11 Μαρτίου 2019

Ο βίος του Σαίξπηρ [Victor Ugo, από το βιβλίο του: «ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ» σε μετ. Γεράσιμου Σ. Βουτσινά]


Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΣΑΙΞΠΗΡ

§ 1

Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (William = Γουλιέλμος) εγεννήθη εις την επί του ποταμού Άβωνος (Avon) πόλιν Στρατφόρδην, μέσα εις σπίτι κάτω που από τα κεραμίδια του ήτο κρυμμένη ομολογία καθολικής πίστεως αρχίζουσα με τας λέξεις: «Εγώ ο Τζων Σαίξπηρ». Τζων (Ιωάννης) ήτο ο πατήρ του Ουίλλιαμ. Η οικία, κείμενη εις τον δρομίσκον Henley Street, ήτο ταπεινού εξωτερικού, το δε δωμάτιον, όπου ο Σαίξπηρ ήλθεν εις τον κόσμον, ήτο άθλιον. Τοίχοι ασβεστόχριστοι, μαδέρια μαυρισμένα και σχηματίζοντα σταυρόν εις την οροφήν, εις το βάθος ένα αρκετά μεγάλο παράθυρον με μικρά τζάμια, επάνω εις τα οποία ημπορείς να διαβάσης και σήμερον, μεταξύ άλλων ονομάτων, το όνομα Βάλτερ Σκωτ. Το πτωχικόν αυτό οίκημα εστέγαζε μίαν οικογένειαν ξεπεσμένην. Ο πατήρ τού Ουίλλιαμ Σαίξπηρ ήτο άλλοτε προύχων (alderman), ο δε πάππος του ήτο πάρεδρος (Δικαστικός τοποτηρητής) του τόπου. Σαίξπηρ (Shake-speare) σημαίνει ο πάλλων λόγχην. Αυτό δε ήτο και το οικόσημον της οικογένειας του, ένα χέρι κρατούν μίαν λόγχην, επικυρωθέν, όπως λέγουν, από την βασίλισσαν Ελισάβετ το 1595, και ορατόν, την ώραν αυτήν, επάνω εις τον τάφον του Σαίξπηρ, εις την εκκλησίαν τής Στρατφόρδης του Άβωνος.

§ 2

Η οικογένεια Σαίξπηρ είχε κάποιο έμφυτον ελάττωμα, πιθανώς τον καθολικισμόν της, ο όποιος και υπήρξεν αφορμή του εκπεσμού της. Ολίγον καιρόν μετά την γέννησιν του Σαίξπηρ, ο προύχων Σαίξπηρ έγινεν απλούστατα ο χασάπης Τζων. Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ ήρχισε το στάδιόν του μέσα εις ένα σφαγείον. Εις ηλικίαν δεκαπέντε ετών, με τα μανίκια ανασηκωμένα μέσα εις το κρεοπωλείον του πατρός του, έσφαζεν αρνία και μοσχάρια «πομπωδώς», όπως λέγει ο Aubrey. Δέκα οκτώ ετών ενυμφεύθη. Μεταξύ σφαγείου και γάμου έγραψεν ένα τετράστιχον. Το τετράστιχον αυτό, σατυρίζον τα χωρία των περιχώρων, είναι το ποιητικόν του πρωτόλειον. Μανθάνομεν απ’ αυτό ότι το Hillbrough είναι διάσημον δια τους βρυκόλακάς του και το Bidford δια τους μέθυσούς του. Έγραψε το τετράστιχον αυτό ενώ ήτο μεθυσμένος και ο ίδιος, εις το ύπαιθρον, από κάτω από μίαν μηλιάν, η οποία έμεινεν ονομαστή εις τον τόπον εξ αιτίας του «Ονείρου θερινής νυκτός». Αυτήν την νύκτα και εις αυτό το όνειρον, όπου ήσαν νέοι και κορίτσια, εις αυτήν την μέθην του και κάτω από αυτήν την μηλιάν, του εφάνη ωραία μία χωριατόπουλά, η Άννα Hatway. Επηκολούθησε γάμος. Ενυμφεύθη την κόρην αυτήν, μεγαλειτέραν του κατά οκτώ έτη, έκαμε μαζί της ένα κορίτσι, κατόπιν δύο δίδυμα, αρσενικόν και θηλυκόν, και τέλος την εγκατέλειψε· και η γυναίκα αυτή, αφανής εις όλην την ζωήν του Σαίξπηρ, δεν αναφαίνεται πλέον παρά εις την διαθήκην του, όπου τής κληροδοτεί το «ολιγώτερον καλόν» από τα δύο κρεββάτια του. Ολίγον καιρόν μετά ταύτα, ο Σαίξπηρ κυνηγών κρυφά μέσα εις το δάσος του σιρ Θωμά Λούσυ, πλουσίου κτηματίου, συνελήφθη, ερρίφθη εις την φυλακήν και εδικάσθη. Καταδιωχθείς απηνώς ηναγκάσθη να καταφύγη εις Λονδίνον, όπου, δια να κερδίζη τα προς το ζην, επήγαινε και εκράτει τα άλογα των ευγενών εις τας εισόδους των θεάτρων. Μήπως και ο Πλαύτος άλλοτε δεν ηναγκάσθη να γυρίζη μίαν μυλόπετραν; Το βιοποριστικόν αυτό επάγγελμα του φύλακος αλόγων εις τας εισόδους των θεάτρων υφίστατο ακόμη και κατά τον 18ον αιώνα εις το Λονδίνον, απετέλει δε είδος εργατικής τάξεως γνωστής με το όνομα Shakespeare’s boys (Σαιξπητόπαιδα).

§ 3

Το Λονδίνον ημπορεί κάλλιστα να ονομασθή μαύρη Βαβυλών. Πένθιμον την ημέραν, λαμπρόν την νύκτα. Του Λονδίνου η θέα προξενεί κατάπληξιν. Βοή υπό καπνόν. Μυστηριώδης αναλογία: η βοή είναι ο καπνός του θορύβου. Οι Παρίσιοι είναι πρωτεύουσα μιας κλιτύος της άνθρωπότητος· το Λονδίνον είναι η πρωτεύουσα της αντιθέτου κλιτύος. Μεγαλοπρεπής και ζοφερά πόλις. Η δραστηριότης μέσα εκεί είναι αναστάτωσις, ο λαός μυρμηκιά. Είσαι εκεί ελεύθερος, αλλ’ όμως δεσμευμένος. Λονδίνον έστι τακτοποιημένον χάος. Το Λονδίνον του δεκάτου έκτου αιώνος δεν ωμοίαζε καθόλου με το σημερινόν, ήτο όμως και τότε τεραστία πόλις. Η πανώλης ήτο σχεδόν ενδημική εις το Λονδίνον, όπου ευρίσκετο τρόπον τινά εις τον οίκον της, όπως και εις την Κωνσταντινούπολην. Είναι αληθές ότι δεν διέφερε και πολύ από Σουλτανον ο Ερρίκος Η’. Αι πυρκαϊαί, και αυταί, όπως εις την Κωνσταντινούπολιν, ήσαν συχναί εις το Λονδίνον, ένεκα των λαϊκών συνοικιών, αι οποίαι ήσαν οικοδομημέναι αποκλειστικώς με ξύλον. Δεν έβλεπες εις τους δρόμους άλλην άμαξαν από την άμαξαν της Αυτής Μεγαλειότητος. Δεν υπήρχε τρίοδος, όπου να μην ερραβδίζετο κάποιος pick-pockftt (λωποδύτης). Τα ήθη ήσαν τραχέα και σχεδόν άγρια. Μία μεγάλη κυρία εσηκώνετο εις τας εξ και εκοιμάτο εις τας εννέα. Η λαίδη Γεραλδίνη Kildare, η υμνηθείσα από τον λόρδον Surrey, επρογευμάτιζε με μίαν λίτραν λαρδιού και ολίγον ζύθον. Αι βασίλισσαι, σύζυγοι του Ερρίκου Η’, έπλεκαν ευχαρίστως μόναι των τας περιχειρίδας των από το καλλίτερον χονδρό κόκκινο μαλλί. Εις το Λονδίνον της εποχής εκείνης η δούκισσα Suffolk επεριποιείτο μόνη της τον ορνιθώνα της και ανασηκώνουσα τον ποδόγυρόν της έρριπτεν η ίδια τροφήν εις τες πάπιες της, εις την αυλήν της. Το να γευματίζης την μεσημβρίαν εθεωρείτο αργά. Αι απολαύσεις του μεγάλου κόσμου περιωρίζοντο εις τας συναναστροφές και τας παιδιάς που εγίνοντο εις του λόρδου Leicester. Εκεί είχε παίξει και η Άννα Boleyn. Είχε γονατίσει και αυτή, με δεμένους τους οφθαλμούς, δια την παιδιάν, συνηθίζουσα, εν άγνοια της, εις την στάσιν του ικριώματος. Η αυτή Άννα Boleyn, η προωρισμένη διά τον θρόνον, από τον οποίον όμως έμελλε να υπάγη ακόμη μακρύτερα, εθαμβώνετο όταν της ηγόραζεν η μητέρα της τρία υποκάμισα πάνινα προς εξ πέννας το καθέν, και όταν της υπέσχετο, δια τον χορόν του δουκός Norfolk, ένα ζεύγος καινουργών υποδημάτων αξίας πέντε σελλινίων.

§ 4

Επί Ελισάβετ, εις πείσμα των εξωργισμένων πουριτανών, υπήρχον εις το Λονδίνον οκτώ θεατρικοί θίασοι, ένας του Hewington Butts, η εταιρεία του κόμητος Pembroke, οι θεράποντες του λόρδου Strange, ο θίασος του λόρδου αυλάρχου, ο θίασος του λόρδου ναυάρχου, οι εταίροι των Black Friars, τα Τέκνα του Αγίου Παύλου και, εις την πρώτην γραμμήν, οι Δαμασταί άρκτων. Όλα σχεδόν τα θέατρα έκειντο επί της όχθης του Ταμέσεως. Αι αίθουσαι των θεαμάτων ήσαν δύο ειδών. Αι μεν ήσαν απλαί αυλαί πανδοχείων, υπαίθριοι, με ένα σανίδωμα στηριγμένον εις ένα τοίχον, χωρίς οροφήν, με σειράς πάγκων τοποθετημένων εις το έδαφος, με θεωρεία τα παράθυρα του πανδοχείου· εκεί έπαιζαν μέρα-μεσημέρι εις το ύπαιθρον. Το κυριώτερον των θεάτρων αυτών ήτο της «Σφαίρας». Τα άλλα, είδος κλειστών υπόστεγων, εφωτίζοντο με λάμπας· εκεί έπαιζαν το βράδυ· το μάλλον πολυσύχναστον των θεάτρων αυτών ήτο το των Black Friars (Μαύρων μοναχών). Ο σκηνικός διάκοσμος ήτο απλούς. Δύο ξίφη διασταυρωμένα, κάποτε και δύο σανίδες, εσήμαιναν μάχην. Το υποκάμισον φορούμενον επάνω από το ένδυμα εσήμαινεν ιππότην. Το φουστάνι της δούλας των ηθοποιών υψωμένον επάνω εις ένα σκουπόξυλον εσήμαινε πολεμικόν ίππον με το εφίππιόν του. Ηθοποιός έχων το πρόσωπον αλειμμένον με γύψον και στεκόμενος ακίνητος παρίστανε τείχος. Εάν άνοιγε τα δάκτυλά του, αυτό εσήμαινεν ότι το τείχος έπαθε ρήγματα. Το ιματιοφυλάκιον των θεάτρων αυτών, όπου οι υποκριταί ενεδύοντο φύρδην-μίγδην, ήτο εις μίαν άκραν χωριζομένην από την σκηνήν με ένα οιονδήποτε κουρελόπανον, απλωμένον εις ένα σχοινί. Εις τα θέατρα αυτά εσύχναζαν ιδίως οι ευγενείς, οι μαθηταί, οι στρατιώται και οι ναύται. Και ενώ οι υποκριταί απήγγελλον και εχειρονόμουν, οι ευγενείς και οι αξιωματικοί, με τα λοφία των και τας από χρυσήν δαντέλλαν τραχηλιάς των, όρθιοι ή σταυροπόδι καθήμενοι επάνω εις τας σανίδας τού θεάτρου, στρέφοντες περιφρονητικώς τα νώτα προς τους υποκριτάς, των οποίων εμπόδιζαν σχεδόν τας κινήσεις, εγελούσαν, εφώναζαν, επετούσαν τα χαρτιά ο ένας εις τα μούτρα του άλλου, ή έπαιζαν post and pair· και κάτω, εις το σκότος, επάνω εις το λιθόστρωτον, ανάμεσα εις τα πήλινα δοχεία του ζύθου και τας καπνοσύριγγας, διέκρινες τους «βρωμιάρηδες»(strinkards), τον λαόν. Με τοιούτου είδους θέατρον ο Σαίξπηρ είσήχθη εις το δράμα. Από φύλαξ αλόγων έγινε ποιμήν ανθρώπων.

§ 6

Ο Σαίξπηρ, όπως είδαμεν, έμεινε πολύν καιρόν εις το κατώφλιον του θεάτρου, έξω, εις τον δρόμον. Και τέλος εισήλθε. Έσπρωξε την πόρταν και έφθασεν εις τα παρασκήνια. Κατόρθωσε να γίνη call-boy, κλητήρ, έχων ως έργον να καλή τους υποκριτάς να εμφανίζωνται επί της σκηνής. Το 1586 ο Σαίξπηρ ήτο κλητήρ του Greene, εις το θέατρον Black-Friars. Το 1587 επέτυχε προαγωγήν εις το έργον το τιτλοφορούμενον: «Ο γίγας Αγραπάρδος, βασιλεύς τής Νουβίας, χειρότερος από τον μακαρίτην αδελφόν του Αγκουλάφερ», ανετέθη εις τον Σαίξπηρ να φερνή εις τον γίγαντα την κίδαρίν του. Κατόπιν, από βωβόν πρόσωπον έγινεν υποκριτής, χάρις εις τον ηθοποιόν Burbage, εις τον όποιον αργότερα, εις ένα διάστιχον της διαθήκης του, εκληροδότησε τριάκοντα εξ σελλίνια, δια ν’ αγοράση ένα χρυσό δακτυλίδι. Υπήρξε φίλος του Condell και του Hemynge, συντρόφων του μεν ενόσω έζη, εκδοτών του δε μετά τον θάνατον. Ήτο ωραίος· είχε μέτωπον πλατύ, γένειον μαυρειδερόν, ύφος γλυκύ, στόμα αξιέραστον, βλέμμα βαθύ. Εδιάβαζε με ευχαρίστησιν τον Montaigne, μεταφρασμένον από τον Florio. Εσύχναζεν εις την ταβέρναν του Απόλλωνος, όπου συναντούσε και συνανεστρέφετο με οικειότητα δύο τακτικούς θαμώνας του θεάτρου του, τον Decker, συγγραφέα, και τον δόκτωρα Symon Forman, ο όποιος άφησε χειρόγραφον εφημερίδα περιέχουσαν κριτικάς των πρώτων παραστάσεων του «Εμπόρου της Βενετίας» και του «Χειμωνιάτικου παραμυθιού».

§ 7

Το 1589 ο Σαίξπηρ έγραψε το πρώτον του δράμα, τον «Περικλή». Το 1591, τον «Ερρίκον ς’». Το 1593 την «Στρίγγλαν που έγινεν αρνάκι». Το 1594 συνέχισε και συνεπλήρωσε τον «Ερρίκον ς’». Το 1595 έγραψε τον «Τίμωνα τον Αθηναίον». Το 1596 έγραψε τον «Μάκβεθ». Το 1597 τον «Κυμβελίνον» και τον «Ριχάρδον Γ’». Το 1598 τους «Δύο ευγενείς της Βερώνης», τον «Βασιλέα Ιωάννην», τους «Χαμένους ερωτικούς κόπους», την «Κωμωδίαν των παρεξηγήσεων», το «Όλα καλά όταν τελειώνουν καλά», το «Όνειρον θερινής νυκτός», και τον «Έμπορον της Βενετίας». το 1599 τον «Ρωμαίον και Ιουλιέτταν». Το 1600 το «Όπως αγαπάς», τον «Ερρίκον Δ’», τον «Ερρίκον Ε’» και το «Πολύς θόρυβος δια το τίποτε». Το 1601 έγραψε την «Δωδεκάτην νύκτα». Το 1602 τον «Οθέλλον». Το 1603 τον «Άμλετ». Το 1604 τον «Ιούλιον Καίσαρα» και το «Μέτρον αντί μέτρου». Το 1606 τον «Κοριολανόν». Το 1607 τον «Βασιλέα Αήρ». Το 1609 τον «Τρωίλον και Χρυσηίδα». Το 1610 τον «Αντώνιον και Κλεοπάτραν». Το 1611 έγραψε το «Χειμωνιάτικο παραμύθι», τον «Ερρίκον Η’» και την «Τρικυμίαν».

§ 8

Έγραφεν επάνω εις ξεχωριστά φύλλα χαρτιού, όπως όλοι σχεδόν οι παλαιοί ποιηταί. Ο Μαλέρμπ και ο Βοαλώ είναι σχεδόν οι μόνοι που έγραψαν εις τετράδια. Κάθε δράμα του Σαίξπηρ, καμωμένου σύμφωνα με τας ανάγκας του θιάσου του, οι ηθοποιοί το εμελετούσαν, καθώς φαίνεται, και έκαμναν δοκιμάς βιαστικάς επί αυτού του πρωτοτύπου, το όποιον δεν είχαν καιρόν ν’ αντιγράψουν. Εξ ου, όπως συνέβη και εις τα έργα του Μολιέρου, το κομμάτιασμα και ο χαμός των χειρογράφων.

§ 9

Το 1597 ο Σαίξπηρ έχασε τον υιόν του. Την 6 Σεπτεμβρίου 1601 ο Τζων Σαίξπηρ, ο πατήρ του, ο όποιος είχε γίνει διευθυντής του θιάσου του, απέθανε. Κατά το τέλος του αιώνος ο Σαίξπηρ είχε γίνει αρκετά πλούσιος, ώστε κάποιος ονόματι Rue Quiney να του ζητήση την 8 Οκτωβρίου 1598 χρηματικόν βοήθημα εις μίαν επιστολήν επιγραφομένην: Προς τον αγαπητόν φίλον και συμπατριώτην μου Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Ηρνήθη, καθώς φαίνεται, να δώση το χρηματικόν βοήθημα, και επέστρεψε το γράμμα, ανευρεθέν μετά ταύτα μέσα εις τα χαρτιά τού Fletcher. Εις το όπισθεν μέρος της επιστολής αυτής ο ίδιος Rue Quiney είχε γράφει: histrio! mima! Ο Σαίξπηρ αγαπούσε την Στρατφόρδην, όπου είχε γεννηθή και ο ίδιος, όπου ο πατήρ του απέθανε και ο υιός του ήτο ενταφιασμένος. Ηγόρασεν ή έκτισε λοιπόν εκεί μίαν οικίαν, την οποίαν ονόμασε New Place.

§ 10

Ό Σαίξπηρ επήγαινε κάποτε και επερνούσεν ολίγας ημέρας εις την New Place. Κατά τα μικρά αυτά ταξείδια συναντούσεν εις το μέσον του δρόμου την Οξφόρδην, και εις την Οξφόρδην το ξενοδοχείον του Στέμματος, εις δε το ξενοδοχείον την εύμορφην σύζυγον τού ξενοδόχου Davenant. Το 1606 η κυρά Davenant εγέννησεν ένα αγόρι, το οποίον ωνομασθη Ουίλλιαμ, και κατά το 1644 ο σιρ Ουίλλιαμ Davenant, τον οποίον ο Κάρολος ο Α’ είχε κάμει ιππότην, έγραφεν εις τον λόρδον Rochester: Μάθε τούτο, όπερ τιμά τήν μητέρα μου: είμαι υιός του Σαίξπηρ. Ο Σαίξπηρ είχεν υπανδρεύσει τας θυγατέρας του, την Σωσάνναν με ένα ιατρόν, και την Ιουδίθ με ένα έμπορον. Το 1613 ο Σαίξπηρ, μεταβάς εις την Στρατφόρδην, δεν ησθάνθη πλέον την όρεξιν να επιστρέψη εις Λονδίνον. Ήτο ίσως στενοχωρημένος, διότι είχεν ευρεθή προ ολίγου εις την ανάγκην να δανεισθή υποθηκεύσας το σπίτι του. Από το 1613 ο Σαίξπηρ έμεινεν εις την New Place, ασχολούμενος με τον κήπον του, λησμονών τα δράματά του, αφοσιωθείς όλος εις τα άνθη του. Την 25 Μαρτίου 1616, ασθενήσας, έκαμε την διαθήκην του. Την 23 Απριλίου απέθανε. Την ημέραν αυτήν συνεπλήρωνε το πεντηκοστόν δεύτερον ακριβώς έτος της ηλικίας του, αφού είχε γεννηθή την 23 Απριλίου 1564. Την ιδίαν ημέραν, 23 Απριλίου 1616, απέθανε και ο Κερβάντης, μεγαλοφυΐα του αυτού ύφους. Όταν απέθανεν ο Σαίξπηρ, ο Μίλτων ήτο οκτώ ετών, ο Κορνήλιος δεκαετής, ο Κάρολος Α’ και ο Κρόμβελ ήσαν έφηβοι, ο μεν δέκα εξ, ο δε δέκα επτά ετών.

§ 11

Ο Σαίξπηρ επέρασε ζωήν ανάμικτον με πολλάς πικρίας. Έζησεν αδιακόπως παρανοούμενος. Αυτό το πιστοποιεί και ο ίδιος. Οι μεταγενέστεροι ημπορούν να διαβάσουν το έξης εις τους ιδιαιτέρους στίχους του: «Τώνομά μου εδυσφημήθη, η φύσις μου εταπεινώθη· ευσπλαγχνισθήτε με, ενώ πειθήνιος και υπομονητικός πίνω το όξος.» (Ωδή 111). Ο Σαίξπηρ ητύχησε να έχη κοντά του διαρκώς ένα φθονερόν, τον Ben Jonson, σατυρικόν ποιητήν μέτριον, τον οποίον είχε συνδράμει εις την αρχήν του σταδίου του. Ο Σαίξπηρ ήτο τριάκοντα εννέα ετών, όταν η Ελισάβετ απέθανεν. Η βασίλισσα αύτη δεν είχε δώσει προσοχήν εις αυτόν. Κατόρθωσε να βασιλεύση τεσσαράκοντα τέσσαρα έτη χωρίς ν’ αντιληφθή την παρουσίαν τού Σαίξπηρ. Και όμως η ιστορία την ωνόμασε προστάτριαν των τεχνών και των γραμμάτων, κτλ. Οι ιστοριογράφοι τας παλαιάς σχολής δίδουν τοιαύτα πιστοποιητικά εις όλους τους ηγεμόνας, είτε γνωρίζουν ούτοι ανάγνωσιν είτε όχι. Μετά τον θάνατόν του ο Σαίξπηρ ελησμονήθη εντελώς.
Από το 1640 έως το 1660 οι πουριτανοί κατήργησαν την τέχνην και έκλεισαν τα θεάματα. Σάβανον απλώθη επάνω από ολόκληρον το θέατρον. Επί Καρόλου Β’ το θέατρον ανεστήθη, χωρίς όμως τον Σαίξπηρ. Η ψευδοκαλαισθησία του Λουδοβίκου ΙΔ’ είχε κυριαρχήσει εις την Αγγλίαν.
Κατά την παλινόρθωσιν των Στούαρτ ο Σαίξπηρ εξηλείφθη τελείως. Και ο θάνατός του αυτός ήτο τόσον πραγματικός, ώστε ο Davenant, ο υποθετικός υιός του, παρουσίασε τα δράματά του ως ιδικά του. Δεν εγνώριζαν πλέον άλλον «Μάκβεθ» από τον «Μάκβεθ» του Davenant. Ο Dryden ωμίλησε κάποτε περί του Σαίξπηρ, δια να τον χαρακτηρίση ως «άχρηστον πλέον». Ο λόρδος Shaftesbury τον ωνόμασε «πνεύμα περασμένης μόδας».
Μετά την καταδίκην του Σαίξπηρ από τούς δύο αυτούς ανθρώπους όλα ετελείωσαν πλέον. Η Αγγλία ελησμόνησε τον Σαίξπηρ. Κάποιος αγοραστής κατεδάφισε την οικίαν του, την New Place. Κατά τας αρχάς του δεκάτου ογδόου αιώνος η έκλειψις έγινεν ολική. Το 1707 ένας κάποιος Ναούμ Tate εξέδωκεν ένα «Βασιλέα Ληρ», με πρλογον, εις τον όποιον ειδοποιούσε τους αναγνώστας ότι «είχεν αντλήσει την έμπνευσιν τού έργου από ένα δράμα άγνωστον ποιου συγγραφέως, το οποίον τυχαίως είχε διαβάσει». Αυτός ο «άγνωστον ποιος» ήτο ο Σαίξπηρ.

§ 12

Το 1728 ο Βολταίρος έφερεν εξ Αγγλίας εις την Γαλλίαν το όνομα του Ουίλλ Σαίξπηρ. Με την διαφοράν ότι, αντί Will, επρόφερε Gilles (κωμικόν πρόσωπον).
Εμπαιγμοί ήρχισαν εις την Γαλλίαν και η λήθη εξηκολούθησεν εις την Αγγλίαν. Εκείνο, που είχε κάμει ο Ιρλανδός Ναούμ Tate δια τον Βασιλέα Ληρ, το έκαμαν και άλλοι εις άλλα έργα του Σαίξπηρ. το «Όλα καλά όταν τελειώνουν καλά» έσχεν αλληλοδιαδόχως δύο διασκευαστάς, τον Pilon δια το Hay Market, και τον Kemble δια το Drury Lane. Ο Σαίξπηρ ούτε υπήρχεν ούτε ελογαριάζετο πλέον. Το «Πολύς θόρυβος δια το τίποτε εχρησίμευσεν ομοίως ως οθόνη κεντήματος δύο φοράς: εις τον Davenant το 1673, και εις τον James Miller το 1737. Ο «Κυμβελίνος» εξαναγράφη τετράκις. Ο «Κοριολανός» άλλας τέσσαρας φοράς. Ο «Τιμών ο Άθηναίος» ομοίως, τέσσαρας φοράς.
Κατά τον δέκατον όγδοον αιώνα το επίμονον σκώμμα του Βολταίρου κατέληξεν εις το να παραγάγη εις την Αγγλίαν κάποιαν αφύπνισιν. Ο Γκάρρικ, ο όποιος ήτο ένας από τούς διασκευαστάς του Σαίξπηρ, έπαιξε τα έργα του και ωμολόγησεν ότι τα έργα αυτά ήσαν αληθώς του Σαίξπηρ. Έγινεν ανατύπωσις των έργων του εις την Γλασκώβην. Ένας ευήθης, ο Malone, έγραψε σχόλια διά τα δράματά του, και, κατά την αυτήν λογικήν, έχρισε με άσβεστον τον τάφον του. Επάνω εις τον τάφον αυτόν υπάρχει μία προτομή, αμφιβόλου ομοιότητος και μετρίας τέχνης, αλλ’ όμως αξία σεβασμού, καθό σύγχρονος του Σαίξπηρ. Σύμφωνα με την προτομήν αυτήν έγιναν όλαι αι προσωπογραφίαι του Σαίξπηρ που βλέπομεν σήμερον. Η προτομή ασβεστοχρίσθη και αυτή. Ο Malone, κριτικός και ασβεστοχρίστης του Σαίξπηρ, έβαλεν ένα στρώμα γύψου επί του προσώπου του και άλλο στρώμα μωρίας επί του έργου του.

--------------------------------------------------------------

Ολόκληρο το βιβλίο σε μορφή pdf εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: