05 Ιουλίου 2016

Προσωπικές, φυλετικές και λογοτεχνικές επιλογές του Τζαίημς Τζόνσον (James Weldon Johnson, 1871–1938) [Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης]
























Ταλαντούχος ποιητής και μυθιστοριογράφος, ο αφροαμερικανός James Weldon Johnson διακρίθηκε εξίσου ως άνθρωπος των γραμμάτων, αλλά και ως ηγέτης διεκδίκησης των πολιτικών δικαιωμάτων στις αρχές του εικοστού αιώνα, δημιουργώντας και φέρνοντας νέα πρότυπα τέχνης και ρεαλισμού στη μαύρη λογοτεχνία, με έργα όπως ‘The Autobiography of an Ex-Coloured Man’ και ‘God's Trombones’. Οι πρωτοποριακές μελέτες του πάνω στη μαύρη ποίηση, τη μουσική και το θέατρο στη δεκαετία του 1920, βοήθησαν επίσης τα μέγιστα στη γνωριμία πολλών λευκών Αμερικανών με την πραγματική αφροαμερικανική ποίηση αλλά και γενικότερα με το δημιουργικό πνεύμα της μαύρης φυλής. Εν τω μεταξύ, ως επικεφαλής της γνωστής ‘Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο των Εγχρώμων Ατόμων’ (National Association for the Advancement of Colored People, NAACP) κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, ο Τζόνσον τοποθετήθηκε ανοιχτά και ενεργά υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων, σε μια προσπάθεια να αρθούν τα νομικά, πολιτικά και κοινωνικά εμπόδια που αντιμετώπιζαν στην καθημερινή πραγματικότητα οι αφροαμερικανοί, έχοντας βαθιά πεποίθηση ότι το μέλλον θα τους πρόσφερε απεριόριστες νέες ευκαιρίες πολυεπίπεδης ανέλιξης. Η πολύπλευρη καριέρα του Τζαίημς Τζόνσον, περιελάμβανε επίσης κάποιες θητείες ως διπλωμάτης στη Λατινική Αμερική. Παράλληλα κατέθεσε τη προσωπική του ευρύτητα γνώσεων και ταλέντου στην Tin Pan Alley, όνομα που δόθηκε στην ένωση πολλών μουσικών παραγωγών και τραγουδοποιών σε μια περιοχή στο Μανχάταν, ανάμεσα από την πέμπτη και έκτη λεωφόρο και η οποία κυριάρχησε στη λαϊκή μουσική των Ηνωμένων Πολιτειών στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. 

Ο Τζαίημς Τζόνσον, γεννήθηκε στο Τζάκσονβιλ της Φλόριντα, το 1871, και μεγαλώνοντας εκεί σε αυτή την σχετικά ανεκτική νότια πόλη, βοηθήθηκε αρκετά στην υιοθέτηση πολιτικής μετριοπάθειας. Τόσο ο πατέρας του, όσο και η δασκάλα μητέρα του, είχαν ζήσει στο Βορρά και ποτέ δεν είχαν υποδουλωθεί. Ο Τζαίημς Τζόνσον, όπως κι ο αδελφός του, μεγάλωσαν επίσης σε οικονομικά ασφαλές περιβάλλον, κάτι που ήταν αναμφίβολα ασυνήθιστο μεταξύ των μαύρων οικογενειών του Νότου εκείνη την περίοδο. Η μητέρα του Τζόνσον, με το δικό της τρόπο, τού τόνωσε από νωρίς τα ενδιαφέροντά του στην ανάγνωση, το σχέδιο και τη μουσική. Δεδομένου ότι τα γυμνάσια δεν ήταν προσβάσιμα σε μαύρους στο Τζάκσονβιλ, ο Τζόνσον έφυγε από το σπίτι για να παρακολουθήσει γυμνάσιο και κολέγιο στο πανεπιστήμιο της Ατλάντα, όπου και πήρε το πτυχίο του το 1894. Ήταν κατά τη διάρκεια των κολεγιακών του ετών, θυμάται στην αυτοβιογραφία του ‘Along This Way’, όταν άρχισε να έρχεται σε επαφή και να λαμβάνει γνώση του μεγάλου βάθους και της απύθμενης έντασης του φυλετικού προβλήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όλα αυτά συζητούνταν έντονα στην πανεπιστημιούπολη και οι εμπειρίες του Τζόνσον όσον αφορά τη διδασκαλία των μαύρων μαθητών σε μια φτωχή αγροτική περιοχή της Γεωργίας κατά τη διάρκεια δύο καλοκαιριών, τον εντυπωσίασαν βαθιά για την ανάγκη βελτίωσης της ζωής του λαού του. Οι αγώνες και οι προσδοκίες των μαύρων της Αμερικής αποτελούν κεντρικό θέμα στα τριάντα περίπου ποιήματα που έγραψε ενόσω ήταν ακόμα φοιτητής. Επιστρέφοντας στο Τζάκσονβιλ, το 1894, ο Τζόνσον διορίστηκε διευθυντής στη σχολή Stanton και κατάφερε να επεκτείνει το πρόγραμμα σπουδών, ώστε η εν λόγω σχολή να περιλαμβάνει στους κόλπους της τάξεις υψηλού επιπέδου. Επίσης, έγινε τοπικός εκπρόσωπος στα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα των μαύρων με ξεχωριστή ενεργητικότητα και το 1895 ίδρυσε την Daily American, την πρώτη καθημερινή εφημερίδα ειδικά προσανατολισμένη προς τους μαύρους, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής της, η εφημερίδα έγινε η φωνή κατά της φυλετικής αδικίας και χρησίμευσε για να ενθαρρύνει και να προωθήσει την πρόοδο των μαύρων. Η φιλόδοξη εκδοτική προσπάθεια του Τζόνσον προσέλκυσε την προσοχή πολλών διακεκριμένων μαύρων ηγετών, όπως των W. E. B. Du Bois και Booker T. Washington. Εν τω μεταξύ, μελέτησε το νόμο με τη βοήθεια ενός τοπικού λευκού δικηγόρου, και το 1898 έγινε ο πρώτος μαύρος δικηγόρος, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου της Φλόριντα, από την εποχή της Ανοικοδόμησης. Ο Τζόνσον άσκησε τη δικηγορία στο Τζάκσονβιλ για αρκετά χρόνια, σε συνεργασία με έναν πρώην συμμαθητή του Πανεπιστημίου της Ατλάντα, συνεχίζοντας παράλληλα να διευθύνει τη σχολή του. Επίσης συνέχισε να γράφει ποίηση και στίχους και ανακάλυψε το δώρο αυτό, σε συνεργασία με τον αδελφό του Rosamond, έναν ταλαντούχο πραγματικά συνθέτη.

Μεταξύ των άλλων τραγουδιών, ο Τζόνσον έγραψε σε δημοφιλές ιδίωμα τους στίχους του ‘Lift Every Voice and Sing’, ένα αφιέρωμα στην αντοχή των μαύρων, την ελπίδα τους, και τη θρησκευτική πίστη που αργότερα υιοθετήθηκε από την προαναφερόμενη NAACP και ονομάστηκε ο ‘Εθνικός Ύμνος των Νέγρων’. Το 1901, απογοητευμένος από τον επαρχιωτισμό της Τζάκσονβιλ και ενοχλημένος από κάποια περιστατικά ρατσισμού, οι αδελφοί Τζόνσον μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη για να αναζητήσουν εκεί καλύτερη τύχη γράφοντας τραγούδια για το μουσικό θέατρο. Σε συνεργασία με τον Bob Cole εξασφάλισαν ένα καλό συμβόλαιο, κατά τη διάρκεια των επόμενων πέντε ετών, που αποτελούνταν από διακόσια περίπου τραγούδια για το Μπρόντγουεϊ. Βεβαίως απέφευγαν να γράφουν για τη φυλετική εκμετάλλευση, αλλά συχνά ήταν υποχρεωμένοι να παρουσιάζουν μερικές απλουστευμένες και στερεότυπες εικόνες της αγροτικής ζωής των μαύρων. 

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ταυτόχρονα, ο Τζαίημς Τζόνσον σπούδασε λογοτεχνία και δημιουργική γραφή για τρία χρόνια στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και έγινε ενεργό μέλος των Ρεπουμπλικάνων. Υπηρέτησε ως ταμίας του Ρεπουμπλικανικού Κλαμπ των Εγχρώμων της Νέας Υόρκης το 1904 και βοήθησε στο γράψιμο δύο τραγουδιών για την επιτυχή προεκλογική εκστρατεία του υποψηφίου των Ρεπουμπλικάνων Θεόδωρου Ρούσβελτ εκείνο το έτος. Αργότερα, το 1906, διορίστηκε πρόξενος των Ηνωμένων Πολιτειών στο Puerto Cabello, στη Βενεζουέλα. Με λίγα επίσημα καθήκοντα στο εν λόγω τροπικό λιμάνι, ο Τζόνσον ήταν σε θέση να αφιερώσει μεγάλο μέρος του χρόνου του για να γράφει ποίηση, συμπεριλαμβανομένου του φημισμένου σονέτου ‘Mother Night’ που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ‘The Century magazine’ και αργότερα συμπεριελήφθηκε στη συλλογή του ‘Fifty Years and Other Poems’. Ταυτόχρονα κατά τα τρία χρόνια της ζωής του στη Βενεζουέλα, ολοκλήρωσε το μοναδικό του μυθιστόρημα, ‘The Autobiography of an Ex-Coloured Man’, το οποίο δημοσιεύτηκε ανώνυμα το 1912, προσελκύοντας λίγη προσοχή μέχρις ότου τελικά επανεκδοθεί με το όνομά του περισσότερο από μια δεκαετία αργότερα. Ακόμα και τότε, όμως, το βιβλίο έγινε αφορμή για σχόλια περισσότερο ως κοινωνιολογικό έγγραφο παρά ως έργο φαντασίας. Έτσι, πολλοί αναγνώστες πίστευαν ότι είναι πραγματικά αυτοβιογραφικό, έως ότου ο Τζόνσον έγραψε τελικά την πραγματική ιστορία της ζωής του, το ‘Along This Way’, ώστε να αποφεύγεται του λοιπού η σχετική σύγχυση. Το βιβλίο ‘The Autobiography of an Ex-Coloured Man’ παρουσιάζει επιφανειακή ομοιότητα με άλλες αφηγήσεις για τραγικούς μιγάδες, συχνά μαζί με κάποια συναισθηματική άποψη, καθώς και τις δυσκολίες και τις εμφανείς ωδίνες τους να ενταχθούν σε οποιαδήποτε φυλετική κουλτούρα. Στο μυθιστόρημα του Τζόνσον, ο ανώνυμος αφηγητής είναι αρκετά ανοιχτόχρωμος στο δέρμα για να φαίνεται σαν λευκός, αλλά συναισθηματικά προσδιορίζει τον εαυτό του στη μαύρη φυλή της αγαπημένης του μητέρας. Στα νιάτα του, φιλοδοξεί να γίνει ένας μεγάλος μαύρος Αμερικανός μουσικός συνθέτης, αλλά παραιτείται από τη φιλοδοξία του όταν βλέπει έναν όχλο λευκών να βάζει φωτιά σε ένα μαύρο άνδρα στον αγροτικό Νότο. Αν και τρομοκρατημένος από την επίθεση των λευκών, ο αφηγητής αισθάνεται ακόμα βαθύτερη ντροπή και ταπείνωση για τον εαυτό του ως μαύρο άνδρα και ίσως γι’ αυτό στη συνέχεια επιτρέπει στις περιστάσεις να τον καθοδηγήσουν κατά μήκος μιας διαδρομής έως ότου μετατραπεί σε λευκό επιχειρηματία της μεσαίας τάξης. Ο πρωταγωνιστής βρίσκει την επιτυχία με αυτόν τον ρόλο, αλλά καταλήγει να αποτυγχάνει με τους δικούς του όρους, αφού μαστίζεται από την αμφιθυμία πάνω από την πραγματική του ταυτότητα, τις ηθικές αξίες και τη συναισθηματική αφοσίωση. Η πρώιμη κριτική του βιβλίου αυτού, είχε την τάση να δίνει έμφαση περισσότερο στην ειλικρινή και ρεαλιστική ματιά του Τζόνσον στη μαύρη κοινωνία και στις φυλετικές σχέσεις, παρά στην ικανότητά του ως μυθιστοριογράφος. Κάποιοι το βρήκαν ανεκτίμητη πηγή για τη μελέτη της ψυχολογίας των νέγρων, ενώ άλλοι έκριναν το βιβλίο ως μια εξαιρετική, τίμια δουλειά κι ως ένα ανθρώπινο και κοινωνιολογικό έγγραφο, αλλά μάλλον ελαττωματικό ως λογοτεχνικό έργο. Στη δεκαετία του 1950 και του 1960, ωστόσο, έγινε κάποια κριτική επανεκτίμησή του. 

Το 1909, ο Τζόνσον μετατέθηκε στην προξενική αρχή του Corinto, στη Νικαράγουα, μια θέση που αποδείχθηκε σημαντικά πιο απαιτητική από τη θέση της Βενεζουέλας και η οποία του άφηνε λιγότερο χρόνο για γράψιμο. Η τριετής θητεία της υπηρεσίας του, έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια μιας περιόδου έντονης πολιτικής αναταραχής στη Νικαράγουα, η οποία κορυφώθηκε με την αποβίβαση των αμερικανικών στρατευμάτων στο Corinto, το 1912. Το 1913, βλέποντας λίγο μέλλον για τον εαυτό του κάτω από τη δημοκρατική διακυβέρνηση του προέδρου Γούντροου Ουίλσον, ο Τζόνσον παραιτήθηκε και επέστρεψε στη Νέα Υόρκη για να γίνει αρθρογράφος στην εφημερίδα New York Age, την παλαιότερη και πιο διακεκριμένη μαύρη εφημερίδα της αμερικανικής μεγαλούπολης. Τα άρθρα του κατά τη διάρκεια των επόμενων δέκα ετών, έτειναν προς την συντηρητική πλευρά, που συνδύαζε την ισχυρή αίσθηση φυλετικής υπερηφάνειας με τη βαθιά ριζωμένη πεποίθηση ότι οι μαύροι θα μπορούσαν έστω σε ατομικό επίπεδο να βελτιώσουν τη ζωή τους μέσω της αυτοεκπαίδευσης και της σκληρής δουλειάς, παρά τα διάφορα εμπόδια και τις σχετικές διακρίσεις. Αυτή η έμφαση στην ατομική προσπάθεια και την οικονομική ανεξαρτησία, έθεσε τον Τζόνσον πιο κοντά στη θέση του μαύρου παιδαγωγού Booker T. Washington, παρά σε εκείνη του πολιτικά στρατευμένου συγγραφέα και μελετητή W. E. B. Du Bois στην μεγάλη διαμάχη της ηγεσίας για το πώς θα βελτιώσουν τη γενικότερη κατάσταση των μαύρων Αμερικανών, αλλά ο Τζόνσον σε γενικές γραμμές απέφυγε με διπλωματικό τρόπο τις προστριβές και κατάφερε να διατηρήσει καλές σχέσεις και με τους δύο ηγέτες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, συνέχισε να επιδίδεται στη λογοτεχνία, κάνοντας ταυτόχρονα κάποιες μεταφράσεις από την ισπανική γλώσσα με την οποία είχε έρθει σε επαφή στα χρόνια της διπλωματικής του καριέρας. 

Το 1917, δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή ‘Fifty Years and Other Poems’, μια επιλογή από εργασία δύο δεκαετιών, η οποία επέσυρε μικτές κριτικές. Με το ποίημα ‘Πενήντα χρόνια’, δήλωνε ηχηρά τον εορτασμό του μισού αιώνα από τη Διακήρυξη της Χειραφέτησης. Στη συγκεκριμένη συλλογή του Τζόνσον περιλαμβάνονται επίσης κάποια δυναμικά φυλετικά ποιήματα διαμαρτυρίας, όπως το ‘Αδελφοί’ (Brothers) που αναφέρεται σε μια περίπτωση λυντσαρίσματος. Το 1916, με την προτροπή του Du Bois, αποδέχθηκε την νεοσυσταθείσα θέση του εθνικού γραμματέα για την NAACP, η οποία είχε εξελιχθεί σε κορυφαίο υπερασπιστή των δικαιωμάτων των μαύρων της χώρας. Στα καθήκοντα του Τζόνσον περιλαμβάνονταν η διερεύνηση των φυλετικών περιστατικών βίας και η οργάνωση νέων υποκαταστημάτων NAACP σε όλη τη χώρα. Εκεί πέτυχε να αυξήσει σημαντικά την προβολή της οργάνωσης και των μελών της μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1917, οργάνωσε και οδήγησε μια σοβαρή αλλά σιωπηλή πορεία μέσα από τους δρόμους της Νέας Υόρκης για να διαμαρτυρηθούν για τα λυντσαρίσματα, και για τη διερεύνηση των παραβιάσεων που διαπράχθηκαν από Αμερικανούς πεζοναύτες εναντίον μαύρων πολιτών της Αϊτής κατά τη διάρκεια της αμερικανικής κατοχής της και βοήθησε αρκετά ώστε να ξεκινήσει η έρευνα για το συγκεκριμένο θέμα στο Κογκρέσο. Η θητεία του Τζόνσον ως γραμματέα του NAACP, για τα επόμενα δέκα χρόνια σηματοδοτήθηκε από σοβαρά γεγονότα. Αυτή η δεκαετία ήταν μια κρίσιμη καμπή για το κίνημα των δικαιωμάτων των μαύρων, δεδομένου ότι η NAACP και άλλες οργανώσεις πολιτικών δικαιωμάτων, προσπάθησαν να υπερασπιστούν και να επεκτείνουν τα κοινωνικά και οικονομικά οφέλη τα οποία οι μαύροι είχαν κερδίσει κατά τη διάρκεια των ετών του πολέμου, όταν μεγάλος αριθμός μαύρων μετανάστευσε στις βόρειες πόλεις και βρήκε εργασία σε βιομηχανικές και μεταποιητικές μονάδες. Αυτά τα κέρδη της μαύρης κοινότητας αποτέλεσαν το έναυσμα για ρατσιστική αντίδραση με απότομη αύξηση των λυντσαρισμάτων και την ταχεία ανάπτυξη της λευκής ρατσιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης Κου Κλουξ Κλαν τόσο στο Βορρά, όσο και στο Νότο. Παρά τη βίαιη αυτή αντίδραση, στον Τζόνσον πιστώθηκε η σημαντική αύξηση της αντοχής των μελών του NAACP καθώς και η πολιτική επιρροή κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, αν και οι επίπονες προσπάθειές του για να περάσει ένα ομοσπονδιακό νομοσχέδιο εναντίον του απεχθούς φαινομένου του λυντσαρίσματος, αποδείχθηκαν ανεπιτυχείς. 

Η προσωπική πολιτική του Τζόνσον υπέστη επίσης αλλαγή κατά τη διάρκεια των μεταπολεμικών χρόνων λόγω των αυξημένων προσδοκιών των μαύρων. Πάντως προέτρεπε τους νέους των μαύρων κοινοτήτων στις βόρειες πόλεις να χρησιμοποιούν την δυνητικά ισχυρή δύναμη της ψήφου τους για να αναγκάσουν και δρομολογήσουν κάποιες φυλετικές παραχωρήσεις από το πολιτικό κατεστημένο της χώρας. Ακόμη και με τις υψηλές απαιτήσεις του γραφείου του NAACP, το 1920 ήταν μια περίοδος μεγάλης λογοτεχνικής παραγωγικότητας για τον Τζόνσον. Κέρδισε καλές κριτικές, στα 1922, για την επιμέλεια μιας συλλογής μαύρης ποίησης με τίτλο ‘Το βιβλίο της αμερικανικής μαύρης ποίησης’ (The Book of American Negro Poetry), μια σημαντική συνεισφορά στην αμερικανική λογοτεχνία. Στα βιβλία ‘Το βιβλίο των σπιρίτσουαλς των μαύρων Αμερικανών’ (The Book of American Negro Spirituals) και στο ‘Δεύτερο βιβλίο των σπιρίτσουαλς των μαύρων’, κατάφερε να συγκεντρώσει και να ερμηνεύσει εξαιρετικά παραδείγματα του μαύρου θρησκευτικού τραγουδιού. Αυτές οι παραδόσεις των μαύρων φωνών διαμόρφωσαν το σχετικό υπόβαθρο για τα ‘Τρομπόνια του Θεού’ (God's Trombones), μια σειρά στίχων του αγροτικού λαϊκού μαύρου κηρύγματος, το οποίο πολλοί κριτικοί θεωρούν ως το καλύτερο ποιητικό έργο του Τζόνσον, αφού εκεί μέσα αντικατοπτρίζονται και οι αναμνήσεις του ποιητή από τους φλογερούς ιεροκήρυκες που είχε ακούσει μικρός στη Φλόριντα και τη Γεωργία. Οι κριτικοί πιστώνουν στον ποιητή τη σύλληψη όλων των ρητορικών προσπαθειών που θα χρησιμοποιήσει ένας έμπειρος ιεροκήρυκας για να επηρεάσει το ποίμνιό του, συμπεριλαμβανομένης της υπερβολής, της επανάληψης, τις απότομες αντιπαραθέσεις και την ικανότητα να μεταφράζει και να μεταφέρει βιβλικές εικόνες στην καθημερινή ζωή. 

Οι προσπάθειες του Τζόνσον να διατηρήσει αλλά και να κερδίσει την αναγνώριση για τις μαύρες πολιτιστικές παραδόσεις, εγκωμιάστηκαν από εξέχουσες προσωπικότητες των γραμμάτων και συνέβαλαν στο πνεύμα της φυλετικής υπερηφάνειας και αυτοπεποίθησης που σηματοδότησε την άνθηση της μαύρης μουσικής, της τέχνης και της λογοτεχνίας της δεκαετίας του 1920, περίοδος γνωστότερης ως ‘Αναγέννηση του Χάρλεμ’. Αυτή η περίοδος της έντονης δημιουργικής καινοτομίας αποτελεί το κεντρικό θέμα του ‘Μαύρου Μανχάταν’ (Black Manhattan), μιας ανεπίσημης έρευνας του Τζόνσον όσον αφορά τη μαύρη συνεισφορά στην πολιτιστική ζωή της Νέας Υόρκης που άρχιζε ήδη από τον δέκατο έβδομο αιώνα, με έντονες αναφορές σε ποιητές όπως οι Λάνγκστον Χιουζ, Κάουντυ Κάλλεν και άλλοι, στο θέατρο, τη μουσική τζαζ και τόσα άλλα θέματα. 

Τον Δεκέμβριο του 1930, κουρασμένος από τις απαιτήσεις της δουλειάς του και ψάχνοντας περισσότερο χρόνο για γραφή, ο Τζόνσον παραιτήθηκε από το NAACP και δέχθηκε μια θέση διδασκαλίας με μερική απασχόληση στη δημιουργική γραφή και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Fisk, στο Νασβίλ του Τενεσσί. Το 1933, δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του ‘Along This Way’, η οποία ασχολείται με την προσωπική του καριέρα, στο πλαίσιο των ευρύτερων κοινωνικών, πολιτικών και πολιτιστικών κινημάτων της εποχής του. Παρέμεινε ταυτόχρονα όλα εκείνα τα χρόνια ενεργός στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, ενώ δίδασκε στο Fisk, και το 1934 δημοσίευσε το βιβλίο ‘Negro Americans, What Now’;

O Τζόνσον βρήκε τραγικό θάνατο το Ιούνιο 1938, όταν ένα τραίνο χτύπησε το αυτοκίνητο που επέβαινε σε μια αφύλακτη σιδηροδρομική διάβαση στο Μέιν. Στην κηδεία ετούτου του ηγέτη των πολιτικών δικαιωμάτων των μαύρων, στο Χάρλεμ, παραβρέθηκαν πάνω από δύο χιλιάδες πενθούντες. Υπήρξε σε όλη τη σταδιοδρομία του γενναιόδωρος και πάντα ευγενικός άνθρωπος, και συνόψισε τα προσωπικά του πιστεύω ως αφροαμερικανού σε ένα φυλλάδιο που δημοσιεύθηκε από το NAACP:

‘Δεν θα επιτρέψω σε ένα προκατειλημμένο άτομο ή σε ένα εκατομμύριο ή σε ένα δισεκατομμύριο να καταστρέφουν τη ζωή μου. Δεν θα αφήσω οποιαδήποτε προκατάληψη ή οποιαδήποτε συνοδό ταπείνωση και τις αδικίες μου να με φέρουν προς τα κάτω, σε ψυχική ήττα. Η εσωτερική ζωή είναι δική μου, και θα υπερασπιστώ και θα διατηρήσω την ακεραιότητά της ενάντια σε όλες τις δυνάμεις της κόλασης’. 



Βρίσκεται θαμμένος στο νεκροταφείο Γκρίνγουντ στο Μπρούκλιν ντυμένος με τα αγαπημένη του ρόμπα ανάπαυσης και κρατώντας ένα αντίγραφο από τα ‘Τρομπόνια του Θεού’ στο χέρι του!

Κατεβάστε το εδώ σε μορφή ebook (pdf)

Δεν υπάρχουν σχόλια: