VEGETACIONES
A LAS tierras sin nombres y sin números
bajaba el viento desde otros dominios,
traía la lluvia hilos celestes,
y el dios de los altares impregnados
devolvía las flores y las vidas.
En la fertilidad crecía el tiempo.
El jacarandá elevaba espuma
hecha de resplandores transmarinos,
la araucaria de lanzas erizadas
era la magnitud contra la nieve,
el primordial árbol caoba
desde su copa destilaba sangre,
y al Sur de los alerces,
el árbol trueno, el árbol rojo,
el árbol de la espina, el árbol madre,
el ceibo bermellón, el árbol caucho,
eran volumen terrenal, sonido,
eran territoriales existencias.
Un nuevo aroma propagado
llenaba, por los intersticios
de la tierra, las respiraciones
convertidas en humo y fragancia:
el tabaco silvestre alzaba
su rosal de aire imaginario.
Como una lanza terminada en fuego
apareció el maíz, y su estatura
se desgranó y nació de nuevo,
diseminó su harina, tuvo
muertos bajo sus raíces,
y luego, en su cuna, miró
crecer los dioses vegetales.
Arruga y extensión, diseminaba
la semilla del viento
sobre las plumas de la cordillera,
espesa luz de germen y pezones,
aurora ciega amamantada
por los ungüentos terrenales
de la implacable latitud lluviosa,
de las cerradas noches manantiales,
de las cisternas matutinas.
Y aun en las llanuras
como láminas del planeta ,
bajo un fresco pueblo de estrellas,
rey de la hierba, el ombú detenía
el aire libre, el vuelo rumoroso
y montaba la pampa sujetándola
con su ramal de riendas y raíces.
América arboleda,
zarza salvaje entre los mares,
de polo a polo balanceabas,
tesoro verde, tu espesura.
Germinaba la noche
en ciudades de cáscaras sagradas,
en sonoras maderas,
extensas hojas que cubrían
la piedra germinal, los nacimientos.
Útero verde, americana
sabana seminal, bodega espesa,
una rama nació como una isla,
una hoja fue forma de la espada,
una flor fue relámpago y medusa,
un racimo redondeó su resumen,
una raíz descendió a las tinieblas.
Πηγή πρωτότυπου: poemas-del-alma.com/pablo-neruda-vegetaciones.
Βλαστήσεις
Στα χώματα τ’ ανώνυμα κι αρίφνητα
χαμήλωνε ο άνεμος που κίνησε από
άλλες επικράτειες
έφερνε η βροχή ουράνια νήματα
και ο θεός των γονιμοποιημένων
βωμών ξεδίπλωνε λούλουδα και ζωές.
Στη γονιμότητα πέρναγε ο καιρός.
Η τζακαράντα τίναζε τον αφρό,
φτιαγμένο από υπερπόντιες λάμψεις
Η αροκάρια με εχθρικά ακόντια
ύψωνε το μπόι της ενάντια στο χιόνι
Το αρχέγονο δέντρο του μαονιού
απ’ την κορφή του στάλαζε αίμα
και στο νοτιά των αγριόπευκων
το δέντρο κεραυνός, το κόκκινο δέντρο,
το αγκαθωτό δέντρο, το δέντρο μάνα,
το πορφυρό κοραλλιόδεντρο,
το καουτσουκόδεντρο,
σαν όγκοι με γήινο ήχο στέκαν
υπάρξεις εκεί του τόπου.
Ένα νέο άρωμα απλωνόταν
και γέμιζε μες από τις ρωγμές
της γης, τις ανάσες πού ‘ναι
μεταλλαγμένες σε καπνούς κι αρώματα:
Ο ασημένιος ταμπάκος ύψωνε
τον κόκκινο θάμνο του από
φανταστικούς ρυθμούς.
Σαν ακόντιο που κατέληγε στη φωτιά
παρουσιάζονταν το αραποσίτι, και το παράστημά του
τ’ αλώνιζαν και το γεννούσαν πάλι,
σκορπούσε το αλεύρι του, έχοντας
κάτω απ’ τις ρίζες του νεκρούς,
κι ύστερα, μες στον κώνο του, έβλεπε
να αυξάνουν οι θεοί της βλάστησης.
Πτυχή και άπλα σκόρπιζε
ο σπόρος του ανέμου
πάνω από τα φτερά της κορδιλιέρας,
το φως της φύτρας, της θηλής πύκνωνε,
η τυφλή αυγή θηλάζοντας
με τις κολλώδεις γήινες ύλες
της άσπονδης βροχερής χώρας,
των κλειδωμένων και πηγαίων νυχτεριών,
της στέρνας της πρωινής.
Κι ακόμα στις πεδιάδες
σαν ελάσματα του πλανήτη
κάτω απ’ το δροσερό χωριό των αστεριών,
ρήγας της χλόης, το ελεφαντόδεντρο κρατούσε
το λεύτερο αγέρα, το θορυβώδες πέταγμα
κι ανέβαινε την πάμπα συγκρατώντας την
με τα κλωνάρια των χναριών και των ριζών
το σύδεντρο που λέν’ Αμέρικα,
η άγρια βάτος ανάμεσα στις θάλασσες,
που ισορροπούσανε από τον ένα πόλο στον άλλο,
κι η λόχμη της ήτανε πράσινος θησαυρός.
Η νύχτα βλάσταινε στις πόλεις
με τα ιερά κελύφη,
σε ηχερά μαδέρια,
σε απλωτά φυλλώματα που κάλυπταν
την πέτρα που όλο κάρπιζε γεννήσεις.
Πράσινη μήτρα, αμερικάνικη
σαβάνα καρπερή, φαρδιά αποθήκη,
ο ένας κλώνος φύτρωνε σαν το νησί,
το ένα φύλλο είχε τη μορφή μιας σπάθας,
το λούλουδο ήταν η αστραπή κι η μέδουσα,
ένα μπουκέτο στρογγύλευε το νόημά του,
μια ρίζα κατέβαινε μες στα σκοτάδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου