα και ξελογιάστρα, μια μέρα την κατηγόρησε καθαρά και ξάστερα, ότι και με τον τελευταίο αρραβωνιαστικό της έπαιζε το ίδιο παιχνίδι, σπρώχνοντάς τον στην αυτοκτονία, κι ακόμη ότι πολλές γυναίκες είχαν ανέβει στην κρεμάλα για πολύ μικρότερα εγκλήματα. Και παρ' όλο που ήξερε, με κάποιον τρόπο, πως όλ' αυτά δεν ήταν αλήθεια, κι ότι η ξαδέρφη της, όντας μια γυναίκα αυτού του κόσμου, δεν καταλάβαινε, ωστόσο, ήξερε, ακόμη, ότι συμφωνά με τις συνήθειες του κόσμου, κάτι τέτοιο ήταν αρκετά αληθινό, κι ότι έπρεπε να παραιτηθεί απ' αυτό το παράξενo παιχνίδι να ξελογιάζει άντρες και να τους οδηγεί σ' έναν αρραβώνα που από την αρχή ήξερε ότι θα τον διάλυε. Έτσι, παράτησε τον έκτο κληρικό της κι ήρθε να κουβαλήσει το σταυρό της στην πιο μαύρη Αφρική· και το τελευταίο τρεμούλιασμα μέσα της, που εξομοιωνόταν με κάτι που το απεχθανόταν σαν αμαρτία, ήταν μια έξαψη οργής, όταν αυτός ο κληρικός παντρεύτηκε τελικά την ξαδέρφη της και με τη βοήθεια του χιούμορ της και της κοσμικής σοφίας της, έγινε σε λίγο επίσκοπος, χωρίς καν να το θέλει.
Το μαύρο κορίτσι, ένα πολύ φίνο πλάσμα, που το γυαλιστερό, μεταξωτό δέρμα και τα μούσκουλά της, έκαναν τους λευκούς της αποστολής να μοιάζουν πλάι της σαν σταχτιά φαντάσματα, ήταν μια γεμάτη ενδιαφέρον, μα ανικανοποίητη προσήλυτη· γιατί, αντί να δέχεται το Χριστιανισμό με τρυφερή πειθαρχία, ακριβώς έτσι όπως της τον κήρυχναν, τον αντιμετώπιζε μ' απρόσμενες κι όλο ερωτηματικά αντιδράσεις, που ανάγκαζαν τη δασκάλα της να επινοεί θεωρητικές απαντήσεις και να μηχανεύεται αποδείξεις, μέσα σε μια στιγμή, και σε τέτοιο βαθμό, ώστε τελικά δεν μπορούσε να κρύψει απ' τον εαυτό της πως η ζωή του Χριστού, καθώς την αφηγούνταν, πλουτίστηκε με τόσο πολλές περιστασιακές λεπτομέρειες και με μια τέτοια τεράστια φτηνοκατασκευασμένη θεωρία, ώστε οι Ευαγγελιστές θα 'μεναν κατάπληκτοι και χαζεμένοι, αν ζούσαν για να την ακούσουν να εκμεταλλεύεται τόσο ασύστολα το κύρος τους. Πραγματικά, η εκλογή από μέρους της ιεραποστόλου ενός τόσο απομακρυσμένου σταθμού, πράγμα που στην αρχή θεωρήθηκε σαν πράξη αφοσίωσης, πολύ σύντομα έγινε μια αναγκαιότητα, γιατί η εμφάνιση του όποιου αντίζηλου ιεραπόστολου θα οδηγούσε στην ανακάλυψη ότι μέσ' από τις πιο όμορφες περιγραφές της Βίβλου, κατάφερε να φτιάξει ένα τέτοιο ζυμάρι, μ' ανάκατα τα πρόσωπα του Θείου Δράματος, ώστε η θρησκεία που βγήκε απ' όλο αυτό ήταν ένα συνονθύλευμα ολότελα δικής της έμπνευσης. Μόνο σαν μοναχική πρωτοπόρο ιεραπόστολος θα μπορούσε να 'χει τη δική της Εκκλησία και να καθορίζει τους κανόνες της, χωρίς το φόβο να την καθαιρέσουν σαν αιρετική.
Αλλά ίσως είχε βιαστεί όταν, αφού έμαθε το μαύρο κορίτσι να διαβάζει, της χάρισε, στα γενέθλιά της, και μια Βίβλο. Γιατί, όταν το μαύρο κορίτσι πήρε εκείνη την απάντηση απ' τη δασκάλα της, πολύ κατά γράμμα την ακολούθησε κι έτσι, μαζί με το χοντρό ραβδί της βγήκε στο αφρικάνικο δάσος να ψάξει για το Θεό, έχοντας τη Βίβλο μαζί της σαν οδηγό. Το πρώτο πράγμα που συνάντησε ήταν ένα φιδάκι «μάμπα», ένα απ' τα λίγα δηλητηριώδικα φίδια που ρίχνονται στον άνθρωπο, όπου τον συναντήσουν. Τώρα, η ιεραπόστολος που αγαπούσε όλα τα μικρά ζωάκια επειδή ήταν όλο αφοσίωση και δε σου 'καναν ερωτήσεις, είχε διδάξει το μαύρο κορίτσι να μη σκοτώνει τίποτα αν δεν ήταν απόλυτη ανάγκη, και να μη φοβάται τίποτα. Έτσι, το μαύρο κορίτσι έσφιξε κάπως περισσότερο το ραβδί της κι είπε στο «μάμπα»: «Αναρωτιέμαι ποιος σ' έφτιαξε και ποιος σου γέννησε την επιθυμία να με σκοτώσεις, δίνοντάς σου και το δηλητήριο για να το πετύχεις κάτι τέτοιο». Το «μάμπα», αμέσως, της έκανε νόημα, με δυο στρεψίματα του κεφαλιού του να το ακολουθήσει και την οδήγησε σ' ένα σωρό από πέτρες, όπου καθόταν θρονιασμένος ένας καλοφτιαγμένος και μ' αριστοκρατική όψη λευκός άντρας, με όμορφα κανονικά χαρακτηριστικά, μια επιβλητική γενειάδα και πλούσια κυματιστά μαλλιά, που και τα δυο ήταν τόσο άσπρα σαν από λεπιδόλιθο, και με μια αυστηρή, δίχως οίκτο έκφραση. Κρατούσε στο χέρι του ένα πράγμα που έμοιαζε να 'ναι κάτι σαν σκήπτρο, ή μεγάλο ραβδί· κι αμέσως, μ' αυτό σκότωσε το «μάμπα» που τον πλησίαζε ταπεινόφρονα κι όλο λατρεία. Το μαύρο κορίτσι που είχε διδαχτεί να μη φοβάται τίποτα, ένιωσε την καρδιά της να βαραίνει ενάντια στον άνθρωπο αυτό, ως ένα βαθμό επειδή νόμιζε πως οι δυνατοί άντρες έπρεπε να είναι μαύροι και μόνον οι κυρίες ιεραποστόλισσες ήταν άσπρες, κι ακόμη επειδή ο άντρας αυτός είχε σκοτώσει το φίλο της το φίδι, ή επειδή φορούσε ένα γελοίο άσπρο νυχτικό, κι έτσι τρίφτηκε λίγο σ' ένα σημείο όπου η δασκάλα της δεν μπόρεσε ποτέ να την μάθει να μην το κάνει, πράγμα που θα 'πρεπε να το ξέρει από μόνη της και να ντρέπεται για λογαριασμό της. Υπήρχε και μια κάποια περιφρόνηση στη φωνή της, όταν στράφηκε στον λευκό άντρα και του είπε:
- Ψάχνω για το Θεό. Μπορείς να μου πεις κατά πού να πάω;
- Τον βρήκες, της είπε τότε εκείνος. Γονάτισε και λάτρεψέ με στη στιγμή, αγέρωχο πλάσμα, γιατί αλλιώτικα θα ξεσπάσει πάνω σου η οργή μου. Είμαι ο Κύριος των Ουρανών: εγώ έφτιαξα τα ουράνια και τη γη, κι όλ' αυτά που βρίσκονται πάνω τους. Εγώ έφτιαξα το δηλητήριο στο φίδι, και το γάλα στα στήθια της μάνας σου. Στα χέρια μου βρίσκονται ο θάνατος κι όλες οι αρρώστιες, ο κεραυνός κι η αστραπή, η θύελλα κι ή πανούκλα, κι όλες οι άλλες αποδείξεις για τη μεγαλοσύνη και τη μεγαλοπρέπειά μου. Γονάτισε, κορίτσι· κι όταν θα ξανάρθεις άλλη φορά μπροστά μου, φέρε μου τ' αγαπημένο σου παιδί και σφάξε το εδώ, στα πόδια μου, σαν μια θυσία· γιατί τρελαίνομαι για τη μυρωδιά του φρέσκου αίματος.
- Δεν έχω παιδί! είπε το μαύρο κορίτσι. Είμαι παρθένα.
- Τότε φέρε τον πατέρα σου και βάλε τον να σφάξει εσένα, είπε ο Κύριος των Δυνάμεων. Και φρόντισε οι δικοί σου να μου φέρουν μπόλικα κριάρια και τραγιά και πρόβατα, να τα ψήσουν μπροστά μου, σαν προσφορά, για να μ' εξευμενίσουν, γιατί αλλιώτικα, σίγουρα θα τους συντρίψω με τις πιο τρομερές πανούκλες, έτσι που να τους δώσω να καταλάβουν πως είμαι Θεός.
- Δεν είμαι χαζή, κι ούτε κανένα μεγάλο παιδί για να πιστεύω τέτοιες σαχλαμάρες, είπε το μαύρο κορίτσι. Και στ' όνομα του αληθινού Θεού που τον αναζητώ, θα σε λιώσω, όπως έλιωσες κι εσύ αυτό το καημένο το «μάμπα».
Κι άρχισε να σκαρφαλώνει στο σωρό τις πέτρες και να κουνά απειλητικά καταπάνω του το ραβδί της.
Αλλά όταν έφτασε στην κορυφή, είδε ότι δεν υπήρχε τίποτα και κανένας εκεί πέρα.
Αυτό την ξάφνιασε τόσο πολύ, ώστε κάθισε κάτω κι άνοιξε τη Βίβλο της ζητώντας καθοδήγηση. Αλλά είτε τα μυρμήγκια την είχαν καταφάει, ή ήταν ένα πολύ παλιό βιβλίο που είχε φαγωθεί απ' το πέρασμα του χρόνου - γιατί όλες οι αρχικές του σελίδες, μόλις τ' άνοιξε, σκόρπισαν κι έγιναν σκόνη.
Τότε, το μαύρο κορίτσι αναστέναξε και σηκώθηκε ξαναρχίζοντας να ψάχνει. Σε λίγο ανατάραξε ένα φίδι, σαν κόμπρα, ή σαν κροταλία, που τίναξε τη γλώσσα του κι έφτυσε καταπάνω της, μα που γλίστρησε στο πλάι κι έκανε να φύγει όταν του είπε:
- Μην τολμήσεις να με φτύσεις! Θα 'θελα να ξέρω ποιος σ' έφτιαξε και γιατί είσαι τόσο διαφορετικό από μένα. Ο Θεός του «μάμπα» ήταν άχρηστος: δεν ήταν αληθινός όταν τον δοκίμασα με το ραβδί μου. Για πήγαινέ με λοιπόν στο δικό σου.
Πάνω σ' αυτό, ο κροταλίας γύρισε πίσω και της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει, κι εκείνη τον ακολούθησε.
Την οδήγησε σ' ένα χαρούμενο ξέφωτο του δάσους, όπου ένας γηραλέος κύριος μ' απαλή γενειάδα και μαλλιά, σαν από ασήμι, φορώντας κι αυτός ένα άσπρο νυχτικό, καθόταν μπροστά σ' ένα τραπέζι σκεπασμένο μ' ένα άσπρο ύφασμα και γεμάτο από χειρόγραφα ποιημάτων και πένες από φτερά αγγέλων. Έδειχνε αρκετά καλοσυνάτος. Μα τα στριφτά καταπάνω μουστάκια και φρύδια του, έδειχναν μια έκφραση ικανοποιημένη με τον εαυτό του, όλο πονηριά, που το μαύρο κορίτσι σκέφτηκε πως ήταν γελοία.
- Α, καλό μου φτυστο-φιδάκι, είπε ο κύριος στον κροταλία. Μου' φερες επιτέλους κάποιον να τα πούμε, έ;
Κι έδωσε στο φίδι ένα αυγό, που εκείνο τ' άρπαξε χαρούμενα κι έφυγε στο δάσος.
- Μη με φοβάσαι, είπε τότε ο γερο-κύριος στο μαύρο κορίτσι. Δεν είμαι κανένας σκληρός Θεός: είμαι πολύ λογικός, ξέρεις. Δεν κάνω τίποτα χειρότερο απ' το να κουβεντιάζω, έστω κι αν καμιά φορά αντιδικώ. Αλλά δεν είμαι κι αμετάπειστος στις διαφωνίες μου. Μη με λατρεύεις, απλούστατα έλα κοντά μου και κατηγόρησέ με. Βρες μου τα λάθη μου, και μη μου χαλάς το κέφι. Πες μου κάτι που δε σ' αρέσει για να διαφωνήσουμε.
- Εσύ λοιπόν έφτιαξες τον κόσμο; ρώτησε το μαύρο κορίτσι.
- Φυσικά εγώ, απάντησε κείνος.
- Και γιατί τον έκανες να 'χει τόσο κακό μέσα του; είπε πάλι το μαύρο κορίτσι.
- Θαυμάσια! είπε ο Θεός. Αυτό ακριβώς ήθελα να με ρωτήσεις. Είσαι ένα έξυπνο, μυαλωμένο κορίτσι. Είχα κάποτε έναν υπηρέτη που τον έλεγαν Ιώβ και μαζί του διαφωνούσα συνέχεια· αλλά ήταν τόσο σεμνός κι ανόητος, ώστε χρειάστηκε να τον λούσω με τα πιο τρομαχτικά βάσανα, μέχρι που να καταφέρω να τον κάνω να παραπονεθεί. Η γυναίκα του τού 'λεγε να με καταραστεί κι ας πεθάνει. Και μη νομίζεις ότι τα 'χω με την καημένη τη γυναίκα, γιατί τον βασάνισα τρομερά, παρ' όλο που τα διόρθωσα όλα κατόπι. Όταν τελικά τον κατάφερα να διαφωνήσει, αυτός σκεφτόταν περισσότερο τον εαυτό του. Αλλά τελικά τον βαρέθηκα, αφού τον έκανα να παραδεχτεί πως είχα κάνει το καλύτερο γι' αυτόν. Τον σύντριψα για τα
καλά μάλιστα, μπορώ να σου πω.
- Δεν ήρθα εγώ εδώ πέρα για να μαλώσω, είπε το μαύρο κορίτσι. Απλούστατα θα 'θελα να μάθω γιατί, αν εσύ έφτιαξες πραγματικά τον κόσμο, τον έφτιαξες τόσο άσχημα.
- Άσχημα! φώναξε ο γερο-κύριος. Ω! Μα εσύ πήρες τόσο θάρρος ώστε να μου ζητάς να δώσω λογαριασμό! Και ποια είσαι συ, παρακαλώ, που μπορείς να με κρίνεις; Μπορείς εσύ να φτιάξεις έναν καλύτερο κόσμο; Λόγου χάρη να φτιάξεις μια φάλαινα; Βάλ' της ένα χαλκά στη μύτη και φέρ' τη μου, όταν θα την τελειώσεις. Μπας και μπορείς να καταλάβεις, γελοίο σκουληκάκι, ότι εγώ, όχι μονάχα έφτιαξα τη φάλαινα, αλλά και την ίδια τη θάλασσα που μέσα της κολυμπά; Ολόκληρο τον πανίσχυρο ωκεανό, απ' το βυθό του μέχρι ψηλά στον ουρανό. Θα σκέφτεσαι, θαρρώ, πως όλο αυτό ήταν κάτι πολύ εύκολο. Θα πιστεύεις ότι εσύ μπορούσες να το φτιάξεις καλύτερο. Άκου, λοιπόν, να σου πω κάτι, μικρή γυναίκα: γιατί πρέπει να σου βγάλω την έπαρση που 'χεις μέσα σου. Εσύ δε θα μπορούσες να φτιάξεις ούτε ένα μυρμήγκι. Κι ωστόσο, ορθώνεις τ' ανάστημα σου μπροστά σε μένα, που έχω φτιάξει μεγαθήρια. Εσύ δε θα μπορούσες να φτιάξεις ούτε μια λιμνούλα, και τολμάς να μιλάς σε μένα, το δημιουργό των εφτά θαλασσών. Θα είσαι άσχημη και γριά και θα πεθάνεις μέσα σε πενήντα χρόνια, ενώ η δική μου μεγαλοπρέπεια θα διαρκεί για πάντα - κι ωστόσο, έρχεσαι δω πέρα και μου βάζεις όρους σαν να ήσουνα η θεια μου. Φαντάζεσαι, έτσι δεν είναι, πως είσαι καλύτερη από το Θεό; Τι έχεις όμως ν' απαντήσεις σ' όλ' αυτά τα επιχειρήματα;
- Δεν είναι διόλου επιχειρήματα: είναι μόνο χλευασμοί από μέρους σου, είπε το μαύρο κορίτσι. Μου φαίνεται μάλιστα ότι δεν ξέρεις τι σημαίνει ένα επιχείρημα.
- Πώς! Εγώ που σύντριψα τον Ιώβ; Ε, μα αυτό πια το παραδέχεται όλος ο κόσμος! Σ' εμένα θα πεις ότι δεν ξέρω από επιχειρήματα; Απλούστατα γελάω με του λόγου σου, κορίτσι, είπε ο γερο-κύριος, σημαντικά εξοργισμένος, αλλά και πολύ κατάπληκτος για να μπορέσει ν' αντιμετωπίσει σωστά την κατάσταση.
- Δε δίνω σημασία στα κοροϊδευτικά σου γέλια, είπε το μαύρο κορίτσι. Αλλά ως τώρα δε μου είπες γιατί δεν έκανες τον κόσμο όλο καλό, αντί να φτιάξεις αυτό το ανακάτωμα καλού και κακού. Δεν είναι απάντηση το να με ρωτάς αν εγώ θα μπορούσα να τον φτιάξω καλύτερο. Αν εγώ ήμουνα Θεός δε θα υπήρχαν μύγες τσε-τσε. Ο λαός μου δε θα υπόφερε από αρρώστιες, ούτε θα πρηζόταν από πληγές, κι ούτε θα 'κανε τρομερές αμαρτίες. Γιατί έβαλες αυτό το σακουλάκι με το δηλητήριο στο στόμα του «μάμπα», όταν υπάρχουν ένα σωρό άλλα φίδια που μπορούν να ζήσουν πολύ καλά και χωρίς αυτό; Γιατί έκανες τους πίθηκους τόσο άσχημους και τα πουλιά τόσο όμορφα;
- Και γιατί να μην το κάνω; είπε ο γερο-κύριος. Απάντησε μου σ' αυτό, αν μπορείς.
- Γιατί να το κάνεις; Εκτός κι αν είχες μέσα σου κάποια
κακία, είπε το μαύρο κορίτσι.
- Το να ρωτάς μ' αινιγματικό τρόπο, δεν είναι οπωσδήποτε συζήτηση, έκανε εκείνος. Δε θα παίξουμε την κολοκυθιά εδώ πέρα...
- Ένας Θεός που δεν μπορεί ν' απαντήσει στις ερωτήσεις μου, είναι άχρηστος για μένα, είπε το μαύρο κορίτσι. Άλλωστε, αν είχες πραγματικά εσύ φτιάξει το καθετί, θα ήξερες γιατί έκανες τη φάλαινα τόσο άσχημη όπως τη βλέπουμε στις φωτογραφίες.
- Κι αν εγώ προτίμησα να διασκεδάσω λίγο, κάνοντάς τη να μοιάζει έτσι αστεία, τι σε νοιάζει εσένα; είπε πάλι ο Θεός. Ποια είσαι συ, που θα μου υπαγορεύσεις πώς θα φτιάξω τα πράγματα;
- Ω, κουράστηκα και βαρέθηκα πια μαζί σου! είπε το μαύρο κορίτσι. Πάντα καταφεύγεις στους ίδιους κακούς τρόπους και στις προσβολές. Δεν πιστεύω ότι έφτιαξες ποτέ σου τίποτα. Ο Ιώβ θα πρέπει να ήταν πολύ ανόητος για να μη σ' ανακαλύψει. Μέσα σ' αυτό το δάσος υπάρχουν πολλοί γέροι που ισχυρίζονται ότι είναι θεοί.
Σήκωσε το ραβδί της κατά τη μεριά του, μα σαν το κατέβασε, ήταν σαν να βούλιαξε κάτω απ' το τραπέζι, έτσι που νόμισε ότι άνοιξε η γης και το κατάπιε. Γιατί όταν έγειρε πιο κοντά, είδε ξαφνικά ότι δεν υπήρχε τίποτα εκεί πέρα. Κι όταν ξανάνοιξε τη Βίβλο της για να λύσει τις απορίες της, ο αγέρας σάρωσε άλλες τριάντα σελίδες και τις σκόρπισε σε στάχτη κάτω απ' τα δέντρα.
Μετά απ' αυτή την περιπέτεια, το μαύρο κορίτσι έπιασε ξεκάθαρα να σκυθρωπιάζει. Δεν είχε βρει το Θεό· η Βίβλος της είχε μισοκαταστραφεί· κι είχε χάσει δυο φορές την ψυχραιμία της, χωρίς την παραμικρή ικανοποίηση. Άρχισε ν' αναρωτιέται μπας και το 'χε παρακάνει, μπας και πολύ μεγαλοποίησε τα πράγματα μ' όλες τις άσπρες γενειάδες και τους γέρους και τις νυχτικιές, που από πάντα της θεωρούσε σαν διαπιστευτήρια της θεοσύνης. Κι ευτυχώς που βρισκόταν ακριβώς μ' αυτή την ψυχική διάθεση, όταν συνάντησε στο δρόμο της έναν αρκετά όμορφο νεαρό, φρεσκοξυρισμένο, και μ' ελληνικό κοντό χιτώνα. Ποτέ της ως τώρα δεν είχε δει τίποτα παρόμοιο. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ήταν ένα ανασήκωμα κι ένα στρούφισμα στις εξωτερικές γωνιές των φρυδιών του, που ενώ της προκάλεσαν το ενδιαφέρον την απωθούσαν κιόλας.
- Με συγχωρνάς, αφέντη, του είπε. Αλλά βλέπω ότι έχεις έξυπνα μάτια. Κι εγώ ψάχνω για το Θεό, μήπως μπορείς να μου πεις κατά πού να πάω;
- Μη μπαίνεις σε τόση φασαρία για όλ' αυτά, είπε τότε ο νεαρός. Πάρε τον κόσμο έτσι όπως είναι, γιατί πέρα απ' αυτόν δεν υπάρχει τίποτα. Όλοι οι δρόμοι τελειώνουν στον τάφο, που είναι η πύλη για το Τίποτα. Και μέσα στη σκιά του τίποτα, όλα είναι μάταια. Ακολούθησε τη συμβουλή μου και μην ψάχνεις πιο μακριά απ' τη μύτη σου. Θα ξέρεις πάντα ότι υπάρχει κάτι πιο κει, και μ' αυτή τη γνώση θα 'σαι γεμάτη ελπίδα κι ευτυχισμένη...
- Αλλά, έλα που το μυαλό μου πάει πολύ μακριά! έκανε το μαύρο κορίτσι. Δεν είναι σωστό να κλείνουμε τα μάτια μας. Πιο πολύ θέλω να γνωρίσω το Θεό, παρά την ευτυχία ή την ελπίδα. Ο Θεός είναι η ευτυχία κι η ελπίδα μου.
- Και τι θα κάνεις αν ανακαλύψεις πως δεν υπάρχει Θεός; είπε ο νέος άντρας.
- Θα ήμουνα μια πολύ κακιά γυναίκα, αν δεν ήξερα ότι ο Θεός υπάρχει, είπε το μαύρο κορίτσι.
- Ποιος στο 'πε αυτό; ρώτησε κείνος. Δε θα 'πρεπε ν' αφήνεις τους ανθρώπους να σου σφίγγουν το μυαλό μέσα σε τέτοιους περιορισμούς. Άλλωστε γιατί θα 'πρεπε οπωσδήποτε να μην είσαι μια κακιά γυναίκα;
- Α, μα μη λες ανοησίες, τώρα! είπε το μαύρο κορίτσι. Το να 'σαι κακιά γυναίκα σημαίνει να είσαι κάτι που δε θα έπρεπε καθόλου να είσαι, αυτό είναι σίγουρο!
- Τότε θα πρέπει ν' ανακαλύψεις πρώτα αυτό που είναι σωστό να είσαι, πριν μπορέσεις να πεις αν είσαι καλή ή κακιά.
- Αυτό είν' αλήθεια, είπε το μαύρο κορίτσι. Αλλά ξέρω ότι θα έπρεπε να είμαι καλή γυναίκα, έστω κι αν είναι άσχημο πράγμα το να είναι κανένας καλός.
- Δεν υπάρχει νόημα σ' αυτό που λες, απάντησε ο νεαρός.
- Δεν υπάρχει νόημα με το δικό σου τρόπο, αλλά όχι με τον τρόπο που δίνει ο Θεός νόημα στη ζωή, είπε κείνη. Κι εμένα αυτό το νόημα μ' αρέσει. Γιατί νιώθω πως αν το αποκτήσω, τότε θα μπορέσω ν' ανακαλύψω το Θεό.
- Πώς μπορείς να λες το τι θα 'ναι αυτό που θ' ανακαλύψεις; ρώτησε ο νεαρός. Λοιπόν, η συμβουλή που μπορώ να σου δώσω είναι να κοιτάξεις να κάνεις τη δουλειά σου όσο καλύτερα μπορείς, κι όσον καιρό το μπορείς, κι έτσι να γεμίσεις τις μέρες σου με χρήσιμα πράγματα και με τιμή, μέχρι που να 'ρθει το αναπόφευκτο τέλος, όταν πια δε θα 'χεις ούτε συμβουλές να δέχεσαι, ούτε και τίποτα να κάνεις, ή να μάθεις ή και να υπάρχεις. Θα πρέπει να υπάρχει ένα μέλλον όταν πεθαίνουμε, είπε το μαύρο κορίτσι, και παρ' όλο που δεν μπορώ %α το ζήσω, μπορώ να το ξέρω.
- Ξέρεις το παρελθόν; ρώτησε ο νεαρός. Αν το παρελθόν που πραγματικά υπήρξε, είναι πέρ' από τις δυνατότητες της γνώσης σου, πώς ελπίζεις ότι ξέρεις το μέλλον, που δεν έχει ακόμη συμβεί;
-Κι όμως, θα συμβεί. Και ξέρω αρκετά απ' αυτό για να σου πω ότι ο ήλιος θ' ανατέλλει κάθε μέρα, είπε το μαύρο κορίτσι.
- Κι αυτό ακόμη είναι μια ματαιότητα, είπε ο νεαρός φιλόσοφος. Ο ήλιος καίγεται, και μπορεί μια μέρα να κάψει ολότελα τον εαυτό του και να σβήσει.
- Η ίδια η ζωή είναι μια φλόγα που πάντα τρώει απ' τον εαυτό της· αλλά, αποκτά δύναμη η φλόγα της κάθε φορά που γεννιέται ένα παιδί. Η ζωή είναι πιο σπουδαία απ' το θάνατο κι η ελπίδα απ' την απελπισία. Θα εκτελέσω το έργο που μου πέφτει, μόνον αν ξέρω ποίο είν' αυτό το έργο, και μόνον αν είναι κάτι καλό. Και για να το μάθω αυτό, πρέπει να μάθω το παρελθόν και το μέλλον, και πρέπει να βρω το Θεό.
- Μπας κι εννοείς ότι πρέπει να είσαι Θεός; είπε κείνος κοιτάζοντάς την σκληρά.
- Ναι, να είμαι όσο το μπορώ, είπε το μαύρο κορίτσι. Και σ' ευχαριστώ. Εμείς που είμαστε νέοι είμαστε κι οι σοφοί: έμαθα από σένα ότι το να βρεις το Θεό πάει να πει να ?σαι Θεός. Έχεις δυναμώσει την ψυχή μου. Αλλά πριν σ' αφήσω, πες μου ποιος είσαι.
- Είμαι ο Κοχελέθ, γνωστός σε πολλούς σαν Εκκλησιαστής ο κήρυκας, απάντησε κείνος. Ο Θεός θα 'ναι μέσα σου, αν καταφέρεις να τον βρεις! Μέσα μου όμως δεν είναι. Μάθε ελληνικά: είναι η γλώσσα της σοφίας. Και τώρα, να πας στο καλό.
Της έκανε μια φιλική χειρονομία και προσπέρασε. Το μαύρο κορίτσι τράβηξε προς την αντίθετη μεριά, και τώρα σκεφτόταν πιο σκληρά από ποτέ· αλλά η πορεία της σκέψης που μέσα της την έβαλε κείνος, γινόταν αινιγματική και δύσκολη ώστε τελικά αποκοιμήθηκε, και προχωρούσε σταθερά μέσα στον ύπνο της, ώσπου μυρίστηκε ένα λιοντάρι και, ξυπνώντας ξαφνικά, το 'δε να κάθεται στη μέση του δρόμου της, και να λιάζεται σαν γάτα μπροστά στο τζάκι· ήταν ένα λιοντάρι από κείνα που τα λένε δίχως χαίτη, επειδή η χαίτη τους είναι όμορφη και καλοχτενισμένη, αντί να στέκεται άγρια και φουντωτή.
- Για τ' όνομα του Θεού, βασιλιά μου, του είπε χαϊδεύοντάς το στο λαιμό καθώς προσπέρασε, και στα δάχτυλά της ένιωσε μια ζεστασιά και μια απαλότητα, σαν ν' άγγιξε το ζεστό κι απάτητο γρασίδι ενός βουνού.
Ο βασιλιάς του δάσους χασμουρήθηκε χαριτωμένα και την ακολούθησε με το βλέμμα του, σαν να του 'ρθε το κέφι να κάνει έναν περίπατο μαζί της. Αλλά εκείνη απομακρύνθηκε πολύ αποφασιστικά, ώστε του 'κοψε τη διάθεση. Και, καθώς θυμήθηκε ότι μέσα στο δάσος υπάρχουν πολύ λιγότερο φιλικά κι ακόμη δυνατότερα πλάσματα απ' αυτό το λιοντάρι, αποφάσισε να προχωρεί πιο προσεχτικά, μέχρι που συνάντησε έναν άντρα σκοτεινό, με κυματιστά μαύρα μαλλιά και με μια τεράστια μύτη. Δε φορούσε τίποτα πάνω του έξω από 'να ζευγάρι σαντάλια. Το πρόσωπο του ήταν τρομερά ρυτιδωμένο - αλλά οι ρυτίδες αυτές έμοιαζαν να 'γιναν από οίκτο και καλοσύνη. Παρ' όλη τη μεγάλη του μύτη είχε πλατιά, όλο δύναμη ρουθούνια, κι οι γωνιές στο στόμα του έδειχναν μεγάλη αποφασιστικότητα. Τον άκουσε πριν καλά-καλά τον δει· γιατί έβγαζε από πάνω του ένα παράξενο βουητό, κι έμοιαζε να 'ναι σε φοβερή ταραχή. Όταν την είδε σταμάτησε να μουγκρίζει και προσπάθησε να φανεί συνηθισμένος κι αδιαφόρετος.
- Δε μου λες, αφέντη, είπε το μαύρο κορίτσι, μπας κι είσαι ο προφήτης που τριγυρνά γδυτός, ουρλιάζοντας σαν δράκοντας και θρηνολογώντας σαν κουκουβάγια;
- Κάτι τέτοιο, πάνω-κάτω, κάνω, είπε κείνος απολογητικά. Μίκαχ είναι τ' όνομά μου: Μίκαχ ο Μορασίτης. Τι μπορώ να κάνω για σένα;
- Ψάχνω για το Θεό, του απάντησε κείνη.
- Και τον βρήκες; τη ρώτησε.
- Βρήκα ένα γέρο που μου ζήτησε ζώα στη σούβλα γιατί, λέει, του άρεσε η μυρωδιά του ψητού, κι ακόμη να θυσιάσω τα παιδιά μου στο βωμό του.
Πάνω σ' αυτό ο Μίκαχ έβγαλε ένα τέτοιο θλιβερό μουγκρητό, ώστε το λιοντάρι, ο Βασιλιάς, έτρεξε να κρυφτεί στο δάσος, και κάθισε από κει πέρα να κοιτάζει, με την ουρά του να κουνιέται αγριεμένα.
- Είναι ένας φρικτός απατεώνας, μούγκρισε ο Μίκαχ. Μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου να έρχεται μπροστά στο μεγάλο Θεό, με το καμένο σώμα ενός μωρού; Είναι δυνατό ο Θεός να ευχαριστιέται με χιλιάδες κριάρια και ποταμούς από λάδι, ή με τη θυσία του πρωτότοκου παιδιού σου, του καρπού του κορμιού σου, αντί ν' απολαμβάνει την αφοσίωση της ψυχής σου; Ο Θεός έσπειρε στην ψυχή σου το καθετί αγαθό, κι η ψυχή σου σού 'χει πει ότι ο Θεός μιλάει την αλήθεια. Και τι άλλο ζητά ο Θεός από σένα έξω απ' το να χάνεις το σωστό, ν' αγαπάς και να λυπάσαι και να πορεύεσαι ταπεινά μαζί Του;
- Αυτός που μου λες είν' ένας τρίτος Θεός, είπε το μαύρο κορίτσι. Και μ' αρέσει πολύ περισσότερο απ' αυτόν που απαιτούσε θυσίες, κι εκείνον που ήθελε από μένα να μαλώσω μαζί του, για να κοροϊδέψει την αδυναμία μου και την άγνοιά μου. Αλλά το να κάνεις το σωστό και να σπέρνεις τον οίκτο, είναι μόνο ένα μικρό μέρος απ' τη ζωή, όταν δεν είναι κανένας αφέντης ή δικαστής. Και σε τι ωφελεί να πορεύεσαι ταπεινά, όταν δεν ξέρεις κατά πού πορεύεσαι;
- Να πορεύεσαι ταπεινά κι ο Θεός θα σε καθοδηγήσει, είπε ο Προφήτης. Και τι άλλο θα μπορούσες να κάνεις, αν εκείνος δε σε καθοδηγήσει;
- Μου έδωσε μάτια για να καθοδηγώ τον εαυτό μου, είπε το μαύρο κορίτσι. Μου έδωσε ένα μυαλό και μ' άφησε να το χρησιμοποιώ. Πώς μπορώ τώρα να στραφώ σ' αυτόν και να του πω να βλέπει για λογαριασμό μου και να σκέφτεται για μένα;
Η μοναδική απάντηση του Μίκαχ ήταν ένα τρομερό βογκητό, έτσι που το λιοντάρι, ο Βασιλιάς, τρόμαξε τόσο που το 'βαλε στα πόδια κι έτρεχε για δυο ολόκληρα μίλια χωρίς να σταματήσει. Και το μαύρο κορίτσι έκανε το ίδιο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αλλ' αυτή έτρεξε μονάχα ένα μίλι.
- Γιατί τρέχω, από ποιον φεύγω; είπε σε μια στιγμή στον εαυτό της, και συνήρθε. Δε φοβήθηκα καθόλου αυτό τον αγαθό, φασαριόζικο άνθρωπο...
- Οι φόβοι κι οι ελπίδες σου είναι μονάχα φαντασιώσεις, είπε μια φωνή πολύ κοντά της, που έβγαινε απ' το στόμα ενός πολύ κοντόφθαλμου, ηλικιωμένου άντρα, με χοντρά γυαλιά που καθόταν σ' έναν πεσμένο κορμό δέντρου, όλο ρόζους. Τρέχοντας έτσι, εξακολούθησε ο γεράκος, εκδηλώνεις ένα καθορισμένο ανακλαστικό. Το πράγμα είναι πολύ απλό. Έχοντας ζήσει ανάμεσα στα λιοντάρια, από τότε που ήσουνα παιδάκι, συσχετίζεις τον ήχο ενός μουγκρητού με κάποιο θανάσιμο κίνδυνο. Κι έτσι, το 'βαλες στα πόδια όταν αυτό το γεμάτο προλήψεις θλιβερό πλάσμα σου 'βγάλε κατάμουτρα μια κραυγή. Αυτή η αξιοσημείωτη ανακάλυψη μου κόστισε είκοσι χρόνων αφοσιωμένες έρευνες, που στη διάρκεια τους έκοψα τα μυαλά αναρίθμητων σκυλιών, και παρατήρησα τα σάλια τους κάνοντας τρύπες στα μάγουλά τους, έτσι που το σάλιο τους να ξεχύνεται από κει κι όχι μέσ' από τη γλώσσα τους. Ολόκληρος ο επιστημονικός κόσμος έπεσε γονατιστός στα πόδια μου από θαυμασμό γι' αυτό το κολοσσιαίο επίτευγμα, κι από ευγνωμοσύνη για το φως που ξέχυσα πάνω στα προβλήματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
- Και γιατί δε ρωτούσες εμένα; είπε το μαύρο κορίτσι. Θα μπορούσα να σου τα πω όλ' αυτά μέσα σε είκοσι δευτερόλεπτα, αντί να πονέσεις όλα εκείνα τα δύστυχα σκυλιά.
- Η άγνοια κι η αλαζονεία σου είναι ανείπωτες κι αχαρακτήριστες, απάντησε ο γερο-μύωπας. Το γεγονός αυτό, φυσικά, ήταν γνωστό ακόμη και στα μικρά παιδιά. Αλλά ποτέ δεν είχε αποδειχτεί επιστημονικά σ' ένα εργαστήριο. Και γι' αυτό δεν ήταν διόλου επιστημονικά γνωστό. Έφτασε ως εμένα σαν μια ακατέργαστη σκέψη, κι εγώ το παράδωσα στον κόσμο σαν επιστήμη. Έχεις ποτέ σου κάνει κάποιο πείραμα - όχι, σε ρωτώ, έχεις κάνει;
- Πολλά, απάντησε το μαύρο κορίτσι. Και τώρα θα κάνω ένα ακόμη. Ξέρεις πού πάνω κάθεσαι;
- Κάθομαι σ' ένα κούτσουρο μαυρισμένο απ' τα χρόνια και σκεπασμένο με διόλου άνετους ρόζους και κόμπους, είπε ο μύωπας.
- Κάνεις μεγάλο λάθος, είπε το μαύρο κορίτσι. Κάθεσαι πάνω σ' έναν κροκόδειλο που κοιμάται.
Με μια κραυγή που θα τη ζήλευε κι αυτός ακόμη ο Μίκαχ, ο μύωπας σηκώθηκε κι έτρεξε σπασμωδικά να κρυφτεί πίσω από ένα γειτονικό δέντρο, κι ύστερα σκαρφάλωσε πάνω σ' αυτό σαν γάτα με μια ευλυγισία που για έναν τόσο ηλικιωμένο άνθρωπο, θα την έλεγες υπεράνθρωπη.
- Κατέβα κάτω, είπε το μαύρο κορίτσι. Θα 'πρεπε να ξέρεις πως οι κροκόδειλοι υπάρχουν μόνο κοντά σε νερά. Δοκίμασα μόνον ένα πείραμα πάνω σου. Κατέβα από κει.
- Και τώρα πώς θα κατέβω; είπε ο μύωπας τρέμοντας. Θα πέσω και θα τσακιστώ.
- Πώς ανέβηκες; είπε το μαύρο κορίτσι.
- Δεν ξέρω, αποκρίθηκε κείνος σχεδόν κλαίγοντας. Αυτό είναι αρκετό για να κάνει τον άνθρωπο να πιστεύει στα θαύματα. Δε θα μπορούσα ποτέ να σκαρφαλώσω σ' ένα τέτοιο δέντρο. Κι όμως, να που βρίσκομαι εδώ πάνω και δε θα τα καταφέρω ποτέ να κατεβώ.
- Πολύ ενδιαφέρον πείραμα, έτσι δεν είναι; ρώτησε το μαύρο κορίτσι.
- Απαίσια σκληρό, από μέρους σου, αχάριστο και διεφθαρμένο πλάσμα! είπε κείνος μ' ένα βογκητό. Ήθελα να 'ξερα δε σου πέρασε καθόλου απ' το μυαλό ότι θα μπορούσα να σκοτωθώ; Μπας και νόμισες ότι μπορείς να δώσεις σ' ένα ντελικάτο φυσιολογικό οργανισμό σαν το δικό μου ένα τόσο ισχυρό σοκ, χωρίς τον κίνδυνο για μια πολύ σοβαρή, κι ίσως μάλιστα μοιραία αντίδραση, πάνω στην καρδιά; Δε θα μπορέσω ποτέ πια σ' όλη μου τη ζωή να καθίσω σ' έναν κορμό δέντρου. Πιστεύω ότι ο σφυγμός μου τώρα θα χτυπά πολύ ανώμαλα, παρ' όλο που δεν είμαι σε θέση να τον μετρήσω, γιατί αν αφήσω αυτό το κλαδί που βαστώ θα πέσω καταγής σαν πέτρα...
- Αφού μπόρεσες να κόβεις στα δυο το κρανίο ενός σκυλιού, χωρίς να έχεις άσχημες καρδιακές αντιδράσεις, μη φοβάσαι καθόλου, του είπε κείνη ήρεμα. Νομίζω πως οι μάγοι της Αφρικής είναι πιο δυνατοί απ' όλες τις προσπάθειες που κάνεις εσύ, τεμαχίζοντας τα μυαλά των σκυλιών. Με μια μονάχα λέξη που είπα, σ' έκανα να σκαρφαλώσεις σ' αυτό το δέντρο σαν γάτα. Παραδέξου το πως ήταν κάτι θαυμαστό.
- Μακάρι να μπορούσες να πεις άλλη μια λέξη και να με κάνεις να κατέβω με σιγουριά από δω πέρα, είπε κείνος θρηνητικά.
- Θα το κάνω, απάντησε κείνη. Είν' ένας βόας πάνω στο δέντρο που σε μυρίζει, ακριβώς πάνω απ' το κεφάλι σου.
Ο μύωπας βρέθηκε καταγής με μιαν εκπληκτική ταχύτητα, και προσγειώθηκε τελικά ανάσκελα. Αλλ' αμέσως σηκώθηκε στα πόδια του κι είπε:
- Δε με κατάφερες: μην το φαντάζεσαι. Ήξερα πολύ καλά ότι επινόησες το φίδι για να με τρομάξεις.
- Κι όμως τρόμαξες, σαν να επρόκειτο για ένα πραγματικό φίδι, είπε το μαύρο κορίτσι.
- Δεν τρόμαξα, έκανε ο μύωπας μ' αγανάκτηση. Καθόλου δεν τρόμαξα και μη χαίρεσαι.
- Κι όμως, κατέβηκες το ίδιο γρήγορα απ' το δέντρο.
- Αυτό ναι, πραγματικά, είναι το μόνο ενδιαφέρον, είπε ο μύωπας βρίσκοντας την αυτοκυριαρχία του, τώρα που ένιωθε σιγουρεμένος. Ήταν ένα καθορισμένο αντανακλαστικό. Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα να κάνω ένα σκυλί να σκαρφαλώσει σε δέντρο.
- Μα, για ποιο λόγο; ρώτησε το μαύρο κορίτσι.
- Τι θα πει, για ποιο λόγο; Μα, για να τοποθετήσω αυτό το φαινόμενο πάνω σ' επιστημονική βάση, είπε κείνος.
- Ανοησίες! είπε το μαύρο κορίτσι. Ένα σκυλί δεν μπορεί ποτέ να σκαρφαλώσει σε δέντρο.
- Ούτε κι εγώ θα μπορούσα να το κάνω χωρίς το κίνητρο του φανταστικού κροκόδειλου, είπε ο καθηγητής. Πώς θα μπορούσα να κάνω ένα σκυλί να φοβηθεί έναν κροκόδειλο;
- Να το συστήσεις σε μερικούς πραγματικούς κροκόδειλους, σαν πρώτη αρχή, είπε το μαύρο κορίτσι.
- Α, αυτό θα κόστιζε πάρα πολλά, είπε ο μύωπας, ζαρώνοντας τα φρύδια του. Τα σκυλιά είναι πολύ φτηνά αν τ' αγοράσεις από επαγγελματίες κλέφτες σκυλιών. Αλλά για κροκόδειλους χρειάζονται πολλά λεφτά. Πρέπει να το συλλογιστώ το πράγμα πολύ προσεχτικά.
- Πριν φύγεις, είπε το μαύρο κορίτσι, πες μου αν πιστεύεις καθόλου στο Θεό.
- Ο Θεός είναι μια αχρείαστη και βαρετή υπόθεση, είπε ο μύωπας. Το σύμπαν είναι ένα γιγάντιο σύστημα από αντανακλαστικά, που παράγονται από ψυχικά σοκ. Αν σου δώσω ένα ελαφρό χτύπημα στο γόνατο, θα τινάξεις πέρα το πόδι σου.
- Τότε θα σου δώσω κι εγώ μια με το ραβδί μου, γι' αυτό, μην το κάνεις, είπε το μαύρο κορίτσι.
- Για επιστημονικούς λόγους είναι απαραίτητο ν' απαγορεύουμε τέτοια δευτερεύοντα κι επιφανειακά άσχετα αντανακλαστικά, δένοντας το άτομο, είπε ο καθηγητής. Ωστόσο, κι αυτά ακόμη είναι αρκετά σχετικά σαν παραδείγματα αντανακλαστικών που παράγονται από συνειρμικές ιδέες. Έχω περάσει είκοσι πέντε χρόνια της ζωής μου μελετώντας αυτές τις επιπτώσεις.
- Επιπτώσεις πάνω σε τι; ρώτησε το μαύρο κορίτσι.
- Στο σάλιο ενός σκυλιού, είπε ο μύωπας.
- Κι έγινες διόλου πιο σοφός; ξαναρώτησε κείνη.
- Δεν ενδιαφέρομαι για τη σοφία, της απάντησε. Δεν ξέρω τι σημαίνει και δεν έχω κανένα λόγο να πιστεύω ότι υπάρχει τέτοιο πράγμα. Δουλειά μου είναι να μαθαίνω κάτι που δεν ήταν γνωστό πριν. Μοιράζομαι αυτή τη γνώση με τον κόσμο, κι έτσι προσθέτω κάτι στο σώμα της επικυρωμένης επιστημονικής αλήθειας.
- Πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος όταν όλα θα είναι γνώση και δε θα υπάρχει διόλου οίκτος; είπε το μαύρο κορίτσι. Δεν έχεις καθόλου μυαλό για να επινοήσεις κάποιον τρόπο της προκοπής, έτσι που ν' ανακαλύψεις τι θα ήθελες να ξέρεις;
- Μυαλό! φώναξε ο μύωπας, λες και δύσκολα μπορούσε να πιστέψει στ' αυτιά του. Θα πρέπει να είσαι μια εξαιρετικά αγράμματη νέα γυναίκα. Δεν ξέρεις πως οι άνθρωποι που αφιερώνονται στην επιστήμη, είναι ολόκληροι μυαλό, απ' την κορυφή μέχρι τα νύχια;
- Πες το αυτό στον κροκόδειλο, έκανε το μαύρο κορίτσι. Και πες μου εμένα αυτό: Παρατήρησες ποτέ σου τις επιπτώσεις των πειραμάτων σου στο μυαλό και στο χαρακτήρα άλλων ατόμων; Αξίζει τον κόπο, ενώ χάνεις την ψυχή σου και καταδικάζεις την ψυχή όλων των άλλων, ν' ανακαλύπτεις κάτι σχετικά με το σάλιο των σκυλιών;
- Μεταχειρίζεσαι λέξεις που δεν έχουν κανένα νόημα, είπε ο μύωπας. Μπορείς ν' αποδείξεις την ύπαρξη του οργάνου που αποκαλείς ψυχή; Μπορείς να τη βάλεις πάνω σ' ένα χειρουργικό τραπέζι, στο εργαστήριο και να την εξετάζεις κομματιάζοντάς την; Μπορείς ν' αναπαράγεις αυτό που λες ότι «καταδικάζω», σ' ένα επιστημονικό εργαστήριο;
- Μπορώ να μετατρέψω ένα ζωντανό σώμα με ψυχή, σ' ένα νεκρό σώμα χωρίς αυτήν, καταφέρνοντάς του μια με το ραβδί μου στο κεφάλι, είπε το μαύρο κορίτσι. Και τότε γρήγορα θα δεις και θα μυρίσεις τη διαφορά. Όταν οι άνθρωποι καταδικάζουν την ψυχή τους κάνοντας κάτι άθλιο, βλέπεις και τότε πολύ γρήγορα τη διαφορά.
- Έχω δει ανθρώπους να πεθαίνουν. Αλλά δεν είδα ποτέ κανένα να καταδικάζει την ψυχή του, είπε ο μύωπας.
- Αλλά τον έχεις δει να πηγαίνει κατά διαόλου, όπως πας εσύ στα σκυλιά, έτσι δεν είναι; ρώτησε το μαύρο κορίτσι.
- Εξυπνάδες! Και μάλιστα πολύ προσωπικές, είπε ο μύωπας πειραγμένος. Σ' αφήνω τώρα.
Κι έτσι εξακολούθησε το δρόμο του, προσπαθώντας να σκεφτεί με ποιο τρόπο θα 'κανε ένα σκυλί να σκαρφαλώσει σ' ένα δέντρο με σκοπό ν' αποδείξει επαγγελματικά, ότι κι ο ίδιος κατάφερε να το κάνει αυτό. Και το μαύρο κορίτσι πήρε την αντίθετη κατεύθυνση, μέχρι που έφτασε σ' ένα λόφο, που στην κορυφή του βρισκόταν ένας τεράστιος σταυρός. Το σταυρό τον φύλαγε ένας Ρωμαίος στρατιώτης με δόρυ. Τώρα, παρ' όλες τις διδασκαλίες της ιεραποστόλισσας, που έβρισκε στον τρόμο της σταύρωσης την ίδια παράξενη χαρά που ένιωθε ραγίζοντας τη δική της καρδιά και την καρδιά των εραστών της, το μαύρο κορίτσι μισούσε το σταυρό και σκεφτόταν ότι ήταν μεγάλο κρίμα που ο Ιησούς δεν είχε πεθάνει ειρηνικά, δίχως πόνο, και φυσιολογικά, μέσα σε βαθιά γεράματα, προστατεύοντας τις εγγονές του (η φαντασία της συμπλήρωνε πάντα την εικόνα αποδίνοντας στον Ιησού καμιά εικοσαριά μαύρες εγγονές σε ηλικία γάμου) ενάντια στον εγωισμό και στη βιαιότητα των γονιών τους. Γι' αυτό κι απόστρεψε το κεφάλι της απ' το σταυρό με μιαν έκφραση αηδίας, όταν ο Ρωμαίος στρατιώτης όρμησε καταπάνω της με το δόρυ του προτεταμένο και της φώναξε άγρια:
- Στα γόνατα! Μαύρο πλάσμα! Γονάτισε μπροστά στο όργανο και στο σύμβολο της ρωμαϊκής δικαιοσύνης. Ρωμαϊκός νόμος, Ρωμαϊκή τάξη, Ρωμαϊκή ειρήνη.
Αλλά το μαύρο κορίτσι, έκανε ένα βήμα στο πλάι κι αποφεύγοντας το δόρυ, έδωσε με το ραβδί της μια τόσο γερή στο σβέρκο του Ρωμαίου, που αυτός σωριάστηκε κάτω με τα μούτρα και προσπαθούσε μάταια να συντονίσει τα ποδάρια του για να ξανασηκωθεί.
- Αυτό είναι το σύμβολο των μαύρων για όλ' αυτά τα ωραία πράγματα, του είπε το μαύρο κορίτσι, σκουντώντας τον με το ραβδί της. Πώς σου φάνηκε;
- Διάολε! μούγκρισε ο στρατιώτης. Σηκώθηκαν τώρα τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι! Μια λεγεώνα κουνέλια, κάτω απ' την ηγεσίας μιας μαύρης μάγισσας! Πάει, έφτασε το τέλος του κόσμου!
Κι έπαψε ν' αγωνίζεται για να σηκωθεί, κι απόμεινε εκεί πέρα πεσμένος να κλαίει σαν μικρό παιδί.
Συνήρθε πριν εκείνη προλάβει να πάει πολύ μακριά. Αλλά όντας ένας Ρωμαίος στρατιώτης, δεν μπορούσε ν' αφήσει το πόστο του για να ικανοποιήσει τα συναισθήματά του. Το τελευταίο που το μαύρο κορίτσι είδε απ' αυτόν πριν τον κρύψει το φρύδι του λόφου απ' τα μάτια της, ήταν η γροθιά του που την κουνούσε κατά τη μεριά της, και το τελευταίο που άκουσε απ' το στόμα του δε χρειάζεται να το επαναλάβουμε εδώ.
Η επόμενη περιπέτειά της έτυχε ακριβώς εκεί που στάθηκε για λίγο να πιει νερό, και ξαφνικά είδε έναν άντρα, που δεν τον είχε προσέξει πριν, να κάθεται πλάι της. Καθώς ετοιμαζόταν να πιάσει λίγο νερό μέσα στις χούφτες της, εκείνος έβγαλε από κάπου μια κούπα και της είπε ήρεμα:
- Πάρ' το αυτό και πιες για να με θυμάσαι.
- Σ' ευχαριστώ, αφέντη, είπε κείνη κι ήπιε. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ.
Και του 'δωσε πίσω το κύπελλο. Κι αυτός το έκανε να εξαφανιστεί μ' έναν εξορκισμό, που σαν το 'δε το μαύρο κορίτσι έβαλε τα γέλια και γέλασε μαζί της κι εκείνος.
- Πολύ έξυπνο αυτό, είπε το κορίτσι. Φαίνεται πως θα 'σαι σπουδαίος μάγος. Κι ίσως θα μπορούσες να πεις κάτι σε μια μαύρη κοπέλα σαν κι εμένα. Ξέρεις, ψάχνω για το Θεό. Πού είναι;
- Μέσα σου, είπε ο εξορκιστής. Και μέσα σ' εμένα το ίδιο.
- Το 'χω σκεφτεί αυτό, είπε το κορίτσι. Αλλά τι είναι, όμως;
- Είναι ο πατέρας μας, είπε ο εξορκιστής.
Το μαύρο κορίτσι ζάρωσε το πρόσωπο του και συλλογίστηκε για μια στιγμή.
- Και γιατί όχι η μητέρα μας; ρώτησε τελικά.
Ήταν η σειρά του εξορκιστή να ζαρώσει απορεμένος το πρόσωπο του, και το 'κανε.
- Οι μητέρες μας δεν έκαναν τίποτ' άλλο παρά να μας φέρουν μπροστά στο Θεό, είπε. Αν είχα καθοδηγηθεί απ' τη μητέρα μου, θα ήμουνα ίσως σήμερα ένας πλούσιος άνθρωπος, αντί για περιθωριακός και περιπλανώμενος τώρα. Αλλά δε θα είχα βρει το Θεό.
- Εμένα ο πατέρας μου μ' έδερνε από τότε που ήμουνα μικρό κορίτσι, μέχρι που να ψηλώσω αρκετά, έτσι που να τον φτάνω και να μπορώ κι εγώ να τον χτυπήσω με το ραβδί μου, είπε το μαύρο κορίτσι. Κι ακόμη αργότερα, όταν προσπάθησε να με πουλήσει σ' έναν άσπρο αφέντη, που είχε αφήσει τη γυναίκα του πέρα από τη θάλασσα. Πάντα μου αρνιόμουνα να πω το «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς», κι έλεγα αντί γι' αυτό: «Παππού ημών». Δε θα 'θελα να 'χω ένα Θεό που να είναι πατέρας μου.
- Αυτό όμως δε χρειάζεται να μας εμποδίζει ν' αγαπούμε ο ένας τον άλλο σαν αδερφός κι αδερφή, είπε ο εξορκιστής χαμογελώντας, γιατί αυτή η διόρθωση του «πάτερ ημών» σε παππού, γαργάλισε την αίσθηση του χιούμορ του. Άλλωστε, ήταν ένας καλοκάγαθος τύπος που χαμογελούσε πάντα, όποτε το μπορούσε.
- Μια γυναίκα δεν αγαπά τον αδερφό της, είπε το μαύρο κορίτσι. Η καρδιά της πρέπει να στρέφεται από τον αδερφό της σ' έναν ξένο άντρα, καθώς η δική μου καρδιά στρέφεται σε σένα.
- Ε, καλά, ας μην ανακατευόμαστε με την οικογένεια: το είπα μόνο μεταφορικά, έκανε ο εξορκιστής. Είμαστε όλοι μέλη του ίδιου σώματος της ανθρωπότητας κι έτσι, μέλη ο ένας του άλλου. Αλλ' ας τα αφήσουμε τώρα όλ' αυτά.
- Δε μπορώ, αφέντη, είπε κείνη. Ο Θεός μου λέει ότι δεν έχει καμιά σχέση με τα σώματα, και τους πατεράδες και τις μανάδες και τους αδερφούς και τις αδερφές.
- Είν' ένας τρόπος για να λέμε την αγάπη μας ο ένας στον άλλο. Αυτό και τίποτ' άλλο, έκανε ο εξορκιστής. Ν' αγαπάς αυτούς που σε μισούν. Να τους ευλογείς όταν σε καταριούνται. Να μην ξεχνάς ποτέ ότι δυο μαύροι δεν κάνουν έναν άσπρο.
- Εγώ δε θέλω να μ' αγαπά κανένας, είπε το μαύρο κορίτσι. Κι ούτε μπορώ ν' αγαπώ όποιον μου τύχει. Δεν το θέλω αυτό. Ο Θεός μου λέει ότι δεν πρέπει να δέρνω τους ανθρώπους με το ραβδί μου, μόνο και μόνο επειδή τους αντιπαθώ, κι ούτε η δική τους αντιπάθεια - αν τύχει να μ' αντιπαθούν - τους δίνει το δικαίωμα να με δέρνουν. Αλλά ο Θεός μ' έκανε έτσι, που ν' αντιπαθώ πολύ κόσμο. Κι υπάρχουν άνθρωποι που πρέπει να τους σκοτώνεις σαν τα φίδια, γιατί ληστεύουν και σκοτώνουν άλλους ανθρώπους.
- Θα ήθελα να μη μου θύμιζες καθόλου αυτούς τους ανθρώπους, είπε ο εξορκιστής. Με κάνουν πολύ δυστυχισμένο.
- Είναι πολύ όμορφο, ξέρεις, να ξεχνάς τα δυσάρεστα πράγματα, είπε το μαύρο κορίτσι. Αλλά τότε, στο τέλος, σου φαίνονται απίστευτα και δεν κάνεις τίποτα για να τα διορθώσεις. Άραγε εσύ, αφέντη, μ' αγαπάς πραγματικά κι αληθινά;
Ο εξορκιστής ανασήκωσε τους ώμους, μα αμέσως χαμογέλασε ευγενικά καθώς απαντούσε:
- Ας μην τοποθετούμε το θέμα πάνω σε προσωπική βάση.
- Αλλά δεν έχει κανένα νόημα αν δεν μπει σε προσωπική βάση, είπε το μαύρο κορίτσι. Ας υποθέσουμε ότι εγώ σου λέω πως σ' αγαπώ, όπως μου έλεγες πριν λίγο ότι θα έπρεπε να το κάνω! Δε θα πίστευες τότε ότι παίρνω πολύ θάρρος μαζί σου;
- Μα φυσικά όχι, είπε ο εξορκιστής. Δεν πρέπει να το σκέφτεται έτσι. Παρ' όλο που εσύ είσαι μαύρη κι εγώ άσπρος, είμαστε κι οι δυο ίσοι μπροστά στο Θεό που μας έπλασε.
- Δεν το σκέφτομαι καθόλου μ' αυτό τον τρόπο, είπε το μαύρο κορίτσι. Όταν σου τα 'λεγα αυτά είχα ξεχάσει ότι είμαι μαύρη κι εσύ μόνο ένας δυστυχισμένος λευκός. Σκέψου με σαν μια λευκή βασίλισσα και τον εαυτό σου σαν λευκό βασιλιά. Τι σημασία έχει; Μα, τι έπαθες;
- Τίποτα. Τίποτα, έκανε ο εξορκιστής. Ή, μάλλον, ναι... Είμαι ο φτωχότερος από τους πιο φτωχούς λευκούς. Ωστόσο, έχω σκεφτεί τον εαυτό μου σαν βασιλιά. Αλλά ήταν τότε η κακία των ανθρώπων, που μ' έκανε να χάσω έτσι το μυαλό μου.
- Εγώ έχω δει και χειρότερα πράγματα, είπε το μαύρο κορίτσι, γι' αυτό δε χρειάζεται να κοκκινίζεις. Λοιπόν, ας πούμε πως είσαι ο βασιλιάς Σολομώντας, κι εγώ, ας είμαι η Βασίλισσα του Σαββά, όπως γίνεται και στη Βίβλο. Έρχομαι και σου λέω ότι σ' αγαπώ. Αυτό σημαίνει πως έρχομαι να σε κατακτήσω. Έρχομαι με τον έρωτα μιας λιονταρίνας και σε κατασπαράζω, και σε κάνω ένα μέρος του εαυτού μου. Από τη στιγμή αυτή θα πρέπει να σκέφτεσαι, όχι τι σ' ευχαριστεί, αλλά τι ευχαριστεί εμένα. Θα στέκομαι ανάμεσα σ' εσένα και στον εαυτό σου, ανάμεσα σ' εσένα και στο Θεό. Δεν είναι αυτό μια τρομερή τυραννία; Η αγάπη είναι κάτι που καταβροχθίζει. Μπορείς να φανταστείς τον Παράδεισο με αγάπη μέσα του;
- Στο δικό μου τον Παράδεισο δεν υπάρχει τίποτ' άλλο από αγάπη. Γιατί, τι άλλο μπορεί να ναι ο Παράδεισος από αγάπη; είπε ο εξολοθρευτής, τολμηρά, αλλά όντας σε δύσκολη θέση.
- Είναι δόξα. Είναι το σπίτι του Θεού και των σκέψεών του· δεν υπάρχουν εκεί πέρα θυμοί και γκρίνιες, κι ούτε κολλούν ο ένας στον άλλον σαν τα πρόβατα. Η ιεραπόστολος, η δασκάλα μου, μιλάει γι' αγάπη· ωστόσο, παράτησε όλους τους αγαπημένους της κι έφυγε μακριά, για να εκτελέσει το έργο του Θεού. Οι λευκοί αποστρέφουν τα μάτια τους από πάνω μου, ενώ θα 'πρεπε να μ' αγαπούν. Υπάρχουν συντροφιές από άντρες και γυναίκες που λένε πως είναι αδέρφια, κι όμως, δε μιλούν ο ένας στον άλλο.
- Τόσο το χειρότερο γι' αυτούς, είπε ο εξορκιστής.
- Είναι ανόητο, φυσικά, είπε το μαύρο κορίτσι. Πρέπει να ζούμε με τους ανθρώπους και πρέπει να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε μ' αυτούς. Αλλ' αυτό δε σημαίνει πως οι ψυχές μας χρειάζονται τον έρωτα; Χρειαζόμαστε τη βοήθεια του σώματος, ο ένας του άλλου, όπως χρειαζόμαστε και τη βοήθεια του πνεύματος μας. Αλλά οι ψυχές μας έχουν ανάγκη να είναι μόνες τους με το Θεό, κι όταν έρχονται άνθρωποι και σου λένε ότι σ' αγαπούν και θέλουν την ψυχή σου, μαζί με το μυαλό και το σώμα σου, εσύ φωνάζεις, «Στάσου μακριά μου! Ανήκω στον εαυτό μου κι όχι σ' εσένα». Αυτό το «αγαπάτε αλλήλους», το δικό σου, είναι η χειρότερη κοροϊδία για μένα, που ψάχνω για το Θεό, απ' όσο είναι για τον πολεμιστή που πρέπει ν' αγωνιστεί ενάντια στο φόνο και στη σκλαβιά, ή τον κυνηγό, που πρέπει να σκοτώσει αν δε θέλει να δει τα παιδιά του να πεθαίνουν από την πείνα.
- Μήπως λοιπόν θα 'πρεπε να σου θυμίσω την εντολή «Ου φονεύσεις»; είπε ο εξορκιστής.
- Έτσι αντιστρέφουμε μόνο τα πράγματα, είπε το μαύρο κορίτσι. Κι ούτε είναι κανόνας ζωής. Θα σου 'λεγα πως αυτή η εντολή σου, που όλα τα θεραπεύει, είναι σαν τα χάπια που μας πουλούν κάποιοι τσαρλατάνοι: βγαίνουν σε καλό μόνο μια φορά στις είκοσι, αλλά στις δεκαεννιά είναι άχρηστα. Άλλωστε, εγώ δεν ψάχνω για εντολές. Ψάχνω για το Θεό.
- Εξακολούθησε λοιπόν να ψάχνεις, κι ο Θεός, ας είναι μέσα σου, είπε ο εξορκιστής. Για να τον βρεις, πρέπει να περάσεις μέσ' από μένα....
Και με τα λόγια αυτά εξαφανίστηκε.
- Αυτό είναι το καλύτερο σου κόλπο, είπε το μαύρο κορίτσι, μολονότι λυπάμαι που σε χάνω. Γιατί, μέσα στο μυαλό μου είσαι ένας αξιαγάπητος άνθρωπος, αν και λίγο φτηνός.
Ένα μίλι πιο κάτω, συνάντησε ένα γέρο ψαρά, που κουβαλούσε μια τεράστια μητρόπολη στην πλάτη του.
- Πρόσεξε, θα σου σπάσει τη φτωχιά, γέρικια πλάτη σου, φώναξε κείνη, τρέχοντας να τον βοηθήσει.
- Όχι, της απάντησε με πολύ κέφι. Είμαι η Πέτρα που πάνω της οικοδομήθηκε η Εκκλησία.
- Μα δεν είσαι πέτρα, κι αυτό το πράγμα που κουβαλάς στην πλάτη σου είναι πολύ βαρύ για σένα, είπε το μαύρο κορίτσι, περιμένοντας την κάθε στιγμή να τον δει να συντρίβεται κάτω απ' το βάρος που σήκωνε.
- Μη φοβάσαι, της είπε χαμογελώντας της ευχάριστα. Είναι φτιαγμένη ολόκληρη από χαρτί...
Και την προσπέρασε με χορευτικά βήματα, κάνοντας όλες τις καμπάνες της μητρόπολης να σημαίνουν χαρούμενα.
Πριν χαθεί από τα μάτια της, πολλοί άλλοι, ντυμένοι με διαφορετικά ρούχα από μαύρο κι άσπρο, πολύ προσεχτικά πλυμένα και ξεσκονισμένα, προσπέρασαν κουβαλώντας μικρότερες και πολύ πιο άσχημες χάρτινες Εκκλησίες. Όλοι τους της φώναζαν, «Μην πιστεύεις τον ψαρά. Μην ακούς όλους αυτούς τους άλλους. Η δική μου είναι η αληθινή Εκκλησία».
Τελικά, αναγκάστηκε να στραφεί στο πλάι, κατά το δάσος, για να τους αποφύγει· γιατί αυτοί άρχισαν να ρίχνουν πέτρες ο ένας στον άλλο, και καθώς η σκοποβολή τους ήταν τόσο κακή σαν να ‘ταν τυφλοί, οι πέτρες έπεφταν γύρω της και πάνω στο δρόμο. Έτσι, το μαύρο κορίτσι συμπέρανε ότι τελικά δε θα 'βρίσκε κανένα Θεό του γούστου της ανάμεσά τους.
Όταν τελικά προσπέρασαν, ή μάλλον καταλάγιασε η μάχη, η μαύρη κοπέλα ξαναγύρισε στο δρόμο, όπου βρήκε έναν πολύ γέρο περιπλανώμενο Εβραίο, που της είπε:
- Μπας κι ήρθε Εκείνος;
- Δηλαδή, ποιος Εκείνος; ρώτησε το μαύρο κορίτσι.
- Αυτός που υποσχέθηκε ότι θα 'ρθει, είπε ο Εβραίος. Αυτός που είπε ότι πρέπει ν' αργοπορήσω μέχρι που να 'ρθει. Κι εγώ προσπάθησα ν' αργοπορήσω πέρα από κάθε λογική. Αν δεν έρθει σύντομα τώρα πια, θα είναι πολύ αργά. Γιατί οι άνθρωποι δεν έχουν μάθει τίποτ' άλλο, έξω απ' το να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο, σ' όλο και μεγαλύτερους αριθμούς.
- Κι ούτε που θα τους σταματήσει όποιος κι αν έρθει, είπε το μαύρο κορίτσι.
- Αλλά θα έρθει μέσα στη δόξα, και θα καθίσει στα δεξιά του Θεού! φώναξε ο Εβραίος. Το είπε. Και Αυτός είναι που θα τα βάλει όλα σε τάξη.
- Αν περιμένεις να 'ρθουν άλλοι για να βάλουν τα πράγματα σε τάξη, είπε το μαύρο κορίτσι, τότε θα περιμένεις για πάντα.
Και πάνω σ' αυτό, ο Εβραίος έβγαλε μια κραυγή όλο απελπισία, την έφτυσε και στράφηκε μακριά της.
Εκείνη, στο διάστημα αυτό, είχε πια μπουχτίσει μ' όλους αυτούς τους γέρους. Έτσι, χάρηκε πολύ που τον ξεφορτώθηκε κι αυτόν. Προχώρησε λοιπόν μέχρι που βρέθηκε σε μια σκιερή όχθη, στο πλάι του δρόμου. Κι εκεί, βρήκε καμιά πενηνταριά απ' τούς δικούς της μαύρους ανθρώπους, που καθώς φαίνεται δούλευαν σαν κουβαλητάδες, και τώρα κάθονταν να φάνε λίγο σε μια σεβαστή απόσταση από μια συντροφιά λευκών αντρών και γυναικών. Καθώς οι κυρίες φορούσαν βράκες και πλατύγυρα καπέλα, το μαύρο κορίτσι κατάλαβε πως ήταν εξερευνητές, όπως κι οι άντρες. Μόλις που είχαν τελειώσει το φαγητό τους. Μερικοί απ' αυτούς μισοκοιμούνταν, κι άλλοι κάτι έγραφαν στα σημειωματάριά τους.
- Ποια αποστολή είν' αυτή; ρώτησε το μαύρο κορίτσι τον επικεφαλής των κουβαλητάδων.
- Λέγονται Καραβάνι των Περίεργων, απάντησε κείνος.
- Είναι καλοί λευκοί ή κακοί; ρώτησε πάλι.
- Είναι απερίσκεπτοι και χάνουν πολλήν ώρα μαλώνοντας γι' ασήμαντα πράγματα, είπε κείνος. Και κάνουν ερωτήσεις έτσι, απλά, για να ρωτήσουν κάτι.
- Έι, εσύ εκεί κάτω! φώναξε μια απ' τις κυρίες. Τράβα στη δουλειά σου. Δεν μπορείς να μείνεις εδώ πέρα, αναστατώνεις τους άντρες.
- Όχι περισσότερο από σένα, είπε το μαύρο κορίτσι.
- Πάψε, κοπέλα μου, είπε η κυρία. Είμαι πενήντα χρονών. Εμένα μ' έχουν βαρεθεί πια. Τράβα το δρόμο σου.
- Δε χρειάζεται να φοβάσαι: αυτοί δεν είναι άσπροι άντρες, είπε το μαύρο κορίτσι περιφρονητικά. Γιατί λέτε πως είσαστε το Καραβάνι των Περίεργων; Τι το περίεργο ψάχνετε; Μπας κι έχετε κι εσείς την περιέργεια για το Θεό;
Ακούστηκαν τόσα πολλά γέλια πάνω σ' αυτό, ώστε εκείνοι που είχαν αποκοιμηθεί, ξύπνησαν και ζητούσαν να μάθουν τι ήταν πάλι αυτό τ' αστείο.
- Πέρασαν πολλές εκατοντάδες χρόνια από τότε που όλοι έπαψαν να είναι περίεργοι πάνω σ' αυτό το θέμα, στις πολιτισμένες χώρες, είπε ένας απ' τους κυρίους.
- Όχι μετά το 15ο Αιώνα, θα 'λεγα, είπε κάποιος άλλος. Γιατί ο Σαίξπηρ είναι κιόλας άθεος.
- Ο Σαίξπηρ δεν ήταν κανένας τυχαίος, είπε ένας τρίτος. Ο εθνικός μας ύμνος ανήκει στον 18ο Αιώνα. Και σ' αυτόν θα δεις να διατάζουμε το Θεό να κάνει για λογαριασμό μας όλες τις πολιτικές βρομοδουλειές μας...
- Δεν είναι ο ίδιος Θεός, είπε ο δεύτερος κύριος. Στο Μεσαίωνα έβλεπες ένα Θεό να μας διατάζει, κι εμείς να 'χουμε σκυμμένη τη μύτη μας στο ακόνι. Με την άνοδο της μπουρζουαζίας και την έκπτωση της αριστοκρατικής φεουδαρχίας απ' τα καθήκοντα εκείνα που ήταν η αμοιβή για τα προνόμιά της, έχουμε ένα νέο Θεό, που παίρνει διαταγές από μας, δηλαδή από την άρχουσα τάξη, κι έχει αυτός πια γερμένη τη μύτη του στο ακόνι.
- Ναι, είπε ο πρώτος κύριος, κι ακόμη έχουμε ένα τρίτο Θεό, της μικροαστικής τάξης, που δουλειά του είναι, όταν κάνουν αυτοί οι μικροαστοί όλες τις βρωμιές και τις ατιμίες και τα εμπόριά τους όλη τη βδομάδα, ο Θεός αυτός να σβήνει με το αίμα του τα κατάστιχα των αμαρτιών τους την Κυριακή, έτσι που να μπορούν να ξαναρχίσουν τη Δευτέρα.
- Κι οι δυο αυτοί Θεοί εξακολουθούν να είναι δυνατοί, είπε ο τρίτος κύριος. Για σκέψου να τολμούσες ν' αλλάξεις τον εθνικό μας ύμνο, για να τον κάνεις πιο αξιόπρεπο! Ή, να αφαιρέσεις την άφεση αμαρτιών από το προσευχητάρι!...
- Ώστε, λοιπόν, μέχρι τώρα έχω συναντήσει, ή άκουσα να μιλούν, για έξι Θεούς. Κι όμως, κανένας απ' αυτούς δεν είναι ο Θεός που ψάχνω, είπε το μαύρο κορίτσι.
- Ψάχνεις για το Θεό; ρώτησε ο πρώτος κύριος. Δε θα 'ταν καλύτερα να αρκεστείς στον Μάμπο Τζάμπο, ή όπως αλλιώς ονομάζεται ο Θεός της φυλής σου; Δε θα βρεις σε κανέναν απ' τους δικούς μας Θεούς κάποια βελτιωμένη έκδοση του δικού σας.
- Έχουμε μια άφθονη συλλογή από Μάμπο Τζάμπο, είπε ο τρίτος κύριος, μα κανέναν από δαύτους δε θα μπορούσαμε έντιμα να στον συστήσουμε.
- Μπορεί να είναι κι έτσι, είπε το μαύρο κορίτσι. Αλλά θα κάνατε καλύτερα να είσαστε πιο προσεχτικοί. Οι ιεραπόστολοι μας διδάσκουν να πιστεύουμε στους Θεούς σας. Αυτή είναι όλη κι όλη η μόρφωση που μας δίνουν. Αν όμως ανακαλύψουμε ότι εσείς δεν πιστεύετε σ' αυτούς, τους Θεούς, κι είσαστε εχθροί τους, μπορεί να ξεσηκωθούμε και να σας σκοτώσουμε. Είμαστε εκατομμύρια, και ξέρουμε να πυροβολούμε μ' αυτά τα όπλα, το ίδιο καλά όπως κι εσείς.
- Υπάρχει κάτι πολύ σωστό σ' αυτό, είπε ο δεύτερος κύριος. Δεν έχουμε το δικαίωμα να διδάσκουμε σ' αυτούς τους ανθρώπους πράγματα που εμείς δεν τα πιστεύουμε. Μπορεί να την πάθουμε πολύ άσχημα. Γιατί να μην τους πούμε την απλή αλήθεια, ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε μέσ' από τη φυσική επιλογή κι ότι ο Θεός είν' ένας μύθος;
- Κάτι τέτοιο θα τους γύριζε πίσω στη θεωρία της επιβίωσης του ισχυρότερου, είπε ο πρώτος κύριος κοιτάζοντας καχύποπτα. Και τότε, μια που δεν είναι ξεκάθαρο πως είμαστε οι ισχυρότεροι, δεν ξέρουμε αν θα επιβιώσουμε σ' έναν ανταγωνισμό μ' αυτούς. Αυτό το κορίτσι είναι ένα υπέροχο δείγμα του είδους. Θα υποχρεωνόμασταν να προσλάβουμε φτωχούς λευκούς για τη δουλειά της αποστολής μας, γιατί οι ντόπιοι είναι πιο δυνατοί, πιο καθαροί και πολύ πιο έξυπνοι.
- Και στο κάτω-κάτω, έχουν πολύ καλύτερους τρόπους, είπε μια απ' τις κυρίες.
- Ακριβώς, είπε ο πρώτος κύριος. Εγώ, πραγματικά, θα προτιμούσα να τους διδάσκω να πιστεύουν σ' ένα Θεό που θα μας εξασφάλιζε μια πιθανότητα ενάντιά τους, στην περίπτωση που θα ξεκινούσαν μια σταυροφορία ενάντια στον ευρωπαϊκό αθεϊσμό.
- Δεν μπορείς να διδάξεις σ' αυτούς τους ανθρώπους την αλήθεια για το σύμπαν, είπε μια κυρία που φορούσε γυαλιά. Είναι, το ξέρουμε τώρα πια, ένα μαθηματικό σύμπαν. Ζήτησε απ' αυτό το κορίτσι να διαιρέσει έναν αριθμό με την τετραγωνική ρίζα του «Χ» διαιρέτη, και δε θα καταλάβει το παραμικρό απ' όσα της λες. Κι ωστόσο, αυτή η διαίρεση αποτελεί το κλειδί του Σύμπαντος...
- Ένα σκελετικό κλειδί, είπε ο δεύτερος κύριος. Για μένα, αυτή η τετραγωνική ρίζα είναι μια ξεκάθαρη ανοησία. Η φυσική επιλογή...
- Τι σημασία έχουν όλ' αυτά; είπες βραχνά ένας εκνευρισμένος κύριος. Το μόνο πράγμα που ξέρουμε σαν σίγουρο, είναι πως ο Ήλιος χάνει τη θερμότητά του, κι ότι σε λίγο θα πεθάνουμε απ' τους παγετώνες. Τι μπορεί να έχει σημασία μπροστά σ' αυτό το γεγονός;
- Μην το βάζετε κάτω, κ. Κρόκερ, είπε ένας κεφάτος νεαρός κύριος. Σαν επικεφαλής φυσικός αυτής της αποστολής, είμαι σε θέση να σας πληροφορήσω, με απόλυτη συναίσθηση του επιστημονικού μου κύρους, ότι αν δεν απορρίπτετε την κοσμική ραδιενέργεια και την παλιρροϊκή καθυστέρηση, έχετε τον ίδιο λόγο να πιστεύετε πως ο ήλιος γίνεται όλο και πιο θερμός κι ότι τελικά θα μας κάψει ζωντανούς....
- Και ποια παρηγοριά υπάρχει σ' όλο αυτό; είπε ο κ. Κρόκερ. Έτσι κι αλλιώς δηλαδή, είμαστε χαμένοι.
- Όχι αναγκαστικά, είπε ο κ. Κρόκερ απότομα. Τα στοιχεία της θερμοκρασίας, που μέσα τους μπορεί να υπάρξει η ζωή, είναι εξακριβωμένα κι αναμφισβήτητα. Δεν μπορείς να ζήσεις με θερμοκρασία παγωμένου αέρα, κι ούτε υπάρχει ζωή μέσα σε μια θερμοκρασία κρεματοριακού φούρνου. Άσχετα με το ποια απ' τις δυο θερμοκρασίες θα επικρατήσει πάνω στη Γη, εμείς θα χαθούμε.
- Πφ! έκανε ο πρώτος κύριος. Το σώμα μας, που είναι το μόνο μέρος από μας που κινδυνεύει να χαθεί απ' αυτές τις θερμοκρασίες σας, θα φθαρεί, έτσι κι αλλιώς, μέσα σε λίγα χρόνια, και μάλιστα μέσα σε καλά αεριζόμενες κρεβατοκάμαρες, όπως είναι το πιο πιθανό, και κάτω από μια άνετη θερμοκρασία. Αλλά τι θα γίνει μ' αυτό το κάτι που δημιουργεί τη διαφορά ανάμεσα σ' ένα ζωντανό σώμα και σ' ένα νεκρό; Υπάρχει έστω κι η παραμικρή απόδειξη, ή η πιο ελάχιστη πιθανότητα, ότι με κάποιον τρόπο εξαρτιέται από τις συνθήκες θερμοκρασίας; Σίγουρα δεν είναι ούτε σάρκα ούτε αίμα, ούτε οστά, παρ' όλο που έχει την περίεργη ιδιότητα να κατασκευάζει τα όργανα του σώματος και να τους δίνει τη μορφή που θέλει... Είναι κάτι ασώματο: κι αν προσπαθήσεις να το απεικονίσεις, θα πρέπει να το φανταστείς σαν ένα ηλεκτρομαγνητικό κύμα, σαν ένα ποσοστό δόνησης, σαν μια δίνη μέσα στον αιθέρα, αν υπάρχει αιθέρας· θέλω δηλαδή να πω, ότι είναι κάτι, που αν καθόλου υπάρχει - και ποιος μπορεί ν' αμφισβητήσει την ύπαρξή του; - μπορεί να υπάρχει και στους παγετώνες των νεκρών αστέρων και στους πιο θερμούς κρατήρες του ήλιου.
- Άλλωστε, είπε πάλι μια από τις κυρίες, πώς ξέρετε ότι ο ήλιος είναι θερμός;
- Μα, το ρωτάτε αυτό, εδώ, στην Αφρική; είπε ο κ. Κρόκερ περιφρονητικά. Το νιώθω ότι είναι ζεστός. Να, πώς το ξέρω!
- Και το πιπέρι το νιώθουμε καυτερό, είπε η κυρία, αντιστρέφοντας την περιφρόνηση με ζωηράδα. Αλλά δεν μπορείς ν' ανάψεις ένα σπίρτο με πιπέρι...
- Νιώθετε ότι μια νότα στο κλειδί του πιάνου απ' τη δεξιά μεριά, είναι πιο υψηλή από μια νότα της αριστερής μεριάς, κι ωστόσο βρίσκονται κι οι δυο στο ίδιο επίπεδο, είπε μια άλλη κυρία.
- Νιώθετε ότι τα χρώματα στα φτερά ενός παπαγάλου είναι φλύαρα, αλλά στην πραγματικότητα είναι το ίδιο δίχως ήχο, όπως και το φτέρωμα ενός σπουργίτη, είπε μια άλλη κυρία.
- Δε χρειάζεται να δώσει κανένας απάντηση σε τέτοιες ανοησίες, είπε ένας κύριος με πολύ κύρος. Είναι τεχνάσματα ταχυδακτυλουργών. Εγώ είμαι γιατρός. Και ξέρω πολύ καλά, σαν γεγονός εργαστηριακά διαπιστωμένο, ότι η διάμετρος των αγγείων που εφοδιάζουν με αίμα το γυναικείο εγκέφαλο είναι υπερβολική, σε σχέση με τα αγγεία του αντρικού εγκεφάλου. Και κατά συνέπεια, η υπερφόρτιση με αίμα υπερδιεγείρει και συγχέει ταυτόχρονα τη φαντασία, κι έτσι παράγει μια εικονογραφία όπου το κάψιμο του πιπεριού γίνεται αισθητό σαν ζέστη, η κραυγή μιας σοπράνο, σαν ύψος, και τα χρώματα ενός παπαγάλου, σαν φλύαρα.
- Το φιλολογικό σας στιλ είναι αξιοθαύμαστο, γιατρέ, είπε ο πρώτος κύριος. Αλλά δεν έχει σχέση με την άποψη μου, που υποστηρίζει ότι είτε κάτω από τη ζέστη του ήλιου, ή κάτω από τη ζέστη του πιπεριού ή της φλόγας, ή αν ακόμη το ψύχος του φεγγαριού έχει την ψυχρότητα του πάγου, ή την ψυχρότητα μιας ερωτικής σχέσης που διακόπηκε, είναι συνθήκες που αν επικρατήσουν θα καταστήσουν τη γη ακατοίκητη για μας.
- Κι όμως, τα πιο ψυχρά τμήματα της Γης δεν είναι ακατοίκητα, είπε ο κ. Κρόκερ.
- Τα πιο θερμά όμως είναι, είπε ο πρώτος κύριος. Και τα πιο ψυχρά, πάλι έτσι θα ήταν, αν δεν υπήρχε τέτοιος συνωστισμός στα πιο ήπια σε θερμοκρασία τμήματα. Άλλωστε, υπάρχουν πιγκουίνοι στην Ανταρκτική, γιατί να μην υπάρχουν και σαλαμάντρες στον ήλιο; Οι προγιαγιάδες μας, πίστευαν στο εξώτερο πυρ της Κόλασης, ήξεραν ότι η ψυχή, όπως αποκαλούσαν αυτό το κάτι που εγκαταλείπει το σώμα όταν πεθαίνει κι αποτελεί τη διαφορά ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, μπορεί να ζήσει αιώνια μέσα στις φλόγες. Σε σχέση μ' αυτό, οι απόψεις τους ήταν πολύ πιο επιστημονικές απ' όσο του φίλου μου του Κρόκερ από δω.
- Ένας άνθρωπος που πιστεύει στην Κόλαση, μπορεί να πιστεύει και σ' ό,τι άλλο, είπε ο κ. Κρόκερ. Ακόμη και στο ότι κληρονομούνται οι κεκτημένες συνήθειες.
- Νόμιζα ότι πίστευες στην εξέλιξη, Κρόκερ, είπε ένας κύριος που ήταν ο φυσιοδίφης της αποστολής.
- Κι εξακολουθώ να πιστεύω στην εξέλιξη, είπε ο Κρόκερ με πολλή θέρμη. Μπας και με θεωρείς για κανένα «φουνταμενταλιστή»;
- Αν πιστεύεις στην εξέλιξη, είπε ο φυσιοδίφης, τότε θα πρέπει και να πιστεύεις ότι όλες οι συνήθειες είναι ταυτόχρονα κεκτημένες και κληρονομημένες. Έτσι, όλοι σας έχετε τον Κήπο της Εδέμ μέσα στο αίμα σας. Ο τρόπος που όλοι εσείς αποδεχόσαστε τις νέες ιδέες χωρίς ν' αποβάλλετε από μέσα σας τις παλιές, σας κάνει δημόσιους κινδύνους. Είσαστε όλοι «φουνταμενταλιστές», μ' έναν επιστημονικό μανδύα. Γι' αυτό ακριβώς είσαστε οι πιο ανόητοι συντηρητικοί κι αντιδραστικοί στην πολιτική, κι οι πιο παθιασμένοι παρεμποδιστές στην ίδια την επιστήμη. Όταν κάτι πάει να σας συγκλονίσει, τότε όλοι έχετε την ίδια γνώμη: να το σταματήσετε, να το κυνηγήσετε, να το απαγχονίσετε, να το τινάξετε στον αέρα, να το λιώσετε κάτω απ' τις μπότες σας.
- Όλοι έχουν την ίδια γνώμη! φώναξε η πρώτη κυρία. Μα συμφώνησαν ποτέ σε κάτι;
- Όλοι βλέπουν προς την ίδια κατεύθυνση τώρα! είπε μια κυρία με σαρκαστική έκφραση.
- Ποια κατεύθυνση; ρώτησε η πρώτη κυρία.
- Αυτή την κατεύθυνση, είπε η σαρκαστική κυρία δείχνοντας το μαύρο κορίτσι.
- Μα, εδώ είσ' ακόμα εσύ; είπε η πρώτη κυρία. Σου είπανε να φύγεις. Τράβα λοιπόν στη δουλειά σου...
Το μαύρο κορίτσι δεν απάντησε. Παρατηρούσε την κυρία πολύ σοβαρά και κουνούσε αργά το ραβδί της ανάμεσα στα δάχτυλα. Ύστερα, κοίταξε την κυρία μαθηματικό και της είπε: «Πού φυτρώνει;».
- Πού φυτρώνει, ποιο; ρώτησε κι η μαθηματικίνα.
- Αυτή η ρίζα που είπες πιο πριν, είπε το μαύρο κορίτσι. Η τετράγωνη ρίζα, που έλεγες...
- Φυτρώνει μέσα στο μυαλό, είπε η κυρία. Είναι ένας αριθμός. Μπορείς να μετρήσεις περισσότερο από το ένα;
- Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, αυτό θες να πεις; έκανε το μαύρο κορίτσι και μετρούσε με τα δάχτυλά της.
- Κάτι τέτοιο, είπε η κυρία. Και τώρα, μέτρησε πίσω από το ένα. Τι είναι πίσω από το ένα;
- Ένα, ένα λιγότερο, δύο λιγότερο, τρία λιγότερο, τέσσερα λιγότερο.
Όλοι χειροκρότησαν. «Θαυμάσιο!» φώναξε ένας. «Νεύτωνας!» είπε ένας άλλος. «Λάιμπνιτζ!» είπε ένας τρίτος. «Αϊνστάιν!» είπε ένας τέταρτος. Κι ύστερα, όλοι μαζί: «Υπέροχο! Υπέροχο!».
- Εγώ, πάντα το έλεγα, είπε μια κυρία που ήταν η εθνολόγος της αποστολής, ότι ο επόμενος σπουδαίος πολιτισμός θ' ανήκει στους μαύρους. Ο λευκός άνθρωπος έχει εκφυλιστεί. Το ξέρει κι αυτοκτονεί μάλιστα, όσο πιο γρήγορα μπορεί.
- Γιατί ξαφνιαστήκατε μ' ένα τόσο ασήμαντο πράγμα; ρώτησε το μαύρο κορίτσι. Γιατί δεν μπορείτε εσείς οι άσπροι άνθρωποι να ωριμάσετε και να γίνετε λίγο σοβαροί, όπως είναι οι μαύροι; Πίστευα πως οι γυάλινες χάντρες είναι κάτι το θαυμάσιο, όταν τις πρωτόδα, αλλά γρήγορα τις συνήθισα. Ενώ εσείς φωνάζετε, «θαυμάσιο-θαυμάσιο!», κάθε φορά που κάποιος λέει μια ανοησία. Τα πιο θαυμαστά πράγματα που έχετε, είναι τα όπλα σας. Θα πρέπει να είναι πιο εύκολο να βρεις το Θεό, παρά ν' ανακαλύψεις το πώς φτιάχνονται αυτά τα όπλα. Αλλά δε σας νοιάζει για το Θεό: δε νοιαζόσαστε για τίποτε άλλο έξω από τα όπλα. Χρησιμοποιείτε τα όπλα σας για να μας κάνετε σκλάβους. Ύστερα, επειδή είσαστε πολύ τεμπέληδες για να πυροβολήσετε, μας βάζετε τα όπλα σας στα χέρια και μας μαθαίνετε να πυροβολούμε για λογαριασμό σας. Έχετε ανακαλύψει πώς να φτιάχνετε ποτά που κάνουν τους ανθρώπους να ξεχνούν το Θεό, και κάνουν τις συνειδήσεις τους ν' αποκοιμιούνται και το φόνο να μοιάζει κάτι το υπέροχο. Πουλάτε αυτά τα ποτά σ' εμάς, και μας μαθαίνετε πώς να τα φτιάχνουμε. Και συνέχεια μας κλέβετε τη γη και μας αφήνετε να πεθάνουμε της πείνας και μας κάνετε να σας μισούμε, όπως μισούμε τα φίδια. Πού θα καταλήξουν όλ' αυτά; Θα σκοτώσετε ο ένας τον άλλο τόσο γρήγορα, ώστε αυτοί που θα μείνουν θα είναι πολύ λίγοι, όταν οι πολεμιστές μας, με την κοιλιά γεμάτη απ' τα μαγικά σας ποτά, θα 'ρθουν να σας σκοτώσουν με τα ίδια σας τα όπλα. Και τότε, οι πολεμιστές μας θ' αρχίσουν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο, όπως κάνετε εσείς, εκτός κι αν ο Θεός σας εμποδίσει. Ω, ας ήξερα πού να τον βρω! Δεν μπορεί κανένας από σας να με βοηθήσει; Δεν ενδιαφέρεται κανένας από σας;
- Τα όπλα μας σας έσωσαν απ' τα λιοντάρια που τρώνε ανθρώπους, κι από τον αγριεμένο ελέφαντα που σας έλιωνε, έτσι δεν είναι; είπε ένας χαζεμένος κύριος, που μέχρι τώρα έβρισκε τη συζήτηση πολύ βαθυστόχαστη γι' αυτόν.
- Μόνο για να μας παραδώσουν στα χέρια του ανθρώπου που δέρνει, του δουλέμπορου, και του αφέντη που μας λιώνει κάτω απ' τα ποδάρια του, είπε το μαύρο κορίτσι. Το λιοντάρι κι ο ελέφαντας μοιράζονταν τη γη μαζί μας. Κι όταν έτρωγαν ή έλιωναν τα κορμιά μας, δεν πείραζαν την ψυχή μας. Κι όταν χόρταιναν δε ζητούσαν περισσότερο. Ενώ, τη δική σας πείνα δεν μπορεί τίποτα να τη χορτάσει. Βάζετε ολόκληρες γενιές από μας να δουλεύουν μέχρι θανάτου, μέχρι που ο καθένας σας να 'χει φάει, ή εξαντλήσει πάνω από εκατό δικούς μας -και πάλι εξακολουθείτε να μας αναγκάζετε να δουλεύουμε όλο και πιο σκληρά, κι όλο και πιο πολλές ώρες, για όλο και λιγότερο φαγητό και ρούχα. Δεν ξέρετε τι σημαίνει το «φτάνει», ή το λιγότερο από φτάνει, για μας. Και συνέχεια γκρινιάζετε επειδή δεν έχουμε χρήματα για ν' αγοράσουμε αυτά που μας πουλάτε - και το μόνο σας φάρμακο για να διορθώσετε την κατάσταση αυτή, είναι να μας δίνετε λιγότερα χρήματα. Κι αυτό πρέπει να οφείλεται στο ότι λατρεύετε ψεύτικους Θεούς. Είσαστε ειδωλολάτρες κι άγριοι. Δεν ξέρετε ούτε πώς να ζήσετε, ούτε πώς ν' αφήσετε τους άλλους να ζήσουν. Όταν θα βρω το Θεό, θα βρω τη δύναμη του μυαλού που χρειάζεται για να σας καταστρέψω και να διδάξω τους δικούς μου ανθρώπους πώς να μην καταστρέφονται.
- Κοιτάξτε! φώναξε η πρώτη κυρία. Έχει αναστατώσει τους άντρες. Σας το 'πα εγώ ότι αυτό θα 'κανε. Κάθουνται κι ακούνε τα επαναστατικά της λόγια. Κοιτάξτε τα μάτια τους. Έγιναν επικίνδυνοι. Θα της φυτέψω μια σφαίρα στο κεφάλι, αφού κανένας από σας τους άντρες δεν το κάνει
Και πραγματικά, η κυρία ήταν τόσο πολύ τρομαγμένη, που τράβηξε ένα περίστροφο. Όμως, πριν προλάβει να το βγάλει απ' τη δερμάτινη θήκη του, το μαύρο κορίτσι τινάχτηκε πάνω της. Έδωσε μια με το ραβδί της στο περίστροφο κι ύστερα έφυγε μακριά, μέσα στο δάσος. Κι όλοι οι μαύροι κουβαλητάδες κοίταζαν με χαρούμενη έκσταση.
-Ας είμαστε ευγνώμονες γιατί μας ξανάδωσε την έννοια του καλού χιούμορ, είπε ο πρώτος κύριος. Τα πράγματα έμοιαζαν άσχημα για μια στιγμή. Τώρα είναι όλα καλά. Γιατρέ, δε ρίχνεις μια ματιά στο χέρι της μις Φίτζιονες...
- Το λάθος που κάναμε, είπε ο φυσιοδίφης, είναι που δεν της προσφέραμε λίγο φαγητό.
Το μαύρο κορίτσι κρύφτηκε αρκετή ώρα, μέχρι να βεβαιωθεί πως δεν την κυνηγούσαν. Ήξερε ότι αυτό που έκανε ήταν κάτι που τιμωρούνταν με μαστίγωμα, κι ότι καμιά δικαιολογία ή υπεράσπιση δεν επιτρεπόταν σ' ένα μαύρο που τον κατηγορούσε ένας λευκός. Δεν ανησυχούσε για την έφιππη αστυνομία, γιατί σ' αυτή την περιοχή οι αστυνομικοί ήταν πολύ σπάνιοι. Αλλά δεν ήθελε και ν' αποφεύγει τα καραβάνια αιώνια. Και καθώς, για το σκοπό της δεν την ένοιαζε ποια κατεύθυνση θ' ακολουθούσε, γύρισε πίσω από κει που 'χε έρθει (γιατί το καραβάνι τραβούσε κατά τη δική της πορεία) κι έτσι, το βραδάκι, βρέθηκε πάλι στο πηγάδι, όπου είχε κουβεντιάσει με τον εξορκιστή. Εκεί, βρήκε να 'ναι στημένο ένα παράπηγμα με πολλές εικόνες από ξύλο, πλαστικό, ή ελεφαντοκόκαλο, απλωμένες στη σειρά για πούλημα. Και ξαπλωμένος στο χώμα πλάι, ήταν ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός, πού πάνω του είχε ξαπλώσει ο εξορκιστής, με τους αστραγάλους του διπλωμένους και τα μπράτσα τεντωμένα. Κι ο άντρας που είχε στήσει το παράπηγμα σκάλιζε ένα αγαλματάκι του εξορκιστή, πάνω στο ξύλο, με μεγάλη γρηγοράδα κι άνεση. Από πάνω τους καθόταν και κοίταζε ένας Άραβας κύριος, που φορούσε τουρμπάνι κι ήταν πολύ όμορφος. Καθόταν στην πέτρα του πηγαδιού και κοίταζε και χτένιζε τα γένια του.
-Γιατί το κάνεις αυτό, φίλε μου; είπε ο Άραβας κύριος. Ξέρεις πολύ καλά ότι παραβαίνεις τη δεύτερη από τις εντολές που έδωσε ο Θεός στο Μωυσή. Θα είχα πολύ δίκιο αν σε σκότωνα με το μαχαίρι μου. Αλλά υπόφερα σ' όλη μου τη ζωή από μια αναπηρία πνεύματος, που με κάνει ανίκανο να σκοτώσω οποιοδήποτε ζώο, ακόμη κι άνθρωπο, έτσι εν ψυχρώ. Γιατί όμως το κάνεις αυτό;
- Τι άλλο να κάνω για να μην πεθάνω της πείνας; είπε ο εξορκιστής. Μ' έχουν τόσο κυριολεκτικά απορρίψει οι άνθρωποι, ώστε το μοναδικό μέσο για να εξοικονομήσω το ψωμί μου είναι να ποζάρω σαν μοντέλο σ' αυτόν το συμπαθητικό καλλιτέχνη που με πληρώνει έξι πένες την ώρα για να μένω τεντωμένος στο σταυρό όλη μέρα. Κι αυτός το ίδιο ζει, πουλώντας τις εικόνες μου σ' αυτή τη γελοία στάση. Οι άνθρωποι μ' έχουν ειδωλοποιήσει σαν καταδικασμένο σε θάνατο κακοποιό, επειδή δεν ενδιαφέρονται για τίποτ' άλλο έξω από τα όσα γράφει το αστυνομικό δελτίο. Όταν αυτός εδώ θα 'χει φτιάξει ένα ικανοποιητικό απόθεμα από εικόνες, κι εγώ θα 'χω βάλει στην άκρη αρκετά χρήματα, θα φύγω για διακοπές και θα γυρίζω εδώ κι εκεί λέγοντας στους ανθρώπους μερικές παλιές αλήθειες και θα τους δίνω συμβουλές. Αν θελήσουν να μ' ακούσουν μόνο, θα γίνουν πολύ πιο ευτυχισμένοι και καλύτεροι. Αλλά συνήθως αρνούνται να με πιστέψουν, εκτός κι αν τους κάνω μερικά ταχυδακτυλουργικά κόλπα. Κι όταν τους τα κάνω, μου ρίχνουν μόνο λίγες δεκάρες και μερικές φορές χαρτονομίσματα, και λένε τι θαυμάσιος άνθρωπος που είμαι, κι ότι δεν υπάρχει άλλος σαν κι εμένα πάνω στη γη. Αλλά πάλι φεύγουν, το ίδιο τρελοί κι αμαρτωλοί και σκληροί, όπως πριν. Αυτό με κάνει καμιά φορά να νιώθω πως ο Θεός μ' έχει εγκαταλείψει.
- Τι είναι τα χαρτονομίσματα; ρώτησε ο Άραβας, ταχτοποιώντας τη ρόμπα του σε δίπλες γύρω απ' το κορμί του.
- Α, τίποτα σπουδαίο! Τρεις πένες είν' η αξία του, είπε ο εξορκιστής. Αλλά μου το δίνουν επειδή ντρέπονται να ρίξουν δεκάρες κι επειδή πιστεύουν πως ένα νόμισμα από έξι πένες θα μου πήγαινε πολύ.
- Δε θα μου άρεσε καθόλου να μου φέρνονται έτσι οι άνθρωποι, είπε πάλι ο Άραβας. Γιατί έχω κι εγώ ένα μήνυμα να τους μεταφέρω. Ο δικός μου λαός, αν απόμενε στην τύχη του, θα 'πεφτε στα γόνατα και θα λάτρευε όλες αυτές τις εικόνες που υπάρχουν σε τούτη την παράγκα. Κι αν δεν είχαν εικόνες θα λάτρευαν πέτρες. Το μήνυμά μου είναι ότι δεν υπάρχει άλλη μεγαλοπρέπεια κι άλλη δύναμη έξω απ' τον Αλλάχ το δοξασμένο, τον μεγάλο, τον ένα και μοναδικό. Μέχρι τώρα, κανένας θνητός δεν τόλμησε να κατασκευάσει δική Του εικόνα: κι αν κάποιος επιχειρήσει τέτοιο έγκλημα, τότε θα ξεχάσω ότι ο Αλλάχ είναι όλο καλοσύνη και συγγνώμη, και θα ξεπεράσω την αναπηρία μου, φτάνοντας ως το σημείο να τον σφάξω με τα ίδια μου τα χέρια. Αλλά ποιος μπορεί να συλλάβει τη μεγαλοσύνη του Αλλάχ μέσα σε μια ανθρώπινη μορφή; Ούτε κι η εικόνα του πιο όμορφου αλόγου δεν θα μπορούσε ν' αποδώσει το νόημα της ομορφιάς και της Μεγαλοσύνης Του. Ε, λοιπόν, όταν τους τα λέω όλ' αυτά μου ζητούν κι αυτοί το ίδιο, να τους κάνω ταχυδακτυλουργικά κόλπα. Κι όταν τους λέω πως είμαι κι εγώ ένας άνθρωπος σαν κι αυτούς κι ότι ούτε ο ίδιος ο Αλλάχ δε θα μπορούσε να παραβιάσει τους νόμους του - αν μπορεί βέβαια να φανταστεί κανένας τον Αλλάχ να κάνει κάτι παράνομο - αυτοί φεύγουν κι ισχυρίζονται ότι κάνω θαύματα. Αλλά πιστεύουν. Γιατί αν δείξουν αμφιβολία, θα βάλω αυτούς που πιστεύουν, να τους σφάξουν. Αυτό ακριβώς θα 'πρεπε να κάνεις κι εσύ, φίλε μου.
- Όμως, το δικό μου μήνυμα είναι πως οι άνθρωποι δε θα 'πρεπε να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο, είπε ο εξορκιστής. Πρέπει κανένας να επιμένει στις απόψεις του.
- Αυτό είναι αρκετά σωστό σε σχέση με τους ιδιωτικούς καβγάδες, είπε ο Άραβας. Αλλά πρέπει να σκοτώνουμε αυτούς που είναι ακατάλληλοι να ζήσουν. Πρέπει να ξεβοτανίζουμε τον κήπο μας από τ' αγριόχορτα, όπως και να τον ποτίζουμε.
- Ποιος είναι αυτός που θα κρίνει αν είμαστε ικανοί να ζήσουμε ή όχι; ρώτησε ο εξορκιστής. Οι πιο ανώτατες αρχές, ο αυτοκρατορικός κυβερνήτης κι οι μεγάλοι ιερείς, βρήκαν ότι ήμουνα ανάξιος να ζήσω. Ίσως και να είχαν δίκιο.
- Ακριβώς στο ίδιο συμπέρασμα έφτασαν και μ' εμένα, είπε ο Άραβας. Χρειάστηκε να φύγω και να κρυφτώ, μέχρι που να πείσω έναν ικανοποιητικό αριθμό από αθλητικούς νέους, ότι οι γεροντότεροι τους έκαναν λάθος μ' εμένα: ότι, στην πραγματικότητα, συνέβαινε το αντίθετο. Μετά, ξαναγύρισα μαζί με τους αθλητικούς νέους και καθάρισα τον κήπο από τ' αγριόχορτα.
- Θαυμάζω το κουράγιο και την πρακτική σοφία σου, είπε ο εξορκιστής. Αλλά εγώ δεν είμαι φτιαγμένος απ' το ίδιο υλικό.
- Να μη θαυμάζεις τέτοια προτερήματα, είπε ο Άραβας. Εγώ, κατά κάποιο τρόπο, ντρέπομαι γι' αυτά. Γιατί ο κάθε σεΐχης της ερήμου τα επιδεικνύει πλούσια. Είναι η ανωτερότητα του πνεύματος μου, που μ' έκανε φορέα της θεϊκής έμπνευσης κι αντάξιο της. Έχεις γράψει ποτέ κανένα βιβλίο;
- Όχι, είπε λυπημένα ο εξορκιστής. Μακάρι να το μπορούσα. Γιατί τότε θα κατάφερνα να βγάλω αρκετά χρήματα για να μην ξαπλώνω σ' αυτό τον κουραστικό σταυρό, και να στείλω το πνευματικό μου μήνυμα σ' όλο τον κόσμο. Αλλά δεν είμαι συγγραφέας. Έχω συνθέσει μόνο ένα είδος προσευχής, που ελπίζω ότι έχω περικλείσει μέσα σ' αυτήν, όλα τα βασικά. Μα ο Θεός μου έχει δώσει έμπνευση μόνο για να μιλώ, όχι για να γράφω.
- Το γράψιμο είναι πολύ καλό πράγμα, είπε ο Άραβας. Εμπνεύστηκα να γράψω πολλά κεφάλαια από το λόγο του Αλλάχ, εξυμνώντας τ' όνομά Του! Όμως σ' αυτό τον κόσμο υπάρχουν άτομα που δεν πρέπει να περιμένουμε ότι ο Αλλάχ θ' ασχοληθεί σοβαρά μαζί τους. Τα λόγια Του δεν έχουν κανένα νόημα γι' αυτούς. Έτσι, όταν έχω ν' ασχοληθώ μαζί τους δεν είμαι πια ο εμπνευσμένος κι υποχρεώνομαι να στηριχτώ στη δική μου έμπνευση, και στο δικό μου πνεύμα. Γι' αυτούς γράφω τρομερές ιστορίες για την Ημέρα της Κρίσης, και για την Κόλαση, όπου αυτοί που κάνουν το κακό θα υποφέρουν αιώνια. Και σαν αντίθεση μ' αυτό τον τρόμο, δημιουργώ μαγευτικές εικόνες του Παράδεισου που προορίζεται γι' αυτούς που τηρούν το λόγο του Αλλάχ. Ένας τέτοιος Παράδεισος τους βάζει σε πειρασμό, καθώς θα κατάλαβες - είναι ένας παράδεισος όλο αρώματα και όμορφες γυναίκες.
- Και πώς ξέρεις εσύ ποια είναι η βούληση του Αλλάχ; ρώτησε ο εξορκιστής.
- Καθώς είναι ανίκανοι να καταλάβουν, η δική μου θέληση τους εξυπηρετεί το ίδιο καλά, είπε ο Άραβας. Μπορούν να καταλάβουν τη δική μου θέληση, που στ' αλήθεια είναι η βούληση του Αλλάχ από δεύτερο χέρι, λίγο αλατισμένη απ' τα θνητά μου πάθη κι ανάγκες, χωρίς αμφιβολία, αλλά μαζί κι ό,τι καλύτερο θα μπορούσα να κάνω γι' αυτούς. Χωρίς αυτό δε θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα μαζί τους. Χωρίς αυτό, ο κάθε σεΐχης θα μπορούσε να μ' εξοντώσει, αν τους υποσχόταν μια σπουδαία γήινη λεία. Αλλά ποιος απ' αυτούς τους σεΐχηδες θα μπορούσε να γράψει ένα βιβλίο και να τους υποσχεθεί μια αιωνιότητα ευλογίας, μετά το θάνατο τους, μ' όλο το κύρος ενός πνεύματος, που μπορεί να περιβάλλει τις δικές του επινοήσεις με τη μεγαλοπρέπεια της αυθεντικής έμπνευσης;
- Έχεις όλα τα προτερήματα που χρειάζονται για μια λαμπρή επιτυχία, είπε ο εξορκιστής με πολλή ευγένεια, αλλά και με λίγη αναπόληση.
- Είμαι ο αετός και το φίδι, είπε ο Άραβας. Ωστόσο, στα νιάτα μου ήμουνα πολύ περήφανος που υπηρετούσα μια χήρα κι οδηγούσα τις καμήλες της. Τώρα είμαι ο ταπεινός υπηρέτης του Αλλάχ και οδηγώ ανθρώπους κοντά Του. Γιατί δεν αναγνωρίζω μεγαλοπρέπεια και δύναμη σε κανέναν άλλο· και κοντά σ' αυτόν βρίσκω καταφύγιο απ' το Σατανά και τη γενιά του.
- Τι είναι όλη η δύναμη κι η μεγαλοπρέπεια χωρίς μια αίσθηση της ομορφιάς και χωρίς την ευστροφία να την ενσαρκώσεις σε εικόνες που ο χρόνος δεν μπορεί να θίξει, ή να διαφθείρει; είπε ο ξυλογλύπτης, που όλη αυτή την ώρα εργαζόταν κι άκουγε σιωπηλά. Δεν έχει για μένα καμιά αξία ο Αλλάχ ο δικός σου, που μ' απαγορεύει να κάνω εικόνες του.
- Μάθε λοιπόν, άπιστο σκυλί, είπε ο Άραβας, πως οι εικόνες έχουν μια δύναμη να ταπεινώνουν τους ανθρώπους και να τους κάνουν να τις λατρεύουν, ακόμη κι αν είναι εικόνες ζώων.
- Ή εικόνες γιων μαραγκών, μπήκε στη μέση ο εξορκιστής.
- Όταν οδηγούσα καμήλες, εξακολούθησε ο Άραβας, χωρίς διόλου ν' αντιληφθεί την παρέμβαση του εξορκιστή, κουβαλούσα στο δισάκι μου είδωλα ανθρώπων καθισμένων σε θρόνους, με κεφάλια γερακιών στους ώμους τους και μαστίγια στα χέρια. Οι Χριστιανοί που άρχισαν να λατρεύουν το Θεό με τη μορφή ανθρώπου, τώρα τον λατρεύουν με τη μορφή ενός αρνιού. Αυτή είναι η τιμωρία που έχει ορίσει ο Αλλάχ για τους αμαρτωλούς που ισχυρίζονται ότι μπορούν να μιμηθούν το έργο των χεριών Του. Αλλά μην τολμήσεις, σε σχέση μ' όλο αυτό, ν' αρνηθείς πως ο Αλλάχ δεν έχει αίσθηση της ομορφιάς. Ακόμη κι αυτό εδώ το μοντέλο σου, που μοιράζεται τη δική σου αμαρτία, θα σου θυμίσει ότι τ' αγριολούλουδα του Αλλάχ είναι πιο όμορφα απ' τα φορέματα του Σολομώντα σ' όλη του τη δόξα. Ο Αλλάχ κάνει τον ουρανό εικόνα και τα παιδιά Του, αγάλματά Του, και δεν τα κρύβει απ' τη γήινη όρασή μας. Σου επιτρέπει να φτιάχνεις όμορφα φορέματα και κομψές σέλες για τ' άλογά σου και χαλιά για να γονατίζεις μπροστά Του, και παράθυρα σαν παρτέρια λουλουδιών, από πολύτιμους λίθους. Κι όμως, εσύ ανακατεύεσαι στο έργο που Εκείνος έχει κρατήσει για λογαριασμό Του, και φτιάχνεις είδωλα. Ας είναι απαγορευμένη για πάντα μια τέτοια αμαρτία για το λαό μου!
- Πφ! είπε ο γλύπτης. Ο Αλλάχ σου είναι ένας απατεώνας και το ξέρει πολύ καλά. Έχω στην παράγκα μου, σε μια προφυλαγμένη γωνιά, μερικούς αρχαιοελληνικούς θεούς, τόσο όμορφους που ο ίδιος ο Αλλάχ θα 'σκάζε από ζήλια, όταν τους συγκρίνει με τα δικά του ερασιτεχνικά κατασκευάσματα. Θα σου 'λεγα μάλιστα ότι ο Αλλάχ έφτιαξε αυτό το δικό μου χέρι γιατί τα δικά του είναι πολύ αδέξια, αν, πραγματικά, έχει καθόλου χέρια. Ο καλλιτέχνης-Θεός είναι από μόνος του ένας καλλιτέχνης που δε μένει ποτέ ικανοποιημένος απ' το έργο Του, πάντα τελειοποιώντας το μέσα στα όρια των δυνάμεών του, πάντα ξέροντας πολύ καλά ότι, παρ' όλο που θα πρέπει να σταματήσει όταν φτάσει σ' αυτά τα όρια, αυτός θα θέλει όλο και να βελτιώνει έτσι που χωρίς αυτή την αιώνια βελτίωση η εικόνα δε θα είχε κανένα νόημα. Ο Αλλάχ σου μπορεί να φτιάξει μια γυναίκα. Αλλά μπορεί να φτιάξει τη Θεά του Έρωτα; Όχι: μόνο ένας καλλιτέχνης μπορεί να το κάνει αυτό. Για δες! είπε και σηκώθηκε να μπει στην παράγκα του. Μπορεί ο Αλλάχ να φτιάξει αυτήν;
Κι έφερε από την κρυψώνα της παράγκας του μια μαρμάρινη Αφροδίτη και την ακούμπησε στο πηγάδι.
- Τα χέρια και τα πόδια της είναι ψυχρά, είπε το μαύρο κορίτσι, που άκουγε όλην αυτή την ώρα χωρίς κανένας να την προσέξει.
- Σωστά το 'πες! φώναξε ο Άραβας. Ένα ζωντανό αποτυχημένο πλάσμα, είναι πολύ καλύτερο από ένα ψυχρό, νεκρό αριστούργημα. Κι ο Αλλάχ είναι απόλυτα δικαιωμένος απέναντι στον πιο αλαζονικό ειδωλολάτρη, που θα μπορούσα να τον σφάξω μ' «ένα χτύπημα, αν δεν τον έσφαζες εσύ μ' αυτή σου την κουβέντα.
- Κι όμως, ζω ακόμη, είπε ο καλλιτέχνης, ανυποχώρητος. Και τα χέρια και τα πόδια αυτού του κοριτσιού, θα είναι κάποια μέρα πιο ψυχρά απ' οποιοδήποτε μάρμαρο. Κόψε στα δυο αν θες τη Θεά μου και θα δεις ότι μέχρι βαθιά μέσα της είναι από άσπρο μάρμαρο. Κόψε αυτό το κορίτσι με το σπαθί σου, και θα δεις τι θα βρεις εκεί μέσα.
- Τα λόγια σου δεν έχουν πια κανένα ενδιαφέρον για μένα, είπε ο Άραβας. Κυρά μου: υπάρχει πάντα θέση στο σπιτικό μου γι' άλλη μια σύζυγο. Είσαι όμορφη, το δέρμα σου είναι σαν μαύρο μετάξι, είσαι γεμάτη από ζωή.
- Πόσες γυναίκες έχεις σπίτι σου; ρώτησε το μαύρο κορίτσι.
- Έχω πάψει εδώ και πολύν καιρό να τις μετρώ, απάντησε ο Άραβας. Αλλά είναι αρκετές για να σου αποδείξουν πως είμαι ένας έμπειρος άντρας κι ότι ξέρω να κάνω τις γυναίκες ευτυχισμένες, σύμφωνα με τις εντολές του Αλλάχ.
- Δεν ψάχνω για ευτυχία, είπε το μαύρο κορίτσι. Ψάχνω για το Θεό!
- Δεν τον βρήκες ακόμη; απόρησε ο εξορκιστής.
- Βρήκα πολλούς Θεούς, είπε το μαύρο κορίτσι. Όλοι όσους συνάντησα είχαν να μου προτείνουν κι από έναν. Κι αυτός από δω πέρα, που φτιάχνει εικόνες, μου πρόσφερε τον πιο πολύμορφο, ένα ολόκληρο μαγαζί από θεούς. Αλλά, για μένα όλοι είναι μισοπεθαμένοι, εκτός απ' αυτούς που είναι μισοί ζώα, σαν κι αυτόν, πάνω-πάνω στο ράφι, που παίζει με το στόμα του εκείνο το όργανο, και που είναι μισός τράγος και μισός άνθρωπος. Αυτό είναι κάτι πολύ αληθινό σχετικά με το χαρακτήρα· γιατί κι εγώ είμαι μισή κατσίκα και μισή γυναίκα, παρ' όλο που θα ήθελα να ήμουνα μια Θεά. Αλλ' ακόμη κι αυτοί οι τέτοιοι Θεοί, είναι μισοί τράγοι και μισοί άντρες. Γιατί ποτέ δεν είναι μισές γυναίκες;
-Τι θα 'λεγες γι' αυτήν εδώ; είπε ο άνθρωπος που έφτιαχνε τις εικόνες δείχνοντάς της την Αφροδίτη.
-Και γιατί το κάτω μέρος της είναι κρυμμένο μέσα σ' αυτό το πανί; ρώτησε το μαύρο κορίτσι. Αυτή δεν είναι ούτε Θεά, ούτε γυναίκα: ντρέπεται για το μισό κορμί της, και το άλλο μισό της είναι σαν αυτό που λένε οι λευκοί: μια κυρία. Μοιάζει πολύ με κυρία κι είναι όμορφη· κι ένας λευκός Γενικός Κυβερνήτης θα χαιρόταν πολύ να την έχει αφέντρα στο σπιτικό του. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει συνείδηση, κι αυτό είναι που την κάνει να βρίσκεται έξω από τ' ανθρώπινα, χωρίς να την δείχνει Θεά. Δε μου χρειάζεται καθόλου.
- Ο Λόγος θα γίνει σάρκα κι όχι μάρμαρο, είπε ο εξορκιστής. Δεν πρέπει να παραπονιέσαι που αυτοί οι Θεοί έχουν ανθρώπινα, αντρικά δηλαδή σώματα. Αν δεν ήταν ανθρώπινοι, πώς θα μπορούσες εσύ που είσαι άνθρωπος να έρθεις σε επικοινωνία μαζί τους; Για να δημιουργηθεί ένας σύνδεσμος ανάμεσα στη θεότητα και στην ανθρωπότητα, κάποιος Θεός έπρεπε να γίνει άνθρωπος.
- Ή, κάποια γυναίκα να γίνει Θεός, είπε το μαύρο κορίτσι. Αυτό θα ήταν κάτι πολύ καλύτερο, επειδή ο Θεός που καταδέχεται να γίνει ανθρώπινο πλάσμα, μειώνεται, ενώ η γυναίκα που γίνεται Θεός ανεβαίνει πιο ψηλά απ' αυτό που είναι.
- Ο Αλλάχ να με φυλάει απ' όλες τις γκρινιάρες γυναίκες, είπε ο Άραβας. Κι αυτή εδώ είναι η πιο καβγατζού γυναίκα που γνώρισα ποτέ μου. Είν' ένα από τα μυστήρια του Αλλάχ που έφτιαξε τις γυναίκες να γκρινιάζουν και μαζί να είναι τόσο όμορφες. Όσο πιο πολλή λογική τους δίνει για να τις ευχαριστήσει, τόσο περισσότερο δυσαρεστημένες είναι. Αυτή εδώ θα 'μενε ανικανοποίητη και με τον ίδιο τον Αλλάχ, αν της παρουσιαζόταν σ' όλη του τη μεγαλοπρέπεια και τη δύναμη. Λοιπόν, κυρά μου, αφού ο Αλλάχ, ο ένδοξος και μεγάλος δεν μπορεί να σ' ευχαριστήσει, ποιος Θεός ή ποια Θεά, θα το μπορέσει;
- Υπάρχει μια Θεά που γι' αυτήν έχω ακούσει, και που για λόγου της θα 'θελα να μάθω περισσότερα, είπε το μαύρο κορίτσι. Τη λένε Τετραγωνική Ρίζα και μου φαίνεται πως υπάρχει κάτι πάνω σ' αυτήν που κανένας άλλος Θεός δεν θα μπορούσε να δώσει.
- Δεν υπάρχει τέτοια Θεά, είπε αυτός που έφτιαχνε τις εικόνες. Δεν υπάρχουν άλλοι Θεοί ή Θεές έξω απ' αυτούς που ζωγραφίζω. Και ποτέ μου δεν άκουσα Θεά μ' αυτό τ' αστείο όνομα.
- Πρέπει οπωσδήποτε και στα σίγουρα να υπάρχει, επέμεινε το μαύρο κορίτσι. Γιατί εκείνη η λευκή κυρά, μίλησε για λογαριασμό της με πολύ σεβασμό, κι είπε ότι το κλειδί του Σύμπαντος βρίσκεται σ' αυτή την Τετραγωνική Ρίζα, που δεν έχει σώμα, κι είναι σαν αριθμός, καθώς δεν έχει ούτε τέλος ούτε αρχή. Γιατί μπορείς να μετράς ένα λιγότερο και λιγότερο και λιγότερο, και ποτέ να μη φτάνεις στην αρχή. Και μπορείς να μετράς ένα και ένα και ένα περισσότερο, και περισσότερο και να μη φτάσεις ποτέ στο τέλος. Μ' αυτό τον τρόπο, μέσ' από τους αριθμούς, μπορείς να βρεις την αιωνιότητα.
- Η αιωνιότητα από μόνη της, και για την αιωνιότητα, δεν έχει κανένα νόημα, είπε ο Άραβας. Τι είναι η αιωνιότητα για μένα, όταν δεν μπορώ να βρω την αιώνια αλήθεια;
- Μόνο η αλήθεια του αριθμού είναι αιώνια, είπε το μαύρο κορίτσι. Η όποια άλλη αλήθεια περνά από το πλάι, ή γίνεται λάθος, όπως οι φαντασίες μας όταν ήμασταν μικρά παιδιά. Αλλά ένα κι ένα κάνουν δυο κι ένα κι εννιά κάνουν δέκα, και πάντα θα είναι έτσι. Γι' αυτό νιώθω ότι υπάρχει κάτι το θεϊκό με τους αριθμούς.
- Δεν μπορείς να φας και να πιεις αριθμούς, είπε αυτός που έφτιαχνε τις εικόνες. Κι ούτε που μπορείς να τους παντρευτείς.
- Ο Θεός έχει φροντίσει να υπάρχουν άλλα πράγματα για να τρώμε και να πίνουμε, και μπορούμε να παντρευόμαστε μεταξύ μας, είπε τότε το μαύρο κορίτσι.
- Ε, ναι, αλλά δεν μπορείς να ζωγραφίσεις, ή να σκαλίσεις τους αριθμούς κι αυτό μου φτάνει εμένα, είπε πάλι ο άνθρωπος που έφτιαχνε τις εικόνες.
- Εμείς όμως οι Άραβες μπορούμε, και μ' αυτά τα σημεία των αριθμών θα κατακτήσουμε τον κόσμο. Για δες! είπε ο Άραβας κι έσκυψε κι άρχισε να σχεδιάζει αριθμούς πάνω στην άμμο.
- Η ιεραποστόλισσά μου έλεγε πως ο Θεός είναι ένας μαγικός αριθμός, ότι είναι τρεις μέσα σ' έναν κι ένας μέσα σε τρεις, είπε το μαύρο κορίτσι.
- Αυτό είναι πολύ απλό, είπε ο Άραβας. Γιατί εγώ είμαι γιος του πατέρα μου και πατέρας των γιων μου, κι εγώ ο ίδιος, σ' ένα πράγμα - τρεις σ' έναν κι ένας σε τρεις. Η φύση του ανθρώπου είναι πολύπλευρη. Μόνον ο Αλλάχ είναι ένας. Είναι μια μονάδα. Είναι ο πυρήνας του κρεμμυδιού, το ασώματο κέντρο, που χωρίς αυτό δε θα μπορούσε να υπάρχει σώμα. Είναι ο αριθμός των αναρίθμητων αστεριών, το βάρος του άυλου αέρα...
- Α, μα εσύ είσαι ποιητής, θα 'λεγα, έκανε αυτός που έφτιαχνε εικόνες.
Ο Άραβας που τον διέκοψαν έτσι, γίνηκε κατακόκκινος, τινάχτηκε όρθιος και τράβηξε το σπαθί του.
- Τολμάς να με κατηγορείς ότι είμαι κανένας απ' αυτούς τους βρωμερούς τραγουδοποιούς; φώναξε. Αυτό είναι μια προσβολή που αξίζει μαστίγωμα μέχρι αίματος.
- Συγγνώμη, είπε αυτός που έφτιαχνε τις εικόνες. Δεν ήθελα να σε προσβάλω. Γιατί όμως ντρέπεσαι να γράψεις μια μπαλάντα που θα ζήσει πιο πολύ από χίλιους ανθρώπους, και δεν ντρέπεσαι να σκοτώσεις κάποιον, πράγμα που θα μπορούσε να το κάνει ο κάθε ανόητος; Να τον σκοτώσεις κι ύστερα να τον παραχώσεις μέσα στη γη, γιατί αλλιώτικα δε θα μπορούσες να σταθείς από τη βρώμα του;
- Αυτό είν' αλήθεια, είπε ο Άραβας καθώς έβαζε στη θήκη το σπαθί του και πήγαινε πάλι να καθίσει στην άκρη του πηγαδιού. Είναι κι αυτό ένα απ' τα μυστήρια του Αλλάχ - όταν ο Σατανάς φτιάχνει βρώμικους στίχους, ο Αλλάχ στέλνει ουράνια μουσική για να τους καθαρίσει. Ήμουνα ένας έντιμος καμηλιέρης, και ποτέ μου δε δέχτηκα χρήματα κάθε φορά που τραγουδούσα, παρ' όλο που ομολογώ ότι ήμουνα πολύ μολυσμένος από κάτι τέτοιο.
- Κι εγώ ποτέ δεν ήμουνα απόλυτα σωστός, είπε ο εξορκιστής. Μ' έλεγαν λαίμαργο, κι ότι μου άρεσε το κρασάκι. Δεν νήστευα, παραβίαζα τα Σάββατα. Ήμουνα καλοσυνάτος με τις γυναίκες, που δεν ήταν καλύτερες απ' όσο θα έπρεπε να είναι. Δεν έδειξα καθόλου καλοσύνη στη μητέρα μου, και ντρεπόμουνα για την οικογένειά μου, γιατί η αληθινή οικογένεια του ανθρώπου είν' αυτή όπου ο Θεός είναι ο πατέρας κι όλοι μας είμαστε παιδιά Του, κι όχι το ταπεινό σπιτικό και το εργαστήρι, όπου ο άνθρωπος πρέπει να μένει κοντά στο στήθος της μάνας του, μέχρι να πάψει να πίνει γάλα.
- Ο άντρας χρειάζεται πολλές γυναίκες κι ένα μεγάλο σπιτικό, όπου να μπορεί να ξεσκάει το μυαλό του, είπε ο Άραβας. Θα πρέπει να μοιράζει την τρυφερότητά του. Μέχρι που να γνωρίσει πολλές γυναίκες, δεν μπορεί να ξέρει την αξία καμιάς. Για να δώσεις αξία πρέπει να συγκρίνεις. Δεν ήξερα τι άγγελος ήταν η γριά πρώτη μου γυναίκα, μέχρι που το ανακάλυψα με την τελευταία.
- Κι οι γυναίκες σου, ρώτησε το μαύρο κορίτσι, πρέπει κι αυτές να γνωρίσουν πολλούς άντρες για να μπορέσουν να μάθουν την αξία τους;
- Ο Αλλάχ να με φυλάει απ' αυτή τη μαύρη κόρη του Σατανά, φώναξε ο Άραβας άγρια. Κοίταξε να κρατάς το στόμα σου κλειστό, γυναίκα, όταν μιλούν οι άντρες κι έχουν για θέμα της κουβέντας τους τη σοφία. Ο Θεός έφτιαξε τον Άντρα πριν φτιάξει τη Γυναίκα.
- Οι δεύτερες σκέψεις είναι πάντα οι καλύτερες, είπε το μαύρο κορίτσι. Αν είναι έτσι όπως το λες, ο Θεός πρέπει να δημιούργησε τη Γυναίκα επειδή βρήκε ότι δεν έφτανε μόνο ο Άντρας. Αλλά με ποιο δικαίωμα εσύ ζητάς να χεις πενήντα γυναίκες και καταδικάζεις την καθεμιά απ' αυτές να 'χει έναν άντρα;
- Αν μπορούσα να ξαναζήσω τη ζωή μου, είπε ο Άραβας, θα γινόμουνα ένας καλόγερος και θα κρατούσα σφαλιστή την πόρτα μου σ' όλες τις γυναίκες και στις ερωτήσεις τους. Αλλά για σκέψου λίγο πάνω σ' αυτό. Αν είχα μόνο μια γυναίκα θ' αρνιόμουνα σ' όλες τις άλλες το δικαίωμα να μοιραστούν τη ζωή μου, μόλο που πολλές γυναίκες θα μ' επιθυμούσαν ανάλογα με το πόσο θα ξεχώριζα και με το πόσο αυτές θα ήξεραν να με ξεχωρίσουν. Η λογική γυναίκα που θέλει έναν πατέρα για τα παιδιά της, θα προτιμούσε το ένα πεντηκοστό από μένα, παρά ένα κομμάτι ανθρώπινο κρέας, που να είναι όλο δικό της. Για ποιο λόγο θα πρέπει να της επιβάλω αυτή την αδικία, όταν δε χρειάζεται;
- Αλλά πώς θα ξέρει την αξία σου αν δεν έχει γνωρίσει πενήντα άντρες για να σε συγκρίνει; είπε το κορίτσι.
- Το παιδί που έχει πενήντα πατεράδες, δεν έχει κανένα, φώναξε ο Άραβας.
- Και τι σημασία έχει αν η μητέρα του είναι μία; είπε το μαύρο κορίτσι. Άλλωστε, αυτό που λες δεν είναι καθόλου αληθινό. Ένας απ' τους πενήντα μόνο θα είναι ο πατέρας.
- Μάθε, λοιπόν, είπε ο Άραβας, ότι υπάρχουν πολλές ξεδιάντροπες γυναίκες που γνώρισαν αμέτρητους άντρες. Αλλά δεν έκαναν παιδιά, ενώ εγώ, που κουτούπωνα κι έπαιρνα μαζί μου, όποια όμορφη γυναίκα μου γυάλιζε στο μάτι, έχω ένα πλήθος παιδιά. Κι απ' αυτό γίνεται απόλυτα φανερό ότι η αδικία στις γυναίκες είναι ένα απ' τα μυστήρια του Αλλάχ, που ενάντιά του είναι μάταιο να επαναστατούμε. Ο Αλλάχ είναι μεγάλος και δοξασμένος· και μόνο σ' αυτόν ανήκει η μεγαλοπρέπεια κι η δύναμη· αλλά η δικαιοσύνη του είναι πέρα από την κατανόησή μας. Οι γυναίκες μου, αυτές που είναι οι πιο παραπονιάρες, φέρνουν στον κόσμο τα παιδιά τους με πόνους, έτσι που να μου ραγίζουν την καρδιά όταν ακούω τις φωνές τους. Ενώ οι άντρες δεν ξέρουν τίποτα από τέτοιους πόνους. Αυτό δεν είναι δίκαιο· αλλά αν δεν έχεις καλύτερο φάρμακο για μια τέτοια αδικία, απ' το να κάνουν οι γυναίκες αυτό που κάνουν οι άντρες, κι οι άντρες αυτό που κάνουν οι γυναίκες, τότε θα μου πεις να πέσω κάτω και να κάνω παιδιά; Κι εγώ λοιπόν θα σου απαντήσω ότι ο Αλλάχ δε θα το 'κανε κάτι τέτοιο. Είναι ενάντια στη Φύση.
- Ξέρω ότι δεν μπορούμε να πάμε ενάντια στη Φύση, είπε το μαύρο κορίτσι. Εσύ δεν μπορείς να κάνεις παιδιά - αλλά μια γυναίκα μπορεί να τα βγάλει πέρα με πολλούς άντρες και πάντα να κάνει παιδιά, φτάνει να 'χει μόνο έναν άντρα την κάθε φορά.
- Ανάμεσα στις άλλες αδικίες του Αλλάχ, είπε ο Άραβας, είναι η εντολή Του να έχει η γυναίκα πάντα την τελευταία λέξη. Εγώ τα 'χω χαμένα.
- Και τι θα γίνει, είπε αυτός που έφτιαχνε τις εικόνες, όταν πενήντα γυναίκες μαζευτούν γύρω σ' έναν άντρα, κι η καθεμιά θέλει να 'χει την τελευταία λέξη;
- Τότε θα τον πάρει ο διάολος, και θα εξιλεωθεί για όλες τις αμαρτίες του, ζητώντας έλεος απ' τον Αλλάχ, είπε ο Άραβας μ' ένα βαθύ αναστεναγμό.
- Δεν πρόκειται να βρω το Θεό εκεί που οι άντρες μιλούν για γυναίκες, είπε το μαύρο κορίτσι και στράφηκε να φύγει.
- Ούτε εκεί όπου οι γυναίκες μιλούν για άντρες, φώναξε ξοπίσω της αυτός που έφτιαχνε τις εικόνες.
Εκείνη κούνησε το χέρι της συγκατανευτικά και τους άφησε. Τίποτα το εξαιρετικό δεν της έτυχε μετά απ' αυτό, μέχρι που έφτασε σε μια κομψή, μικρή βίλα μ' έναν πολύ ερασιτεχνικό κήπο, που τον καλλιεργούσε ένας πονηρός γέρος κύριος, με μάτια που άστραφταν τόσο πολύ ώστε θα 'λεγες ότι όλο του το πρόσωπο ήταν μάτια, και μια μύτη τόσο ξεχωριστή, ώστε έμοιαζε σαν το πρόσωπο του να 'ταν μια μύτη, και μ' ένα στόμα τόσο εκφραστικό και με μια κωμική πονηριά πάνω του, ώστε το πρόσωπο του έδειχνε να 'ναι όλο στόμα, έτσι που τελικά το κορίτσι, συνδυάζοντας όλ' αυτά τ' ασυμβίβαστα, αποφάσισε ότι το πρόσωπο του ήταν όλο εξυπνάδα.
- Με συγχωρείς, αφέντη, είπε το κορίτσι, μπορώ να σου μιλήσω;
- Τι θέλεις; είπε ο γερο-κύριος.
- Θα 'θελα να μου δείξεις κατά πού να πάω για το Θεό, είπε κείνη. Και καθώς έχεις το πιο γνωστικό πρόσωπο που είδα ποτέ μου, σκέφτηκα ότι εσένα θα 'πρεπε να ρωτήσω.
- Έλα μέσα, της είπε. Έχω ανακαλύψει, ύστερα από πολλή σκέψη, ότι το καλύτερο μέρος για να ψάξεις για το Θεό είναι μέσα σ' έναν κήπο. Μπορείς να σκάψεις γι' Αυτόν, εδώ.
- Αν είναι έτσι δε χρειάζεται να ψάξω καθόλου για το Θεό, είπε το μαύρο κορίτσι απογοητευμένο. Θα συνεχίσω αλλού, σ' ευχαριστώ.
- Δηλαδή έχεις καμιά ιδιαίτερη ανάγκη, όπως λες, που σ' οδήγησε να ψάξεις γι' Αυτόν;
-Όχι, είπε το μαύρο κορίτσι, σταματώντας. Δεν μπορώ να πω ότι είναι έτσι. Αλλά δε μ' αρέσει η πρότασή σου.
- Πολλοί άνθρωποι που έχουν βρει το Θεό δεν τους άρεσε και πέρασαν την υπόλοιπη ζωή τους φεύγοντας μακριά απ' Αυτόν. Γιατί εσύ νομίζεις ότι θα σ' αρέσει ο Θεός;
- Δεν ξέρω, είπε το μαύρο κορίτσι. Αλλά η ιεραποστόλισσα λέει κάποιο στίχο ενός ποιητή: «Θ' αγαπήσουμε πολύ περισσότερο όταν θα Τον δούμε».
- Αυτός που έγραψε το στίχο θα 'ταν τρελός, είπε ο γερο-κύριος. Τον μισούμε, τον σταυρώνουμε, τον δηλητηριάζουμε με κώνειο, τον αλυσοδένουμε σ' έναν πάσσαλο και τον καίμε ζωντανό. Όλη μου τη ζωή αγωνίστηκα, με τις μικρές μου δυνάμεις, να εκτελέσω το έργο του Θεού και να διδάξω τους εχθρούς Του να κοροϊδεύουν τον εαυτό τους. Αλλά αν μου 'λεγες ότι ο Θεός έρχεται πέρα από το δρόμο, θα πήγαινα να χωθώ σε μια τρύπα και δε θα τολμούσα ούτε ν' ανασάνω, μέχρι που να προσπεράσει Εκείνος. Γιατί αν με δει, ή αν με μυριστεί, δε θα 'νιώθε τη διάθεση να με πατήσει με το πόδι Του και να με λιώσει, όπως θα 'λιωνα κι εγώ, το όποιο μολυσμένο πλάσμα που παράκουσε τις εντολές μου; Αυτοί οι τύποι που τρέχουν ξοπίσω απ' το Θεό φωνάζοντας, «Ω, ας ήξερα πού να Τον βρω!», θα πρέπει να 'χουν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, αν πιστεύουν ότι μπορούν να παρουσιαστούν μπροστά Του. Μπας και σου είπε ποτέ αυτή η ιεραποστόλισσα την ιστορία του Δία και της Σεμέλης;
- Όχι, είπε το μαύρο κορίτσι. Και τι λέει αυτή η ιστορία;
- Δίας, είναι ένα απ' τα ονόματα του Θεού. είπε ο γερο-κύριος. Ξέρεις ότι ο Θεός έχει πολλά ονόματα - έτσι δεν είναι;
- Ο τελευταίος άνθρωπος που συνάντησα τον ονόμαζε Αλλάχ, είπε κείνη.
- Ναι, είναι κι αυτό, είπε ο γερο-κύριος. Λοιπόν, ο Δίας ερωτεύτηκε τη Σεμέλη, κι ήταν αρκετά καταδεχτικός ώστε να παρουσιάζεται και να συμπεριφέρεται σαν άντρας απέναντι της. Αλλά εκείνη πίστεψε πως ήταν πολύ σπουδαία κι ότι της άξιζε ν' αγαπηθεί από ένα Θεό, μ' όλη του τη μεγαλοσύνη και το θεϊκό μεγαλείο. Έτσι, επέμενε και του ζητούσε να της παρουσιαστεί μ' όλη την πανοπλία της θεότητάς του.
- Και τι έγινε όταν Εκείνος το 'κανε; ρώτησε το μαύρο κορίτσι.
- Ακριβώς αυτό που θα 'πρεπε να ξέρει ότι θα συμβεί, αν είχε μυαλό, είπε ο γερο-κύριος. Την έπιασε τρεμούλα και ράγισε ολόκληρη σαν μια μύγα στη φωτιά. Γι' αυτό πρόσεχε. Μη γίνεσαι επιπόλαιη σαν τη Σεμέλη. Ο Θεός είναι στο πλάι σου, και βρίσκεται εκεί όλη την ώρα. Αλλά μέσα στο θεϊκό του οίκτο δε σου έχει αποκαλυφθεί, γιατί η πολύ απόλυτη γνώση του Θεού θα σε τρέλαινε. Φτιάξε λοιπόν ένα μικρό κήπο, δικό σου: σκάψε και φύτευε και ξεβοτάνιζε και πότιζε, και να 'σαι ευχαριστημένη αν Αυτός στέκεται πλάι σου και σε βοηθάει όταν δεν κάνεις καλά τη δουλειά σου, και να σ' ευλογεί, όταν καλλιεργείς καλά τον κήπο σου.
- Και δε θα μπορέσουμε ποτέ ν' ανεχτούμε ολόκληρη την παρουσία Του; ρώτησε το μαύρο κορίτσι.
- Πιστεύω σίγουρα πως όχι. Και το ελπίζω μάλιστα, είπε ο γερο-φιλόσοφος. Γιατί δε θα μπορέσουμε ποτέ ν' ανεχτούμε ολόκληρη την παρουσία Του μέχρι που να 'χουμε εκπληρώσει το σκοπό Του και να γίνουμε κι εμείς οι ίδιοι Θεοί. Αλλά καθώς οι σκοποί του Θεού είναι άπειροι, κι εμείς τελειώνουμε την ύπαρξή μας πολύ σύντομα, δε θα γίνουμε ποτέ ικανοί, δόξα σοι ο Θεός, να ολοκληρώσουμε τους σκοπούς του. Τόσο το καλύτερο για μας, άλλωστε. Γιατί, αν ολοκληρώσουμε το έργο μας, τότε θα είμαστε άχρηστοι, κι αυτό θα 'ναι το τέλος μας. Γιατί ο Θεός δεν πρόκειται να μας κρατήσει ζωντανούς, μόνο και μόνο για να 'χει την ευχαρίστηση να μας κοιτάζει, τέτοια άσχημα κι εφήμερα έντομα που είμαστε. Γι' αυτό, έλα μέσα και βοήθησέ με να καλλιεργήσουμε αυτό τον κήπο στη δόξα Του. Τα υπόλοιπα, καλύτερα να τ' αφήσεις σ' Εκείνον.
Έτσι, το μαύρο κορίτσι άφησε κάτω το ραβδί της και μπήκε στον κήπο κι άρχισε να τον σκαλίζει μαζί του. Κι από καιρό σε καιρό, άλλοι άνθρωποι έρχονταν και βοηθούσαν. Στην αρχή, το γεγονός αυτό έκανε το μαύρο κορίτσι να ζηλέψει. Αλλά μισούσε κάτι τέτοια συναισθήματα, και γρήγορα συνήθισε σ' αυτά τα πηγαινέλα.
Μια μέρα, βρήκε έναν κοκκινομάλλη Ιρλανδό να καλλιεργεί τον πίσω κήπο όπου είχαν φυτέψει λαχανικά.
- Ποιος σ' άφησε να μπεις εδώ μέσα; τον ρώτησε.
- Η πίστη μου, κι άφησα μόνος μου τον εαυτό μου να μπει, είπε ο Ιρλανδός. Για ποιο λόγο να μην τον άφηνα;
- Αλλά ο κήπος ανήκει στον γερο-κύριο, είπε το μαύρο κορίτσι.
- Εγώ είμαι σοσιαλιστής, απάντησε ο Ιρλανδός, και δεν παραδέχομαι ότι οι κήποι ανήκουν σε κανένα. Αυτός ο γερο-τύπος έχει κοψομεσιαστεί και δεν τα βγάζει πια πέρα στη δουλειά, έτσι που χρειάζεται κάποιον να του σκαλίζει τις πατάτες του και τα λαχανικά του. Βρήκα ένα σωρό δουλειές να κάνω στον κήπο που τον έχει παραμελήσει.
- Ώστε λοιπόν δεν ήρθες εδώ για να βρεις το Θεό; ρώτησε πάλι το μαύρο κορίτσι.
- Τι διάολο να βρω; είπε απορεμένα ο Ιρλανδός. Σίγουρα ο Θεός μπορεί να ψάξει να με βρει αν με χρειαστεί. Γιατί εγώ πιστεύω ότι αυτός ο Θεός δεν είναι καθόλου έτσι όπως τον έφτιαξαν. Κι ούτε που έφτιαξε τίποτα σωστό, ούτε και που τ' αποτέλειωσε ακόμη. Υπάρχει κάτι μέσα μας, που μας σπρώχνει σ' αυτόν, και κάτι έξω μας που πάλι μας πάει κατά τη μεριά του: αυτό είναι σίγουρο. Και το μόνο άλλο πράγμα που είναι σίγουρο είναι πως κάτι πάει άσχημα όταν προσπαθούμε να τον βρούμε. Πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε το δικό μας δρόμο, όσο καλύτερα μπορούμε, εσύ κι εγώ. Γιατί υπάρχουν ένα σωρό άλλοι που δε σκέφτονται τίποτε άλλο έξω απ' την κοιλιά τους...
Αυτά είπε ο Ιρλανδός κι έφτυσε μέσα στις χούφτες του κι εξακολούθησε το σκάψιμο.
Τόσο το μαύρο κορίτσι, όσο κι ο γερο-κύριος σκέφτονταν πως ο Ιρλανδός ήταν κάτι σαν καταραμένος (και πραγματικά ήταν) αλλά καθώς ήταν χρήσιμος και δεν ήθελε να φύγει, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον μάθουν να φέρνεται πιο ευγενικά και να μιλάει καλύτερα. Αλλά τίποτα δεν μπορούσε να τον πείσει πως ο Θεός δεν ήταν τίποτα πιο σταθερό και πιο ικανοποιητικό έξω από έναν αιώνιο αντικειμενικό σκοπό, που απόμενε ανεκπλήρωτος, ή ότι θα μπορούσε ποτέ να εκπληρωθεί, αν αυτή η ολοκλήρωση δε γινόταν λογικά εύκολη και πιθανή μέσ' από το σοσιαλισμό.
Ωστόσο, ενώ τον μάθαιναν τρόπους και καθαριότητα, άρχισαν να τον συνηθίζουν και να γελούν ακόμη και με τα πιο χοντροκομμένα αστεία του. Μια μέρα, ο γερο-κύριος είπε στο μαύρο κορίτσι:
- Δεν είναι σωστό μια τόσο καλή νέα γυναίκα σαν κι εσένα, να μην έχεις άντρα και παιδιά. Εγώ είμαι πολύ γέρος για σένα. Έτσι, το καλύτερο θα 'ταν να παντρευτείς τον Ιρλανδό.
Καθώς εκείνη είχε αρχίσει να νιώθει πολλή αφοσίωση για το γερο-κύριο, θύμωσε τρομερά στην αρχή, με την πρόταση που της έκανε να παντρευτεί κάποιον άλλο, και μάλιστα πέρασε μια ολόκληρη νύχτα λογαριάζοντας τρόπους για να διώξει από κει πέρα τον Ιρλανδό, κυνηγώντας τον με το ραβδί της. Δε μπορούσε να παραδεχτεί καθόλου ότι ο γερο-κύριος είχε γεννηθεί εξήντα χρόνια νωρίτερα απ' αυτήν, κι έπρεπε, κατά πώς ήθελε η Φύση, να πεθάνει και να την αφήσει χωρίς σύντροφο. Αλλά ο γερο-κύριος τόνισε αυτά τα ξεκάθαρα γεγονότα, τόσο σκληρά κι επίμονα, ώστε τελικά εκείνη αναγκάστηκε να τα παραδεχτεί και τότε οι δυο τους πήγαν πίσω στο λαχανόκηπο και βρήκαν τον Ιρλανδοί και του είπαν ότι το μαύρο κορίτσι θα τον παντρευόταν.
Εκείνος τότε πέταξε μακριά το σκαλιστήρι του και με μια κραυγή τρόμου ξεχύθηκε κατά την πόρτα του κήπου. Αλλά το μαύρο κορίτσι είχε φροντίσει, καλού-κακού, να την κλειδώσει. Και πριν ο Ιρλανδός καταφέρει να σκαρφαλώσει το φράχτη, τον έφτασαν και τον κράτησαν γερά.
- Θέλετε να με παντρολογήσετε με μια μαύρη νέγρα; φώναξε με αγανάκτηση ξεχνώντας όλους τους καλούς τρόπους που του έμαθαν. Παρατάτε με να φύγω, αφιλότιμοι. Δεν θέλω να παντρευτώ κανέναν.
Αλλά το μαύρο κορίτσι τον κρατούσε με μια σιδερένια λαβή (που ωστόσο φρόντισε να την κάνει όσο πιο τρυφερή γινόταν) κι ο γερο-κύριος του είπε πως αν έφευγε μακριά, σίγουρα θα 'πεφτε στα νύχια καμιάς ξένης γυναίκας, που δε θα νοιαζόταν καθόλου να βρει το Θεό, και που θα είχε μια χλομή, σταχτιά επιδερμίδα, αντί για το αστραφτερό μαύρο μετάξι, που είχε τόσο πολύ συνηθίσει να βλέπει πλάι του. Τελικά, ύστερ' από καβγάδες κι επιχειρήματα που βάσταξαν μισή ώρα, πάνω-κάτω, κι ένα ποτήρι απ' το καλύτερο κρασί Βουργουνδίας που είχε ο γερο-κύριος, για να τον ενθαρρύνει, ο Ιρλανδός είπε, «Ωραία, και τι με νοιάζει στο κάτω-κάτω, αν γίνει κι έτσι;».
Και λοιπόν, παντρεύτηκαν· και το μαύρο κορίτσι περιποιόταν τον Ιρλανδό και τα παιδιά (που είχαν ένα χαριτωμένο καφετί δέρμα) πολύ ικανοποιητικά, έτσι που στο τέλος αυτός να την αντιμετωπίζει με πολλή τρυφερότητα. Ανάμεσα στα παιδιά και στον κήπο και στο μπάλωμα των ρούχων του άντρα της (που ποτέ της δεν κατάφερε να τον πείσει να τα πετάξει από πάνω του) ήταν τόσο απασχολημένη, ώστε η αναζήτηση του Θεού έσβηνε μέσα της τον πιότερο καιρό. Αλλά έρχονταν στιγμές, ιδιαίτερα, όταν σκούπιζε το αγαπημένο της αραπόπαιδο, που ήταν πολύ πειθαρχημένο κι ήσυχο μετά το μπάνιο του, έρχονταν κάτι τέτοιες στιγμές που το μυαλό της ξαναγύριζε πίσω στην αναζήτησή της. Μόνο που τώρα έβλεπε πόσο αστείο ήταν ένα ανήσυχο κορίτσι να ξεκινήσει για μια επίσκεψη στο Θεό, πιστεύοντας τον εαυτό της σαν το επίκεντρο του σύμπαντος, κι έχοντας διδαχτεί από την ιεραποστόλισσα να θεωρεί το Θεό σαν κάποιον που δεν έχει τίποτα καλύτερο να κάνει απ' το να παρακολουθεί το καθετί που έκανε εκείνη και ν' ανησυχεί για τη σωτηρία της. Έφτανε ακόμη στο σημείο να χαϊδεύει το αγοράκι της και να του λέει, «Ας υποθέσουμε ότι έβρισκα το Θεό στο σπίτι, τι θα γινόταν όμως αν εκείνος άφηνε σε μια στιγμή να εννοηθεί ότι η επίσκεψή μου βάσταξε πολύ κι ότι είχε κι άλλα πράγματα να κάνει;». Στην ερώτηση αυτή, το αγοράκι της ήταν βέβαια ανίκανο ν' απαντήσει: γελούσε μονάχα υστερικά, κάτω απ' τα χάδια της που το γαργαλούσαν και προσπαθούσε να της πιάσει τα χέρια. Μονάχα όταν τα παιδιά της μεγάλωσαν κι έγιναν ανεξάρτητα απ' αυτήν, κι ο Ιρλανδός έγινε μια συνήθεια για κείνη, δίχως να το καταλάβει, σαν να ήταν ένα κομμάτι από τον εαυτό της, έπαψε κι αυτή ν' ασχολείται τόσο πολύ μαζί τους, ώστε να ξεχνά το σκοπό της, κι άρχισε πάλι να 'χει ελεύθερο χρόνο και να τεμπελιάζει, έτσι που οι ερωτήσεις ξαναγύρισαν μέσα της. Αλλά τότε πια το λογικό της μυαλό είχε περάσει πολύ πιο πέρα από το στάδιο που ήταν τότε, όταν έβρισκε πολύ διασκεδαστικό να συντρίβει τα είδωλα με το ραβδί της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: