ΓΙΑ ΤΗ ΦΤΩΧΕΙΑ ΤΟΥ ΥΠΕΡΠΛΟΥΤΟΥ
Δέκα χρόνια πάνε –,
δε μ’ έφτανε καμιά σταλαγματιά,
κανένα αγέρι υγρούτσικο, καμιά δροσιά απ’ Αγάπη
– μια ά β ρ ο χ η χώρα...
Τώρα παρακαλώ εγώ τη σοφία μου
να μη γένει φιλάργυρη σ’ αυτή την ξερασιά·
πλημμύρα η ίδια, η ίδια στάλαζε δροσιά,
η ίδια να είσαι της ωχρής της ερημιάς βροχή!
δε μ’ έφτανε καμιά σταλαγματιά,
κανένα αγέρι υγρούτσικο, καμιά δροσιά απ’ Αγάπη
– μια ά β ρ ο χ η χώρα...
Τώρα παρακαλώ εγώ τη σοφία μου
να μη γένει φιλάργυρη σ’ αυτή την ξερασιά·
πλημμύρα η ίδια, η ίδια στάλαζε δροσιά,
η ίδια να είσαι της ωχρής της ερημιάς βροχή!
Μια φορά διάταζα τα σύγνεφα
να φεύγουν από τα βουνά μου, –
άλλοτ’ έλεγα «φως περσότερο, σεις σκοτεινιές!»
Σήμερα τα δελεάζω να έρχουνται
σκοτάδι απλώστε γύρω μου με τα μαστάρια σας!
– θέλω να σας αρμέξω,
ώ αγελάδες του ύψους!
Σοφία θερμογάλαχτη, γλυκιά δροσιά τση αγάπης
απάνω από τη χώρα πλημμυρίζω.
να φεύγουν από τα βουνά μου, –
άλλοτ’ έλεγα «φως περσότερο, σεις σκοτεινιές!»
Σήμερα τα δελεάζω να έρχουνται
σκοτάδι απλώστε γύρω μου με τα μαστάρια σας!
– θέλω να σας αρμέξω,
ώ αγελάδες του ύψους!
Σοφία θερμογάλαχτη, γλυκιά δροσιά τση αγάπης
απάνω από τη χώρα πλημμυρίζω.
Μακριά, μακριά, ω αλήθειες
που σκοτεινά θωρείτε!
Δε θέλω απάνω στα βουνά μου
στρυφνές χωρίς υπομονή να βλέπω αλήθειες.
Χρυσή από το χαμόγελο
σήμερα εγγύς μου την αλήθεια,
από τον Ήλιο γλυκερή, μαύρη από την αγάπη, –
μιαν ο υ ρ μ α σ μ έ ν η αλήθεια κόβω από το δέντρο.
που σκοτεινά θωρείτε!
Δε θέλω απάνω στα βουνά μου
στρυφνές χωρίς υπομονή να βλέπω αλήθειες.
Χρυσή από το χαμόγελο
σήμερα εγγύς μου την αλήθεια,
από τον Ήλιο γλυκερή, μαύρη από την αγάπη, –
μιαν ο υ ρ μ α σ μ έ ν η αλήθεια κόβω από το δέντρο.
Το χέρι απλώνω σήμερα
στης τύχης τα σγουρόμαλλα,
αρκετά φρόνιμος, την τύχη
να οδηγήσω σαν παιδί, να τήνε ξεγελάσω.
Θέλω φιλόξενος σήμερα να είμαι
στον ενοχλητικό,
του πεπρωμένου ενάντια αγκάθια εγώ δε θέλω ν’ απλώνω
– ο Ζαρατούστρας δεν είναι σκαντζόχοιρος.
στης τύχης τα σγουρόμαλλα,
αρκετά φρόνιμος, την τύχη
να οδηγήσω σαν παιδί, να τήνε ξεγελάσω.
Θέλω φιλόξενος σήμερα να είμαι
στον ενοχλητικό,
του πεπρωμένου ενάντια αγκάθια εγώ δε θέλω ν’ απλώνω
– ο Ζαρατούστρας δεν είναι σκαντζόχοιρος.
Η ψυχή μου,
άπληστα με τη γλώσσα της,
έγλειψε πια όλα τα καλά και τα κακά,
σ’ όλα τα βύθη εβούτηξε.
Μα πάντοτε όμοια με φελλό,
πάντοτε πάλε απάνω πλέχει,
σα λάδι απάν’ σε θάλασσες σκούρες θαυματουργεί·
για χάρη τούτης της ψυχής με λένε: ο ευτυχισμένος.
άπληστα με τη γλώσσα της,
έγλειψε πια όλα τα καλά και τα κακά,
σ’ όλα τα βύθη εβούτηξε.
Μα πάντοτε όμοια με φελλό,
πάντοτε πάλε απάνω πλέχει,
σα λάδι απάν’ σε θάλασσες σκούρες θαυματουργεί·
για χάρη τούτης της ψυχής με λένε: ο ευτυχισμένος.
Ποιος είναι μου πατέρας, μάνα;
Ο πρίγκηπας ο γεμιστός δεν είναι μου πατέρας
και το ήσυχο χαμόγελο μητέρα;
Το συνοικέσιο αυτών των δυο δε γέννησεν εμένα,
το αινιγματόζωον εμένα,
του φωτός το ζιζάνιον εμένα,
κάθε σοφίας τον άσωτον εμένα Ζαρατούστρα;
Ο πρίγκηπας ο γεμιστός δεν είναι μου πατέρας
και το ήσυχο χαμόγελο μητέρα;
Το συνοικέσιο αυτών των δυο δε γέννησεν εμένα,
το αινιγματόζωον εμένα,
του φωτός το ζιζάνιον εμένα,
κάθε σοφίας τον άσωτον εμένα Ζαρατούστρα;
Άρρωστο σήμερα από τρυφεράδα,
δροσιστικό αγεράκι,
κάθεται ο Ζαρατούστρας καρτερώντας στα βουνά του, –
στον ίδιο το χυμό του
γλυκασμένος, βρασμένος,
κ ά τ ω από την κορφή του,
κ ά τ ω απ’ τον πάγο του,
αποσταμένος και μακάριος,
ένας δημιουργός στην έβδομή του την ημέρα.
δροσιστικό αγεράκι,
κάθεται ο Ζαρατούστρας καρτερώντας στα βουνά του, –
στον ίδιο το χυμό του
γλυκασμένος, βρασμένος,
κ ά τ ω από την κορφή του,
κ ά τ ω απ’ τον πάγο του,
αποσταμένος και μακάριος,
ένας δημιουργός στην έβδομή του την ημέρα.
– Ήσυχα!
Μια αλήθεια απάνω μου διαβαίνει
όμοια με σύγνεφο, –
με κεραυνούς αδιόρατους με συντυχαίνει.
Σε αργειές πλατειές σκάλες απάνω
σε μένα η ευτυχία της ανεβαίνει·
έλα, έλα, ω πολυαγαπημένη αλήθεια!
Μια αλήθεια απάνω μου διαβαίνει
όμοια με σύγνεφο, –
με κεραυνούς αδιόρατους με συντυχαίνει.
Σε αργειές πλατειές σκάλες απάνω
σε μένα η ευτυχία της ανεβαίνει·
έλα, έλα, ω πολυαγαπημένη αλήθεια!
– Ήσυχα!
Είναι η αλήθεια μ ο υ!
Από μάτια δισταχτικά,
από ανατριχίλες βελουδένιες
το βλέμμα της με συντυχαίνει,
με αγάπη, με κακία, σαν κορασιού ματιά...
Εμάντευε το β ά θ ο ς της ευτυχίας μου
Ε μ έ ν α εμάντευεν – α! τι εφευρίσκει; –
Πορφυρένιος ένας δράκοντας κατασκοπεύει
στην άβυσσο της κορασίσιας της ματιάς της.
Είναι η αλήθεια μ ο υ!
Από μάτια δισταχτικά,
από ανατριχίλες βελουδένιες
το βλέμμα της με συντυχαίνει,
με αγάπη, με κακία, σαν κορασιού ματιά...
Εμάντευε το β ά θ ο ς της ευτυχίας μου
Ε μ έ ν α εμάντευεν – α! τι εφευρίσκει; –
Πορφυρένιος ένας δράκοντας κατασκοπεύει
στην άβυσσο της κορασίσιας της ματιάς της.
— Σουτ! Η αλήθεια μου μ ι λ ε ί! —
Αλλοίμονο σου, ω Ζαρατούστρα!
Μοιάζεις σαν ένας,
χρυσάφι που κατάπιε·
θα σου ξεσκίσουν, θα σου ανοίξουν την κοιλιά! ...
Μοιάζεις σαν ένας,
χρυσάφι που κατάπιε·
θα σου ξεσκίσουν, θα σου ανοίξουν την κοιλιά! ...
Πολύ πλούσιος είσαι,
εσύ, καταστροφέα πολλών!
Παρά πολλούς κάμνεις ζηλόφθονους,
παρά πολλούς κάμνεις φτωχούς...
Σε μέν’ τον ίδιο ρίχνει ήσκιο το φως σου –,
τουρτουρίζω· φεύγα μακριά, συ πλούσιε,
φεύγα, Ζαρατούστρα, μακριά άπ’ τον ήλιο σου ! ...
εσύ, καταστροφέα πολλών!
Παρά πολλούς κάμνεις ζηλόφθονους,
παρά πολλούς κάμνεις φτωχούς...
Σε μέν’ τον ίδιο ρίχνει ήσκιο το φως σου –,
τουρτουρίζω· φεύγα μακριά, συ πλούσιε,
φεύγα, Ζαρατούστρα, μακριά άπ’ τον ήλιο σου ! ...
Τα περισσεύματά σου επιθυμούσες να χαρίσεις, να ξεκάμεις,
μα ο περιττώτατος ο ίδιος είσαι εσύ!
Φρονίμεψε, ω συ πλούσιε!
Πρώτα τον ί δ ι ο σ ο υ ε α υ τ ό χάρισε, ω Ζαρατούστρα!
μα ο περιττώτατος ο ίδιος είσαι εσύ!
Φρονίμεψε, ω συ πλούσιε!
Πρώτα τον ί δ ι ο σ ο υ ε α υ τ ό χάρισε, ω Ζαρατούστρα!
Δέκα χρόνια πάνε –,
καμιά σταλαγματιά δε σ’ έφτανε;
Κανένα αγέρι υγρούτσικο; καμιά δροσιά άπ’ Αγάπη;
Μα ποιος έπρεπε ν’ αγαπήσει εσένα,
ω υπέρπλουτε;
Τριγύρω η ευτυχία σου ξεραίνει,
φτωχαίνει την αγάπη
– μια ά β ρ ο χ η χώρα...
καμιά σταλαγματιά δε σ’ έφτανε;
Κανένα αγέρι υγρούτσικο; καμιά δροσιά άπ’ Αγάπη;
Μα ποιος έπρεπε ν’ αγαπήσει εσένα,
ω υπέρπλουτε;
Τριγύρω η ευτυχία σου ξεραίνει,
φτωχαίνει την αγάπη
– μια ά β ρ ο χ η χώρα...
Κανείς πια δε σ’ ευγνωμονεί,
μα εσύ όλους τους ευχαριστείς,
που παίρνουν από σένα·
έτσι κ’ εγώ σε διακρίνω,
ω υπέρπλουτε,
ω εσύ φ τ ω χ ό τ α τ ε των πλούσιων όλων!
μα εσύ όλους τους ευχαριστείς,
που παίρνουν από σένα·
έτσι κ’ εγώ σε διακρίνω,
ω υπέρπλουτε,
ω εσύ φ τ ω χ ό τ α τ ε των πλούσιων όλων!
Θυσιάζεσαι, σε β α σ α ν ί ζ ε ι ο πλούτος σου –
παραδίνεσαι,
δε φείδεσαι τον εαυτό σου, δεν τον αγαπάς·
πάντοτε σε αναγκάζει η βάσανο η μεγάλη,
βάσανο των αποθηκών των π α ρ α π λ η ρ ω μ έ ν ω ν, π α ρ α π λ η ρ ω μ έ ν η ς καρδιάς –
μα πια κανένας δε σ’ ευχαριστεί...
παραδίνεσαι,
δε φείδεσαι τον εαυτό σου, δεν τον αγαπάς·
πάντοτε σε αναγκάζει η βάσανο η μεγάλη,
βάσανο των αποθηκών των π α ρ α π λ η ρ ω μ έ ν ω ν, π α ρ α π λ η ρ ω μ έ ν η ς καρδιάς –
μα πια κανένας δε σ’ ευχαριστεί...
Φ τ ω χ ό τ ε ρ ο ς να γίνεις πρέπει,
σοφέ άσοφε!
α θέλεις ν’ αγαπιέσαι.
Μόνο τους όσους πάσχουνε αγαπάνε,
δίνουνε την αγάπη τους μόνο στον πεινασμένο·
π ρ ώ τ α τ ο ν ί δ ι ο σ ο υ ε α υ τ ό χάρισε, ω Ζαρατούστρα!
σοφέ άσοφε!
α θέλεις ν’ αγαπιέσαι.
Μόνο τους όσους πάσχουνε αγαπάνε,
δίνουνε την αγάπη τους μόνο στον πεινασμένο·
π ρ ώ τ α τ ο ν ί δ ι ο σ ο υ ε α υ τ ό χάρισε, ω Ζαρατούστρα!
– Είμαι η αλήθεια σου ...
Από τη συλλογή ποιημάτων Διονύσου Διθύραμβοι (με ελάχιστες γλωσσικές τροποποιήσεις).
Από τη συλλογή ποιημάτων Διονύσου Διθύραμβοι (με ελάχιστες γλωσσικές τροποποιήσεις).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου