30 Ιουλίου 2020

Νίκες [Χρήστος Ι. Βατούσιος]

ΝΙΚΕΣ

Τίποτα άλλο δεν είχε αλλάξει στον κόσμο πέρα από την όψη του.
Τα καλοκαιρινά ηλιόλουστα μάγουλά του, είχαν ανοίξει βαθιές χειμωνιάτικες ρυτίδες και έτρεχαν ρυάκια ζεματιστά στην παγωμένη λίμνη της καρδιάς του.
Κλείστηκε μέρες μόνος του ν' αναρωτιέται... Γιατί...; Γιατί...;
Ο νόμος δεν θα τον τιμωρούσε - τον γνώριζε καλά - όμως πως ν' άντεχε την τιμωρία των ανθρώπων, αλλά κυρίως του εαυτού του.
Ήταν τελικά η γνώση ή ο φόβος της ενοχής που μας έφτιαχνε ανθρώπους.
Τα δάχτυλα της αυγής έβαφαν αργά κόκκινο τον ουρανό, όταν άρχισε να τρέχει ο ιδρώτας από το μέτωπό του στο πάτωμα, σχηματίζοντας μια στιγμή.
Περασμένα, τωρινά και μελλούμενα όλα ένα, σαν δάκρυ π' ανταμώνει τη βροχή.
Έτσι θα 'ναι το τέλος σκέφτηκε, ψέμματα κι αλήθειες, ένοχοι κι αθώοι όλα ένα, αδιάφορα στη θάλασσα του χρόνου, όλα μια στιγμή... Και χύθηκε σ' ένα γέλιο ξέφρενο, μανιακό, που τον ξέσυρε οριστικά στην ήττα της νίκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: