02 Δεκεμβρίου 2016

Marcha Triunfal del Ejército Rebelde [Indio Naborí (Jesús Orta Ruiz), Θριαμβευτική Πορεία του Αντάρτικου Στρατού, μετ. ΦΚ]


Marcha Triunfal del Ejército Rebelde

¡Primero de Enero!
Luminosamente surge la mañana.
¡Las sombras se han ido! Fulgura el lucero
de la redimida bandera cubana.
El aire se llena de alegres clamores.
Se cruzan las almas saludos y besos,
y en todas las tumbas de nobles caídos
revientan las flores y cantan los huesos.
Pasa un jubiloso ciclón de banderas
y de brazaletes de azabache y grana.
Mueve el entusiasmo balcones y aceras,
grita desde el marco de cada ventana.
A la luz del día se abren las prisiones
y se abren los brazos: se abre la alegría
como rosa roja en los corazones
de madres enfermas de melancolía:
Jóvenes barbudos, rebeldes diamantes
con trajes olivo bajan de las lomas,
y por su dulzura los héroes triunfantes
parecen armadas y bravas palomas.

Vienen vencedores del hambre, la bala y el frío
por el ojo alerta del campesinado
y el amparo abierto de cada bohío.
Vienen con un triunfo de fusil y arado.

Vienen con sonrisa de hermano y amigo.
Vienen con fragancia de vida rural.

Vienen con las armas que al ciego enemigo
quitó el ideal.
Vienen con el ansia del pueblo encendido.
Vienen con el aire y el amanecer
y, sencillamente, como el que ha cumplido
un simple deber.
No importa el insecto, no importa la espina,
la sed consolada con parra del monte,
el viento, la lluvia, la mano asesina
siempre amenazando en el horizonte.

¡Solo importa Cuba! Solo importa el sueño
de cambiar la suerte.
¡Oh, nuevo soldado que no arruga el ceño
ni viene asombrado de tutear la muerte!

Los niños lo miran pasar aguerrido
y piensan, crecidos por la admiración,


que ven a un rey mago, rejuvenecido,
y con cinco días de anticipación.

Pasa fulgurante Camilo Cienfuegos.
Alumbran su rostro cien fuegos de gloria.
Pasan capitanes, curtidos labriegos
que vienen de arar en la Historia.

Pasan las Marianas sin otras coronas
que sus sacrificios: cubanas marciales,
gardenias que un día se hicieron leonas
al beso de doña Mariana Grajales.
Con los invasores, pasa el Che Guevara,
Alma de los Andes que trepó el Turquino,

San Martín quemante sobre Santa Clara,
Maceo del Plata, Gómez argentino.

Ya entre los mambises del bravío Oriente,
Sobre un mar de pueblo, resplandece un astro:
ya vemos... ya vemos la cálida frente,

el brazo pujante, la dulce sonrisa de Castro.
Lo siguen radiantes Almeida y Raúl,
Y aplauden el paso del Héroe ciudades quemadas,
Ciudades heridas, que serán curadas,
y tendrán un cielo sereno y azul.

¡Fidel, fidelísimo retoño martiano!,
asombro de América, titán de la hazaña,
que desde las cumbres quemó las espinas del llano,
y ahora riega orquídeas, flores de montaña.
Y esto que las hieles se volvieran miel,
se llama...
¡Fidel!
Y esto que la ortiga se hiciera clavel,
se llama...
¡Fidel!
Y esto que mi Patria no sea un sombrío cuartel,
se llama...
¡Fidel!
y esto que la bestia fuera derrotada por el bien del hombre,
y esto, esto que la sombra se volviera luz,
esto tiene un nombre, solo tiene un nombre...
¡Fidel Castro Ruz!



Θριαμβευτική Πορεία του Αντάρτικου Στρατού [Ίντιο Ναμπορί (Ιησούς Όρτα Ρουίς)]

Πρώτη του Γενάρη!
Ολόφωτη χαράζει η αυγή.
Χαθήκαν τα σκότη!
Αστράφτει το αστέρι της λυτρωμένης κουβανέζικης σημαίας.
Ο αγέρας γεμίζει χαρούμενους ήχους. 
Φιλιούνται, χαιρετίζονται οι ψυχές και σ’ όλους τους τάφους των ξεπεσμένων ευγενών
Σκάνε τα λούλουδα και τραγουδούν
Τα κόκκαλα των πεθαμένων.
Διαβαίνει ένας απίθανος  κυκλώνας από σημαίες και βραχιόλια από γαγάτη και κόκκο.
Τα μπαλκόνια και τα πεζοδρόμια
Σείονται από ενθουσιασμό.
Φωνάζουν όλοι απ’ τα παραθύρια
Στο φως της μέρας ανοίγουν οι φυλακές κι οι αγκάλες: ανοίγει
Η χαρά σαν κόκκινο ρόδο στις καρδιές των μανάδων, που τις έφαγε το σαράκι της μελαγχολίας:
Νέοι γενειοφόροι, διαμάντια αντάρτες με τα λαδιά τους ρούχα
Κατεβαίνουν απ’ τους λόφους,
Και με τη γλύκα τους οι ήρωες του θριάμβου
Βγαίνουν, οπλισμένα και γενναία περιστέρια.
Έρχονται νικητές της πείνας, του μπαρουτιού και του κρύου
Απ’ το άγρυπνο μάτι της αγροτιάς
Και  τ’ ανοιχτό αμπρί κάθε καλύβας.
Έρχονται με το θρίαμβο του ντουφεκιού και του αλετριού.
Έρχονται με το αδελφικό και φιλικό χαμόγελο.
Έρχονται με το άρωμα της αγροτικής ζωής.
Έρχονται οπλισμένοι με τα ιδανικά που έδιωξαν τον τυφλό εχθρό.

Έρχονται με τη λαχτάρα των καμένων χωριών.
Έρχονται με τον αέρα και την αυγή
Και, απλά, σαν  κάποιοι που κάνανε το χρέος τους.

Ούτε τα ζουζούνια, ούτε τ’ αγκάθια,

Η δίψα που έσβησε τ’ αμπέλι του βουνού, ο άνεμος, η βροχή, το χέρι του φονιά, που πάντα παραμόνευε στον ορίζοντα.
Μονάχη η Κούβα η έγνοια τους!
Μονάχα τ’ όνειρο να αλλάξουνε τη μοίρα.
Ο! ο νεαρός πολεμιστής δεν σμίγει τα φρύδια του,
Ούτε έρχεται σκιαγμένος που μιλεί στον ενικό με το θάνατο!
Τα παιδιά τον κοιτάζουν που περνάει αντρειωμένος και λένε,
Κι αυτά μεγαλωμένα απ’ το θαυμασμό,
Πώς να! ένας άρχοντας, ξανανιωμένος, πέντε μέρες πιο μπροστά.
Περνάει ο Καμίλο Σιενφουέγκος.
Λάμπουνε δόξας εκατό φωτιές στο πρόσωπο του.
Περνάνε οι καπετάνιοι, μαυρισμένοι αγρότες, που έρχονται να οργώσουν την Ιστορία.
Περνούν οι Μαριάνες δίχως άλλες κορώνες από τις θυσίες τους: στρατιωτίνες της Κούβας, γαρδένιες που μια μέρα θα γίνουν λέαινες

Με το φιλί της κυράς Μαριάνας Γραχάλες.
Με τους στρατιωτικούς, περνάει κι ο Τσε Γκεβάρα,
Ψυχή των Άνδεων που πάτησε το Τουρκίνο,
Ο φλογερός Σαν Μαρτίν της Σάντα Κλάρα,
Ο Μασέο ντελ Πλάτα, ο αργεντινός Γκόμες.
Κι ανάμεσα σε κείνους της γενναίας Ανατολής οπού χορεύουν μάμπο,
Στη λαοθάλασσα, να που αστράφτει ένα αστέρι:
Να που το βλέπουμε, ο! ναι το βλέπουμε το φλογερό μέτωπο,
Το στιβαρό μπράτσο, το γλυκό χαμόγελο του Κάστρο.
Τον ακολουθούν οι αστραποβόλοι
Αλμέιδα και Ραούλ,
Κι επευφημούν το πέρασμα του Ήρωα οι καμένες πόλεις,
Οι πληγωμένες πόλεις, που θα γιατρευτούν, και θα δουν ένα γαλήνιο, καταγάλανο ουρανό.
Φιντέλ, μεγάλε Φιντέλ, μάτι πολεμικό! Θαύμα της Αμερικής, τιτάνα της τέχνης,
Που απ’ τις κορφές έκαιγες τ’ αγκάθια του κάμπου,
Και τώρα ποτίζεις ορχιδέες, λουλούδια βουνίσια.
Κι έτσι οι πάγοι γίναν μέλι,
Σε λένε …
Φιντέλ!

Κι έτσι η τσουκνίδα έγινε γαρίφαλο,
Σε λένε…
Φιντέλ!
Κι έτσι η πατρίδα μου δε θάναι
Σκοτεινή έδρα του τυράννου,
Σε λένε …
Φιντέλ!
Κι έτσι θα νικούσαμε το κτήνος
Με την καλοσύνη του άνδρα,
Κι έτσι, να που το σκοτάδι θα γίνει φως,
Αυτό το έκανε ένας άνδρας, μονάχα ένας άνδρας…
Ο Φιντέλ Κάστρο Ρους!

Δεν υπάρχουν σχόλια: