Μια πολιτεία με θανατηφόρα σύνορα...
...Ταξιδεύουμε απ’ τα χαράματα μέσα σε φορτηγά βαγόνια. Είναι θεοσκότεινα. Οι πιο πολλοί έχουμε κιόλας περάσει σαράντα μέρες στην απομόνωση και τέσσερις μήνες σ’ ένα μικρό στρατόπεδο κοντά στο Ζίμερινγκ. Ήταν κι ένας Εβραίος εκεί. Οι Ες-Ες σχηματίζανε έναν ανοιχτό κύκλο γύρω του και φωνάζανε: «Μπάλα». 0 Εβραίος άρχιζε να τρέχει απ’ τον ένα στον άλλο κι αυτοί τον κλοτσούσαν στα πόδια, στην κοιλιά, στα πλευρά, στο κεφάλι. Το ποδόσφαιρο σταματούσε όταν η «μπάλα» έμενε ασάλευτη πάνω στη λάσπη από χώμα και αίμα.
Όταν βαρέθηκαν να παίζουν κάθε μέρα το ίδιο παιχνίδι, τον πνίξανε σ’ ένα ρέμα που κυλούσαν μέσα οι οχετοί.
Το τραίνο που μας πάει σταματά σε πολλούς σταθμούς. Τ’ άλλα βαγόνια είναι κανονικά. Απ’ το ίδιο τραίνο ταξιδιώτες κατεβαίνουν. Άλλοι ανεβαίνουν. Σωπαίνουν και κολλάμε τ’ αυτιά στα τοιχώματα. Ακούμε τέτοιες κουβέντες:
Μια γυναίκα: Να πεις στην Έλγκα να μη στενοχωριέται για την ομπρέλα...
Ένας άντρας: Πήρα τα ρέστα μου απ' το μπαρ; Α, ναι, εδώ είναι!...
Άλλος άντρας: Έχετε άλλα πράγματα;
Άλλος άντρας: Αυτά είναι όλα, ευχαριστώ.
Άλλος άντρας: Εγώ κύριέ μου! Τ’ όνομά μου είναι Γκάντερτ... Καλό σας ταξίδι...
Άλλη γυναίκα: Χέλμουτ, μη με γελάσεις...
Άντρας: Κουταμάρες, την Κυριακή θα ‘μαι πίσω.
Ακούμε τα παραγγέλματα και τη σφυρίχτρα του κάθε σταθμάρχη, αλλά ούτε που είμαστε καταλαβαίνουνε, ούτε που πάμε. Σταματάμε πάλι.
Ξεκλειδώνουν τις συρτές πόρτες και τις ανοίγουν. Είναι μέρα ακόμα. 0 ήλιος πέφτει καταπρόσωπο και μας στραβώνει. Όμως καλύτερα έτσι. 0 σταθμός είναι μικρός, επαρχιακός, με δέντρα, μπλοκαρισμένος από Ες-Ες. 0 αξιωματικός τους παρακαλεί τους ταξιδιώτες που κατεβαίνουν να περάσουν γρήγορα. Παρακαλεί κι αυτούς που είναι να μπουν στο τραίνο να περιμένουν λίγο.
Η παραλαβή μας απ’ τους Ες-Ες του Μαουτχάουζεν γίνεται ονομαστικά. Ταυτόχρονα μπαίνουμε στη γραμμή πέντε-πέντε. Οι ταξιδιώτες που είναι στην πλατφόρμα και στα βαγόνια δε μας πολυπροσέχουν. Ούτε οι σιδηροδρομικοί. Ένας μάλιστα ελεγκτής έχει καθίσει στη σκάλα, ανοίγει το «τέρμος» και πίνει καφέ. Αυτά μας φαίνονται σαν «καλά σημάδια». Η ελπίδα πιάνει να ριζώνει. Τη βοηθά κι ο απογευματινός ήλιος κι ένα τεράστιο γελαστό πρόσωπο σε μια διαφήμιση μπύρας που μας κλείνει πονηρά το μάτι. Ο διπλανός μου ψιθυρίζει «φαίνεται πως θα δουλέψουμε στο χωριό». Άλλος λέει «το πολύ-πολύ στα χωράφια». Κι ύστερα άλλος «οι Γάλλοι αιχμάλωτοι που δουλεύουνε στα χωράφια περνάνε καλά. Πολλοί το σκάνε».
Παίρνουμε το δρόμο του χωριού. Δεξιά κι αριστερά σπίτια. Λοξοκοιτούμε στα παράθυρα και βλέπουμε τα έπιπλα που είναι μέσα. «Καλά σημάδια».
Ένας άντρας ανεβασμένος σε μια καρέκλα βάφει τα παραθυρόφυλλα. Μια γυναίκα ακουμπά στο παράθυρο. Μαθήτριες περνάνε με ποδήλατα. Σταματούν. Τις ακούμε που κάτι λένε στα πεταχτά με τους Ες-Ες. Κάτι «για το έργο που 'χει απόψε ο κινηματογράφος». Εμείς δεν μπορούμε να μιλήσουμε μεταξύ μας, όμως συνεννοούμαστε κι έτσι... «Καλά σημάδια, καλά σημάδια».
Ο δρόμος περνά ανάμεσα σε μαγαζιά. Γυναίκες κι άντρες κάνουν τα ψώνια τους. Οι πιο πολλοί χαιρετιούνται με τους Ες-Ες. Από ένα κουρείο βγαίνει κάποιος με τη σαπουνάδα στα μούτρα και λέει στον Ες-Ες αξιωματικό που υπόγραφε την παραλαβή μας: «Να μην ξεχάσεις ώρα εννέα απόψε, σπίτι, μαζί με την Άννυ. Σύμφωνοι;»
«Θα ‘ναι παντρεμένος, σκεφτόμαστε όλοι. Άννυ θα ‘ναι η γυναίκα του. Μπορεί να ‘χει και παιδιά. Καλά σημάδια».
Φτάνουμε σε μια πλατεία. Αριστερά κυλά θολός ο Δούναβης. Σ’ ένα στύλο είναι ένα πανό από λαμαρίνα: Ένα κεφάλι με κράνος φράζει το στόμα με το δάχτυλο κι από κάτω γράφει: «Μάθε να σιωπάς χωρίς να σπας».
Μόλις περνάμε την πλατεία ο αξιωματικός φωνάζει «αλτ». Ένα κουβάρι μαλλί κυλάει ανάμεσα στα πόδια της πεντάδας που είναι μπροστά μου. Ο Ες-Ες σηκώνει το πόδι του και κοπανά πολλές φορές με το τακούνι της μπότας τα δάχτυλα αυτών που πάτησαν το κουβάρι. Το σηκώνει και τυλίγοντάς το πλησιάζει στην πόρτα ενός φούρνου και το δίνει σε μια γυναίκα που στέκει εκεί.
«Εμπρός... μαρς». Τα σπίτια σιγά-σιγά αραιώνουν, μπαίνουμε σ’ ένα πλατύ χωματόδρομο ανάμεσα στα χτήματα. Ο ήλιος έχει κατέβει, κάνει ψύχρα. Κάπου-κάπου βόδια μουκανίζουν. Αρχίζει η ερημιά. Δε βλέπουμε πια σπίτια. Ούτε ακούμε μουκανίσματα. Σ’ άλλο στύλο, άλλο πανό από λαμαρίνα:
«Μην προχωράτε πέρα απ’ αυτό το σημείο. Οι παραβάται συλλαμβάνονται. Εις περίπτωσιν απόπειρας διαφυγής, εκτελούνται επί τόπου».
Λίγο πιο πέρα ένας εσταυρωμένος απ’ αυτούς που φυλάνε τα σταυροδρόμια στη Γερμανία. Δίπλα, μια δεκαριά μπιτόνια για γάλα.
«Αλτ!..». Δεξιά κι αριστερά φυλάκια. Στη μέση μπάρα για τα τροχοφόρα. Πάνω η επιγραφή:
Ες-Ες. Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως Μαουτχάουζεν.
Απ’ τα πλευρά κάθε φυλακίου φράχτης από πυκνή σειρά συρματοπλέγματα, ψηλός ως τρία μέτρα, φεύγει και χάνεται μέσα στο δάσος και στη νύχτα που έχει πια έρθει.
Δεν έχουμε πια ψευδαισθήσεις. Στο βάθος βλέπουμε το «Μαουτχάουζεν» καθισμένο σαν κάστρο στην κορφή του λόφου. Μια μακριά σειρά ηλεκτρικοί γλόμποι δείχνουν το δρόμο. Όσο πλησιάζουμε, οι λεπτομέρειες φανερώνονται. Ψηλό πέτρινο τείχος. Συρματόπλεγμα στη ράχη με ηλεκτρικούς μονωτήρες. Ψηλοί πέτρινοι πύργοι με πολυβόλα. Το σήμα «νεκροκεφαλή» στην κορφή της στέγης. Μια καμινάδα που βγάζει φωτιά. Τιναχτή φωτιά έτσι όπως στα διυλιστήρια πετρελαίου.
Ο αέρας μυρίζει καμένο κρέας... Προσέχουμε πως το χαλίκι του δρόμου είναι ανάμιχτο με αποκαΐδια. Ανάμεσά τους βλέπουμε κομμάτια κόκαλα. Κανείς δε μιλά... Ποιος τολμά να πει: «Έχεις ακούσει πως απ’ τους ανθρώπους βγάζουν σαπούνι κι άλλα χημικά προϊόντα;»
Έχουμε φτάσει στον περιφερειακό δρόμο. Δεξιά μας παράγκες με βεράντες και πρασιές. Ες-Ες στρατιώτες κάθονται στα πεζούλια.
Αριστερά ένα γήπεδο ποδοσφαίρου χαραγμένο με άσπρες γραμμές. Δίπλα μια σειρά παράγκες φραγμένες με συρματόπλεγμα. Πάλι ηλεκτρικοί μονωτήρες. Επιγραφή: Νοσοκομείον.
Ανηφορίζουμε προς την κεντρική πύλη. Ο δρόμος εδώ είναι γεμάτος πινακίδες:
Ταχυδρομείον
Λέσχη Αξιωματικών
Εστιατόριον
Οδοντιατρείον
Ιατρείον
Διεύθυνσις Υποχρεωτικής Εργασίας
Πολιτική Διεύθυνσις
Κομμαντατούρ
Η πύλη ανοίγει. Είναι δίφυλλη. Ως τρία μέτρα το κάθε φύλλο. Από πίσω δυο πύργοι με πολυβόλα. Στο κεφάλι της πύλης μια ειδοποίηση:
«Εσείς που μπαίνετε αφήστε έξω κάδε ελπίδα».
Είμαστε μέσα. Η πύλη κλείνει. Η πλατεία είναι άδεια, κατάφωτη και πεντακάθαρη. Μια σειρά παράγκες αριστερά. Δεξιά πετρόχτιστα χτίρια.
0 διοικητής είναι εδώ μαζί με άλλους αξιωματικούς. Ακούμε πως λείπει ένας πεθαμένος... Έπρεπε να ‘ναι 166 και είναι 165. 0 διοικητής φεύγει φωνάζοντας πως «απαιτεί να βρεθεί ο άλλος». Οι αξιωματικοί τραβούν προς τη μεριά που είναι ανάμεσα στο πρώτο χτίριο και στη μέσα μεριά του ψηλού τοίχου. Οι 165 πεθαμένοι είναι αραδιασμένοι στο τσιμέντο, άλλοι μπρούμυτα, άλλοι ανάσκελα. Ξαναρχίζουν το μέτρημα.
Μας λένε να γδυθούμε και να κάνουμε τα ρούχα μας μπογαλάκι. Παραδίνουμε ό,τι έχουμε σε κατάδικους που κάθονται σε μια σειρά τραπέζια. Χώρια τα ρούχα, χώρια τα ρολόγια, τα δαχτυλίδια, τα λεφτά. 0 Ες-Ες αποθηκάριος πιάνει κάπου-κάπου κανένα ρολόι ή κανένα χρυσαφικό και το κοιτάζει με προσοχή. Μόλις δει κάτι και του αρέσει, αρχίζει να χτυπά αφηνιασμένος αυτόν που του ανήκει και να φωνάζει: «Χρυσό ρολόι, βρωμόσκυλο, ε; Γουρούνι, υπάνθρωπε, θα σου δείξω εγώ εσένα!...».
Όποιος παραδίνει, κατεβαίνει στα υπόγεια λουτρά. Κοιτάζουμε τα ντους που είναι στο χαμηλό ταβάνι και περιμένουμε. Άλλοι κατάδικοι με ξυράφια και ψαλίδια έρχονται και κάθονται σε σκαμνιά. Καθένας έχει πλάι του έναν τενεκέ σαπουνάδα. Γονατίζουμε μπρος τους. Μας κουρεύουν και μας ξυρίζουν τα μαλλιά, τα γένια, τις μασχάλες, τα σκέλια. Όταν τελειώσει το ξύρισμα, μας μοιράζουν από ένα κομμάτι σαπούνι και μας στέλνουν κάτω απ’ τα ντους. Παρακολουθούμε τι θα κάνουν οι μπαρμπέρηδες και οι άλλοι. Θα φύγουν; Θα μας αφήσουν μέσα μονάχους; Δε φεύγουν.
Άφθονο ζεστό νερό μας περιχύνει. Ύστερα, βρεγμένοι και τουρτουρίζοντας βγαίνουμε στην πλατεία. Μας δίνουν μακριά σώβρακα, πουκάμισα, πανταλόνια, σακάκια, σκούφο. Όλα ριγωτά με άσπρη και μπλε γραμμή. Μας δίνουν και ξυλοπάπουτσα.
Ένας πανύψηλος κατάδικος μέχρι εξήντα χρονώ, φαλακρός, με γυαλιά, περνά από κοντά και μας κοιτάζει. Όπως όλοι οι παλιοί του Μαουτχάουζεν, έτσι κι αυτός φορά ρούχα πολιτικά σημαδεμένα μπρος-πίσω με κόκκινη λαδομπογιά. Ρίχνει το τσιγάρο που καπνίζει έτσι που να μπορεί κάποιος από μας να το πάρει με τρόπο, και ρωτά αυτούς που μας δίνουν ρούχα «από που μας φέρανε...».
Μας πηγαίνουν στις παράγκες της καραντίνας. Ρωτάμε: «Τι ήταν εκείνοι οι 165 νεκροί;» Μας απαντούν: «Οι νεκροί της ημέρας».
Είναι κι άλλοι πολλοί εδώ: Ρώσοι, Γάλλοι, Τσέχοι. Μαθαίνουμε πως θα μείνουμε στο Μαουτχάουζεν δυο-τρεις βδομάδες. Ύστερα θα μας στείλουν έξω. Άλλους σε εργοστάσια, άλλους σε κινητά συνεργεία που επισκευάζουν βομβαρδισμένες γέφυρες και σιδηροδρομικές γραμμές, άλλους στα λατομεία. Πιο τυχεροί είναι όσοι μένουν εδώ, στο κεντρικό στρατόπεδο. Μαθαίνουμε ακόμα πώς λειτουργεί ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως και τι ακριβώς είναι. Πάνω-πάνω είναι ο διοικητής, ο Ες-Ες σταντάρτεν φύρερ Ζίρας, έμπιστος άνθρωπος του Χίμμλερ. Ύστερα έρχεται ο υποδιοικητής ο στουρμ φύρερ χάουπτ Μπαχμάγερ και μετά ο όμπερστούρμ φύρερ Σουλτς, προϊστάμενος στην Πολιτική Διεύθυνση. Πιο φοβερός όμως απ’ όλους είναι ο υπεύθυνος της υποχρεωτικής εργασίας όμπερσαρφ Φύρερ Μπεμ. Σ’ όλα τα γραφεία και τα πόστα, τ’ αφεντικά είναι βέβαια οι Ες-Ες αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, στρατιώτες. Έχουν όμως για βοηθούς και για επιστάτες παλιούς κατάδικους. Πολλοί απ’ αυτούς είναι ποινικοί κατάδικοι κοινοί κακούργοι, που τους φέραν από διάφορες φυλακές για να ‘ναι δικοί τους άνθρωποι. Αυτοί έχουν πράσινο τρίγωνο στο στήθος «κι απ’ αυτούς να φυλάγεστε». Άλλοι όμως είναι πολιτικοί κατάδικοι και τους έχουν στα γραφεία επειδή είναι καθηγητές, επιστήμονες, μορφωμένοι άνθρωποι. Όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι έχουν κόκκινο τρίγωνο, οι Εβραίοι έχουν κίτρινο άστρο, οι ατσίγγανοι και οι χωρίς υπηκοότητα μαύρο τρίγωνο. Οι ομοφυλόφιλοι βυσσινί. Σε κάθε παράγκα υπάρχει ένας μόνιμος υπεύθυνος που τον λένε «ο αρχαιότερος», ένας γραμματέας και δυο θαλαμάρχες, ένας για κάθε θάλαμο. Οι κατάδικοι του κεντρικού στρατοπέδου δουλεύουν στο λατομείο, φορτώνουν άμμο του Δούναβη σε βαγόνια και αυτοκίνητα, χτίζουν αποθήκες κι εργοστάσια, δουλεύουν στα χωράφια. Υπάρχουν κι ένα πλήθος άλλες δουλειές. Καθαριστές, μαραγκοί, σιδεράδες, μπογιατζήδες, νοσοκόμοι, μάγειροι, κουβαλητές των πεθαμένων. «Αλλά ό,τι και να γίνει, όπου και να σας στείλουν, σ’ όποια δουλειά και να σας βάλουν, εκείνο που πρέπει να προσέχετε είναι να μην αρρωστήσετε. Η αρρώστια που θερίζει εδώ είναι η δυσεντερία. Φυλαχτείτε γιατί μόλις καταλάβουν πως είσαι άρρωστος σε στέλνουν στο νοσοκομείο. Εκεί δε γλιτώνεις. Μόλις σας πιάσει ευκοιλιότητα να κάνετε κάρβουνο το ψωμί σας και να το τρώτε. Είναι η μόνη ελπίδα».
Στις οχτώ και μισή, κάθε κίνηση σταματά. Όλοι στα κρεβάτια και τα φώτα σβήνουν. Το πρωί στις έξι είμαστε όλοι όρθιοι. Τα κρεβάτια στρωμένα. Παίρνουμε μισή λίτρα καφέ ερζάτς και βγαίνουμε έξω. Απαγορεύεται να μένεις στο θάλαμο. Στις εφτά μαζευόμαστε στην πλατεία για το προσκλητήριο. Κάθε παράγκα χωράει πεντακόσους και μπαίνουμε σε δέκα σειρές των πενήντα. Η πλατεία γεμίζει από χιλιάδες κρατούμενους, που στέκουν ασάλευτοι κι αμίλητοι. Γίνεται η καταμέτρηση και τα συνεργεία αρχίζουν να φεύγουν για έξω.
Όσοι δε δουλεύουν, όπως εμείς, πρέπει να περπατούν πάνω-κάτω στο δρόμο μπροστά στην παράγκα τους.
Το μεσημέρι άλλο προσκλητήριο χωρίς τα συνεργεία που δουλεύουν μακριά.
Ύστερα γυρίζουμε στις παράγκες για το συσσίτιο. Μια λίτρα σούπα από χορταρικά. Οι καραβάνες είναι λιγοστές, τα κουτάλια σπάνιο είδος. Είκοσι άνθρωποι παίρνουν φαΐ στην ίδια διαρκώς καραβάνα, γιατί το πλύσιμο απαγορεύεται πριν τελειώσει η διανομή. Η σούπα είναι καμωμένη από κάτι άσπρα γογγύλια μεγάλα σαν πεπόνια. Άλλοι ξερνάνε με την πρώτη κουταλιά, άλλοι στο τέλος κι άλλοι ούτε δοκιμάζουν. Είναι αρχή ακόμα.
Στις έξι, βραδινό προσκλητήριο. Όλη η πλατεία γεμάτη πάλι όπως το πρωί. Ακολουθεί το βραδινό συσσίτιο. Διακόσα πενήντα γραμμάρια ψωμί μαύρο σαν το χώμα και είκοσι γραμμάρια μαργαρίνη. Μόλις γίνει η διανομή πλακώνουν απ’ τις άλλες παράγκες διάφοροι εμπορευόμενοι και μαυραγορίτες που παίρνουν το ψωμί και δίνουν δυο τσιγάρα, τη μαργαρίνη και δίνουν μισό τσιγάρο...
Στο μεταξύ μέρα και νύχτα η φλόγα βγαίνει απ’ την καμινάδα του φούρνου χωρίς σταματημό κι ο αέρας που αναπνέουμε μυρίζει κρέας που καίγεται, ανθρώπινο κρέας.
Δεύτερη βδομάδα στην παράγκα της καραντίνας. Είναι απομεσήμερο και ψιλοβρέχει. Ο πανύψηλος φαλακρός κρατούμενος με τα γυαλιά, που είχα πρωτοδεί έξω απ’ τα λουτρά, περνά το δρόμο μπρος πίσω. Ύστερα στέκει ανάμεσά μας και ρωτά: «Ποιος είναι ο νεαρός απ’ την Αθήνα;»
Κοιτάζω ανήσυχα τους άλλους. «Τι με θέλουν;» Ύστερα προσέχω τα σήματα που έχει στο στήθος του σακακιού. Κόκκινο τρίγωνο. Στη μέση ένα D. 0 αριθμός του είναι εννιά χιλιάδες τόσο. Δηλαδή πολιτικός κρατούμενος, Γερμανός, με δυο-τρία τουλάχιστο χρόνια στο στρατόπεδο. Δεν έχω τι άλλο να κάνω και λέω: «Εγώ είμαι...»
Ο Γερμανός κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου, με κοιτά για λίγο σιωπηλός ανάμεσα απ’ τα γυαλιά, το χείλι του τρέμει κι αρχίζει να λέει: «Ρετσίνα, φέντα, Φάληρο, ντάλασσα, ένα βαρύ γλυκό»... Σωπαίνει λίγο και ξαναρχίζει... «Καλημέρα, καλησπέρα, ευχαριστώ, πολύ, σήμερα, αύριο, κοκκινέλι, καίρω πολύ, μαρίντες».
Ξεσπά σ’ ένα κοφτό άγριο γέλιο. Σωπαίνει πάλι, βγάζει ένα μεγάλο σκούρο μαντίλι, σκουπίζει τη βροχή στη φαλάκρα του, στα μάγουλα και λέει στα γερμανικά μια μια λέξη: «Έμεινα τρία ωραία χρόνια στην Αθήνα. Κάθε νύχτα πηγαίναμε στο Φάληρο. Ήμουν γενικός αντιπρόσωπος μιας γερμανικής βιομηχανίας ηλεκτροεργαλείων. Έχω πολλούς Έλληνες φίλους. Καλούς φίλους».
Σημειώνει τα στοιχεία μου σ’ ένα χαρτί. «Νούμαρ ντρία, εφτά, εφτά, ντρία, ντέσσερα». Μου χώνει στην τσέπη ένα πακέτο τσιγάρα και μου σφίγγει το χέρι. «Τ’ όνομά μου είναι Σνάιντερ, Βίλχελμ Γιόχαν Σνάιντερ... Άουφ-βίντερζέεν». Και φεύγει...
Δυο μέρες μετά ο γραμματέας της παράγκας με ρώτησε τι είναι εκείνο το «επάγγελμα σχεδιαστής» που έχω δηλώσει... Του είπα πως έχω σπουδάσει σε μια τεχνική σχολή και είμαι διπλωματούχος. Ήταν Τσέχος και κάτι είπε στα τσέχικα που μάντεψα πως σήμαινε «κι επειδή είσαι διπλωματούχος κάτι τρέχει στα γύφτικα».
Με ξαναρώτησε αν ξέρω να γράφω τους λατινικούς χαρακτήρες κι αν είμαι καλλιγράφος. Είπα ναι. Με πήρε για βοηθό του και μ’ έβαλε να καθαρογράφω τις ατομικές καρτέλες.
«Θα γράφεις όσο πιο αργά μπορείς χωρίς να φαίνεται ότι το κάνεις επίτηδες. Μ’ αυτό το κόλπο θα σε κρατήσω εδώ ώσπου να τελειώσουν οι αποστολές στα εργοστάσια και στ’ άλλα επικίνδυνα μέρη. Ύστερα βλέπουμε. Επίσης κοίταξε να μάθεις γερμανικά το γρηγορότερο. Άμα ένας Ες-Ες σου μιλάει γερμανικά και συ απαντάς «ιχ φερστέεν νιχτς» ούτε ψύλλος στον κόρφο σου. Τα γαλλικά σου είναι καλά για μας, αλλά όχι γι’ αυτούς! Κομπρί; Και κάτι άλλο: Λέξη για όλα αυτά σε κανένα. Χάθηκες κι εσύ κι εμείς...»
Τώρα η Γιαννίνα κι εγώ περπατούσαμε στο δρόμο για το Μαουτχάουζεν «έτσι ελεύθεροι». Αλλά ήταν πολύς ο δρόμος κι ανήφορος, κι η Γιάννινα κουράστηκε. Ήταν και το στρατιωτικό πανταλόνι που φορούσε χοντρό και σκληρό, κι όπου ακουμπούσε της έτρωγε το πετσί. Κάθε τόσο και λιγάκι μου ζητούσε συγγνώμη και τραβούσε τον καβάλο για να πάει πιο κάτω. Έσκισα το μαντίλι μου στα δυο και της έδεσα τα γόνατα. Το λίγο πετσί πάνω στις κλειδώσεις είχε ερεθιστεί και την έτσουζε. Καθώς ανέβαζε τα μπατζάκια πάνω απ’ τα γόνατα, έλεγε πως απ’ τις 5 του Μάη είχε κιόλας πάρει τέσσερα κιλά. Στο μεταξύ είχαμε καταργήσει τον πληθυντικό. Δεν έλεγα «δεσποινίς» ούτε έλεγε «κύριε».
Καθίσαμε σε μιαν άκρη του δρόμου περιμένοντας κανένα περαστικό αυτοκίνητο. Για να μην κρυώνει ακούμπησε με την πλάτη στο στήθος μου κι εγώ άνοιξα το σακάκι μου και την τύλιξα μέσα. Μας χωρούσε άνετα και τους δυο. Πέρασα και τα χέρια μου γύρω της.
Μόλις βολεύτηκε, κοιμήθηκε. Ροχάλιζε κιόλας λιγάκι. Το κουρεμένο της κεφάλι μύριζε αμερικάνικο σαπούνι.
Απ’ την κάτω μεριά του δρόμου προβολείς από αυτοκίνητο πέσανε δυο-τρεις φορές πάνω στα δέντρα.
— Ξύπνα της είπα, έρχεται αυτοκίνητο.
Κοιμόταν για καλά. Το αυτοκίνητο πλησίαζε ολοταχώς. Την έγειρα με προσοχή στα χόρτα και πήγα να κάνω σινιάλο για στοπ. Τότε το αίμα μου πάγωσε... Αυτοί που ήταν στο αυτοκίνητο τραγουδούσαν ένα γερμανικό τραγούδι. «Ξανάρχονται» είπα πνιχτά... Οι Αμερικάνοι μας είχαν πει να φυλαγόμαστε γιατί ακόμα υπήρχαν «φωλιές των Ες-Ες, ακαθάριστες». Οι προβολείς είχαν πέσει κιόλας πάνω μου. Στο μεταξύ η Γιαννίνα άκουσε μες στον ύπνο της το «κακό» τραγούδι και την είχε πιάσει υστερία. Στρίγκλιζε και στριφογύριζε κουτουλώντας πάνω στα δέντρα, μην ξέροντας ποιο δρόμο να πάρει... Έτρεξα τη βούτηξα και της έχωσα τα μούτρα στο σακάκι μου, για να μην ακουστούν οι φωνές της. Το αυτοκίνητο σταμάτησε, το τραγούδι έπαψε... Απ’ την καρότσα του αυτοκινήτου πήδηξαν τρεις στρατιώτες με τ’ αυτόματα και κάποιος είπε αμερικάνικα: «Είναι κανείς εκεί;...» Επιτέλους πήραμε ανάσα. «Ναι, είπα, είστε Αμερικάνοι, έτσι δεν είναι;»
– Θέλετε βοήθεια; ξαναρώτησε ο Αμερικάνος και μας φώτισε μ’ ένα μεγάλο φανάρι.
Προχωρήσαμε στ’ αυτοκίνητο κι ανεβήκαμε στην καρότσα που ήταν φίσκα στρατιώτες. Τη Γιαννίνα τη νόμισαν και κείνη για άντρα κι όταν της κάνανε θέση να καθίσει στον πάγκο, της είπανε: «Κάθισε δω, νεαρέ».
Χαθήκατε; ρώτησε κείνος με το φανάρι.
– Φοβηθήκαμε, απάντησα.
Κι ήθελα να συνεχίσω και να του πω: «Μα είναι αστεία αυτά;» αλλά το αυτοκίνητο ξεκίνησε, οι στρατιώτες ξανάρχισαν το ίδιο γερμανικό τραγούδι:
«Φράχτεν, φρέχτεν σβάινεράι
κράχτεν, κρούχτεν χούντεράί
αλό κλο, κλο
κλο, κλο, κλο...»
Κλοτσούσαν το πάτωμα της καρότσας, γούρλωναν τα μάτια τους αγριεύανε τη φωνή τους. Παίζανε τους γερμαναράδες και διασκεδάζανε του καλού καιρού. Η Γιαννίνα ξεθάρρεψε, άρχισε να γελά και σε λίγο να τραγουδά μαζί τους. Το ίδιο κι εγώ: «Φράχτεν, φρέχτεν, σβάινεράι...»
Αφήσαμε τη Γιάννινα στις παράγκες των γυναικών. Οι στρατιώτες αυτή τη φορά της είπαν: «Γκουντ νάιτ γιανγκ λαίντη».
Βρήκα καρφιτσωμένο στο μαξιλάρι μου ένα σημείωμα απ’ τον Σνάιντερ. «Ό,τι ώρα και να γυρίσεις, έλα στις φυλακές να με δεις. Θα πιούμε ουίσκι εκεί που άλλοτε πέθαιναν για δυο σταγόνες νερό».
Η επιτροπή κι οι Αμερικάνοι είχαν αναθέσει στον Σνάιντερ τη διεύθυνση των φυλακών. Έδειξα στους στρατιώτες την ταυτότητά μου και είπα πως με ζητάει «ο ντόκτορ Σνάιντερ».
Πρώτη φορά έμπαινα δω μέσα. Κοίταζα τη σειρά τις κλειδωμένες πόρτες. Τι ησυχία! Απίστευτο πως πίσω από καθεμιά μπορούσε να ‘ναι φυλακισμένος ένας Ες-Ες, όπως ο Μπεμ, ο Μύλλερ, ο Φάσελ. Απίστευτο ότι μπορούσε τώρα να τους χωράει ένα κελί... Και τι τρομαχτική ησυχία!
Ο Σνάιντερ καθόταν στο γραφείο της φυλακής μπροστά σ’ ένα σωρό από φωτογραφίες, έγγραφα, ντοκουμέντα κάθε λογής.
— Κάθισε... Έχεις πιει ποτέ απ’ αυτό;... Ναι, αλλά θα το ‘χεις ακουστά, είναι ουίσκι. Τι βλάκες που είναι οι Γερμανοί! Πίστεψαν έναν παράφρονα που φώναζε «δε θέλουμε βούτυρο, θέλουμε κανόνια». Οι Άγγλοι κι οι Αμερικάνοι δε θα πιστεύανε ποτέ εκείνον που θα τους έλεγε «δε θέλουμε ουίσκι θέλουμε κανόνια». Να γιατί οι Γερμανοί χάνουν πάντα τον πόλεμο. Κάθε φορά παύουν να πιστεύουν στο βούτυρο και πιστεύουν στα κανόνια... Αν δε σ’ αρέσει το ουίσκι, μη στενοχωριέσαι. Όλα τα καλά πράγματα είναι δύσκολα στην αρχή... Είναι ώσπου να τα καταλάβεις... Ο ταγματάρχης Πάτρικ μου ζήτησε να αναλάβω τη διεύθυνση των φυλακών και να βοηθήσω τους Αμερικάνους της στρατιωτικής δικαιοσύνης στη σύνταξη των καταθέσεων. Ήμουν έτοιμος να φύγω μεθαύριο. Αλλά με χαρά μου θα μείνω γι’ αυτή τη δουλειά. Θα γυρίσω πιο ήσυχος σπίτι μου άμα θα ξέρω πως δεν πρόκειται να γλιτώσει κανείς απ' αυτούς... Έδωσα τ’ όνομά σου για να κάνεις κατάθεση... Θα καταθέσει κι ο Καζιμίρ Κλεμέντες κι ο Μάτυς κι ο Μπαϊλίνα κι ο Μίλος Στράνσκυ... Εδώ είναι τα βιβλία που είχατε κρύψει... Οι Αμερικανοί λένε πως θα ‘πρεπε να πάρετε παράσημο... Κουβάλησα κι ένα κρεβάτι εδώ, για να μη χάνω την ώρα μου στην παράγκα... Έχω πάρα πολύ δουλειά να κάμω... Έννοια σου και θα σου τους περιποιηθώ μια χαρά εγώ όλους αυτούς τους νιτσεϊκούς και ροζενμπεργκικούς δολοφόνους... Δεν πρόκειται να φύγω απ’ το Μαουτχάουζεν πριν βεβαιωθώ ότι οι φάκελοί τους είναι αρκετά δίκαιοι για μια δικαστική απόφαση «εκατοντάκις εις θάνατον δι’ αγχόνης».
– Τι κάνουν τώρα; ρώτησα τον Σνάιντερ. Τι λένε;
Δε λένε τίποτα. Σκέφτονται! Χα, χα! Μάλιστα στα ξαφνικά άρχισαν να σκέφτονται! Ξαφνικά ανακάλυψαν το μυαλό τους! Όμως, μη γελιόμαστε! Αν γινόταν να τους ξαναφέρεις στα πόστα τους, θα ξανακάνανε τα ίδια και χειρότερα! Όμως αυτοί θα δικαστούν. Θα κρεμαστούνε. Εντάξει! Όλους τους άλλους ποιος θα τους δικάσει; Τα εκατομμύρια, τα πολλά εκατομμύρια πολίτες που τα ξέρανε όλα και τα ανέχτηκαν όλα... Ποιος θα τους δικάσει; Νομίζεις ότι όλες αυτές οι δολοφονίες γίνονταν μόνο στα κρυφά στο Άουσβιτς, στο Νταχάου, στο Γκούζεν, στο Μαουτχάουζεν; Βλάκα... Αυτά όλα άρχισαν στο Μόναχο και στο Βερολίνο απ’ το 1933!... Με γιορτές και τραγούδια! Θα σπάσω το κεφάλι όποιου θα ‘χει τη γουρουνιά να μου πει πως δεν είχε ιδέα. Μπορείς να φανταστείς ότι αυτοί οι αγαθοί δήθεν αγρότες, σε ακτίνα τουλάχιστον πενήντα χιλιόμετρα γύρω απ’ το Μαουτχάουζεν, δεν ξέρανε τι γίνεται εδώ μέσα;... Είναι δυνατόν εννιά ολόκληρα χρόνια που υπάρχει εδώ το στρατόπεδο να μην είδανε τίποτα, να μην ακούσανε τίποτα, να μην καταλάβανε τίποτα;... Μήπως δε βλέπανε τα συνεργεία απ’ τους σκελετούς που δουλεύανε κάτω στο χωριό, στα χτήματα, στις σιδηροδρομικές γραμμές;... Όλοι τα ξέρανε... Ολόκληρη η Γερμανία απ’ άκρου εις άκρον και θα σου το αποδείξω αμέσως... Έχω εδώ την απόδειξη έτοιμη, για να την έχω πρόχειρη στην τσέπη μου και να τσακίζω στο ξύλο όποιον δήθεν ανίδεο Γερμανό πολίτη έχει αντίρρηση. Κοίταξε καλά αυτό το χάρτη της Γερμανίας πριν την πάρει ο διάβολος! Βλέπεις όλους αυτούς τους κύκλους; Έχω μαρκάρει τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως! Ο κάθε κύκλος καλύπτει έκταση ακτίνας πενήντα χιλιομέτρων. Τι αποδεικνύεται; Πως η μισή Γερμανία είναι μέσα στους κύκλους. Άρα, οι μισοί Γερμανοί ξέρανε οπωσδήποτε για τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και τα στρατόπεδα εξοντώσεως!... Ύστερα απ’ αυτό, αγαπητέ μου, μου είναι δύσκολο να πιστέψω πως ο μισός γερμανικός λαός ήξερε κι ο άλλος μισός δεν είχε ιδέα. Άλλωστε τις ίδιες θηριωδίες που έκαναν τα Ες-Ες στα στρατόπεδα, τις έκανε με την ίδια ευκολία η Βέρμαχτ στα κατεχόμενα εδάφη. Όλοι τα ξέρανε!... Όλα τα ξέρανε. Μην πιστεύετε κανένα!... Μην τους πιστέψετε ποτέ!... Αν προσπαθήσουν να σας ξεγελάσουν, θα πει πως δε θέλουν να διορθωθούν.
0 Σνάιντερ ήταν τώρα άγριος, χτυπούσε τη γροθιά του πάνω στο τραπέζι. Ύστερα έπεσε στην καρέκλα του κι έχωσε το πρόσωπο μέσα στα χέρια.
– Πιες λίγο ουίσκι...
– Πήγαινε κοιμήσου, πήγαινε κοιμήσου! Αύριο θα ‘μαι καλά, έλα αύριο!...
Γύρισα στην παράγκα μου. Κάθισα στο κρεβάτι μου και κοίταζα έξω το φράχτη με τα συρματοπλέγματα. Άλλοτε ήταν ηλεκτροφόρα. Τώρα ήταν καλά φωτισμένα για να μην πλησιάσει κανείς απρόσεχτος και γρατσουνιστεί. Ένιωθα βάρος και κακοκεφιά. 0 τρόμος που πήραμε με τη Γιαννίνα στο δρόμο εξαιτίας εκείνου του τραγουδιού... Ύστερα οι φυλακές κι όσα είπε ο Σνάιντερ, σβούριζαν στο μυαλό μου...
Έπεσα να κοιμηθώ κι άρχισα, όπως κάθε νύχτα, να στριφογυρίζω πάλι βασανιστικά στο στρώμα και να μην μπορώ να διώξω εκείνη την τυραννική σκέψη... «Σκέψου να ξυπνήσεις από σφυρίχτρες για πρωινό προσκλητήριο... Σκέψου να δεις πάλι τους Ες-Ες να περνάνε αργά μπρος απ’ τις γραμμές και να μετράνε... Σκέψου να ‘ναι όνειρο πως ήρθαν οι Αμερικάνοι... Πρώτη φορά είναι που βλέπεις τέτοιο όνειρο; Κράτα το όσο μπορείς αυτό το ωραίο όνειρο, βρε βλάκα... Γιατί πιέζεις τον εαυτό σου να κοιμηθεί ήσυχα; Σήκω πάνω, ντύσου, πήγαινε βόλτα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου