ΟΣΙΝΤΟΡΙ
Υπήρχε ένας γερακάρης και κυνηγός, που τον λέγανε Σόνγιο, και ζούσε στην περιοχή Ταμουράνο Γκο, της επαρχίας Μούτσου. Μια μέρα βγήκε να κυνηγήσει αλλά δεν έβρισκε τίποτα. Στο γυρισμό, στην τοποθεσία Ακανούμα, αντιλήφθηκε ένα ζευγάρι οσιντόρι (αγριόπαπιες), να κολυμπάνε μαζί σ’ ένα ποταμό που ετοιμαζόταν να διασχίσει. Λένε ότι δεν είναι καλό να σκοτώνεις οσιντόρι. Ο Σόνγιο, όμως, πεινούσε πολύ και τόξευσε το ζευγάρι. Το βέλος του καρφώθηκε στο αρσενικό. Το θηλυκό ξέφυγε στα βούρλα της παραπέρα όχθης και εξαφανίστηκε. Ο Σόνγιο πήρε το σκοτωμένο πουλί σπίτι του και το μαγείρεψε.
Εκείνη τη νύχτα είδε ένα θλιβερό όνειρο. Του φάνηκε ότι μια όμορφη γυναίκα μπήκε στο δωμάτιό του, στάθηκε δίπλα στο μαξιλάρι του και άρχισε να κλαίει. Έκλαιγε τόσο γοερά που ο Σόνγιο ένιωσε να ραγίζει η καρδιά του καθώς την άκουγε.
Η γυναίκα τού φώναξε:
«Γιατί, γιατί τον σκότωσες; τι κακό έκανε;… Ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι οι δυο μας στην Ακανούμα, κι εσύ τον σκότωσες!... Τι σου έφταιξε; Ξέρεις τι έχεις κάνει; Ξέρεις τι σκληρό, τι απαίσιο έγκλημα έχεις διαπράξει; Έχεις σκοτώσει κι εμένα, γιατί δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τον άντρα μου! Ήρθα μόνο και μόνο για να σου πω αυτό»…
Συνέχισε να κλαίει δυνατά, τόσο πικρά που οι λυγμοί της διαπερνούσαν τα κόκαλα, μέχρι το μεδούλι, αυτού που την άκουγε. Πρόφερε με λυγμούς τους στίχους αυτού του ποιήματος:
Όταν ήρθε το ξημέρωμα τον κάλεσα να γυρίσει κοντά μου!
Να! κοιμάμαι τώρα μόνη στη σκιά των καλαμιών της Ακανούμα
– αχ, τι ανείπωτη δυστυχία!
Αφού απάγγειλε αυτούς τους στίχους φώναξε:
«Αχ, δεν ξέρεις, δεν μπορείς να ξέρεις τι έχεις κάνει! Αύριο, όμως, όταν πας στην Ακανούμα, θα δεις, θα καταλάβεις…»
Αφού είπε αυτά, και κλαίγοντας οικτρά, έφυγε.
Το πρωί, όταν ξύπνησε ο Σόνγιο, το όνειρο ήταν τόσο ζωντανό στο μυαλό του που ταράχτηκε πολύ. Θυμήθηκε τα λόγια: «Αύριο, όμως, όταν πας στην Ακανούμα, θα δεις, θα καταλάβεις…». Αποφάσισε να πάει εκεί αμέσως και ίσως θα μάθαινε αν το όνειρό του ήταν κάτι περισσότερο από απλό όνειρο.
Πήγε, λοιπόν, στην Ακανούμα. Φθάνοντας στην όχθη του ποταμού είδε το θηλυκό οσιντόρι να κολυμπά μόνο του. Την ίδια στιγμή το πουλί αντιλήφθηκε τον Σόνγιο. Αλλά, αντί να προσπαθήσει να ξεφύγει, κολύμπησε προς το μέρος του, κοιτάζοντάς τον συνεχώς και περίεργα. Και τότε, με το ράμφος της, ξέσχισε το σώμα της και πέθανε εκεί μπροστά στα μάτια του…
Ο Σόνγιο ξύρισε το κεφάλι του και έγινε μοναχός.
-------------------------
Η ανωτέρω απόδοση διαφέρει από αυτήν στο βιβλίο: Λευκάδιος Χερν - Κείμενα από την Ιαπωνία, εκδόσεις Ίνδικτος, μετ. Σωτήρης Χαλικιάς. Μου στάλθηκε από ένα φίλο, αλλά δεν γνωρίζω ποιου είναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου