La Ginestra o il Fiore del Deserto
C’
Quella che grande e forte
Mostra sé nel soffrir, né gli odii e l'ire
Fraterne, ancor più gravi
D'ogni altro danno, accresce
Alle miserie sue, l'uomo incolpando
Del suo dolor, ma dà la colpa a quella
Che veramente è rea, che de' mortali
Madre è di parto e di voler matrigna.
Costei chiama inimica; e incontro a questa
Congiunta esser pensando,
Siccome è il vero, ed ordinata in pria
L'umana compagnia,
Tutti fra sé confederati estima
Gli uomini, e tutti abbraccia
Con vero amor, porgendo
Valida e pronta ed aspettando aita
Mostra sé nel soffrir, né gli odii e l'ire
Fraterne, ancor più gravi
D'ogni altro danno, accresce
Alle miserie sue, l'uomo incolpando
Del suo dolor, ma dà la colpa a quella
Che veramente è rea, che de' mortali
Madre è di parto e di voler matrigna.
Costei chiama inimica; e incontro a questa
Congiunta esser pensando,
Siccome è il vero, ed ordinata in pria
L'umana compagnia,
Tutti fra sé confederati estima
Gli uomini, e tutti abbraccia
Con vero amor, porgendo
Valida e pronta ed aspettando aita
Negli alterni perigli e nelle angosce
Della guerra comune. Ed alle offese
Dell'uomo armar la destra, e laccio porre
Al vicino ed inciampo,
Stolto crede così qual fora in campo
Cinto d'oste contraria, in sul più vivo
Incalzar degli assalti,
Gl'inimici obbliando, acerbe gare
Imprender con gli amici,
E sparger fuga e fulminar col brando
Infra i propri guerrieri.
Così fatti pensieri
Quando fien, come fur, palesi al volgo,
E quell'orror che primo
Contra l'empia natura
Strinse i mortali in social catena,
Fia ricondotto in parte
Da verace saper, l'onesto e il retto
Conversar cittadino,
E giustizia e pietade, altra radice
Avranno allor che non superbe fole,
Ove fondata probità del volgo
Così star suole in piede
Quale star può quel ch'ha in error la sede.
Sovente in queste rive,
Che, desolate, a bruno
Veste il flutto indurato, e par che ondeggi,
Seggo la notte; e su la mesta landa
In purissimo azzurro
Della guerra comune. Ed alle offese
Dell'uomo armar la destra, e laccio porre
Al vicino ed inciampo,
Stolto crede così qual fora in campo
Cinto d'oste contraria, in sul più vivo
Incalzar degli assalti,
Gl'inimici obbliando, acerbe gare
Imprender con gli amici,
E sparger fuga e fulminar col brando
Infra i propri guerrieri.
Così fatti pensieri
Quando fien, come fur, palesi al volgo,
E quell'orror che primo
Contra l'empia natura
Strinse i mortali in social catena,
Fia ricondotto in parte
Da verace saper, l'onesto e il retto
Conversar cittadino,
E giustizia e pietade, altra radice
Avranno allor che non superbe fole,
Ove fondata probità del volgo
Così star suole in piede
Quale star può quel ch'ha in error la sede.
Sovente in queste rive,
Che, desolate, a bruno
Veste il flutto indurato, e par che ondeggi,
Seggo la notte; e su la mesta landa
In purissimo azzurro
Veggo dall'alto fiammeggiar le stelle,
Cui di lontan fa specchio
Il mare, e tutto di scintille in giro
Per lo vòto seren brillare il mondo.
E poi che gli occhi a quelle luci appunto,
Ch'a lor sembrano un punto,
E sono immense, in guisa
Che un punto a petto a lor son terra e mare
Veracemente; a cui
L'uomo non pur, ma questo
Globo ove l'uomo è nulla,
Sconosciuto è del tutto; e quando miro
Quegli ancor più senz'alcun fin remoti
Nodi quasi di stelle,
Ch'a noi paion qual nebbia, a cui non l'uomo
E non la terra sol, ma tutte in uno,
Del numero infinite e della mole,
Con l'aureo sole insiem, le nostre stelle
O sono ignote, o così paion come
Essi alla terra, un punto
Di luce nebulosa; al pensier mio
Che sembri allora, o prole
Dell'uomo? E rimembrando
Il tuo stato quaggiù, di cui fa segno
Il suol ch'io premo; e poi dall'altra parte,
Che te signora e fine
Credi tu data al Tutto, e quante volte
Favoleggiar ti piacque, in questo oscuro
Granel di sabbia, il qual di terra ha nome,
Cui di lontan fa specchio
Il mare, e tutto di scintille in giro
Per lo vòto seren brillare il mondo.
E poi che gli occhi a quelle luci appunto,
Ch'a lor sembrano un punto,
E sono immense, in guisa
Che un punto a petto a lor son terra e mare
Veracemente; a cui
L'uomo non pur, ma questo
Globo ove l'uomo è nulla,
Sconosciuto è del tutto; e quando miro
Quegli ancor più senz'alcun fin remoti
Nodi quasi di stelle,
Ch'a noi paion qual nebbia, a cui non l'uomo
E non la terra sol, ma tutte in uno,
Del numero infinite e della mole,
Con l'aureo sole insiem, le nostre stelle
O sono ignote, o così paion come
Essi alla terra, un punto
Di luce nebulosa; al pensier mio
Che sembri allora, o prole
Dell'uomo? E rimembrando
Il tuo stato quaggiù, di cui fa segno
Il suol ch'io premo; e poi dall'altra parte,
Che te signora e fine
Credi tu data al Tutto, e quante volte
Favoleggiar ti piacque, in questo oscuro
Granel di sabbia, il qual di terra ha nome,
Per tua cagion, dell'universe cose
Scender gli autori, e conversar sovente
Co' tuoi piacevolmente, e che i derisi
Sogni rinnovellando, ai saggi insulta
Fin la presente età, che in conoscenza
Ed in civil costume
Sembra tutte avanzar; qual moto allora,
Mortal prole infelice, o qual pensiero
Verso te finalmente il cor m'assale?
Scender gli autori, e conversar sovente
Co' tuoi piacevolmente, e che i derisi
Sogni rinnovellando, ai saggi insulta
Fin la presente età, che in conoscenza
Ed in civil costume
Sembra tutte avanzar; qual moto allora,
Mortal prole infelice, o qual pensiero
Verso te finalmente il cor m'assale?
Το σπάρτο ή το άνθος της ερήμου
C’
C’
Ευγενής φύση είναι αυτή,
Που μεγάλη και δυνατή
Δείχνει η ίδια στον πόνο, κι όχι
Στο εμφύλιο μίσος ή την αδελφοκτόνα οργή,
Λάθη ακόμα πιο σοβαρά
Από κάθε άλλη συμφορά, που αυξάνουν
Τις δυστυχίες του ανθρώπου, που κατηγορεί
Για τον πόνο του, αλλά κατηγορεί γι’ αυτό,
Που είναι πραγματικά αληθινό, αυτό των θνητών
Η μητέρα που γεννά και θέλει νάναι σαν μητριά.
Κι αυτή τη λέει εχθρό της. Και αντίθετα μ’ αυτή
Την κοινή συλλογιστική,
Όπως είναι η αλήθεια, ταξινομήθηκε πρώτα
Η ανθρώπινη συμβίωση,
Όλοι μεταξύ τους οι συνεταίροι εκτιμούν
Τους ανθρώπους, κι όλοι αγκαλιάζονται
Με αληθινή αγάπη, προσφέροντας
Γνήσια και αυθόρμητη μέριμνα και προσμένοντας βοήθεια
Που μεγάλη και δυνατή
Δείχνει η ίδια στον πόνο, κι όχι
Στο εμφύλιο μίσος ή την αδελφοκτόνα οργή,
Λάθη ακόμα πιο σοβαρά
Από κάθε άλλη συμφορά, που αυξάνουν
Τις δυστυχίες του ανθρώπου, που κατηγορεί
Για τον πόνο του, αλλά κατηγορεί γι’ αυτό,
Που είναι πραγματικά αληθινό, αυτό των θνητών
Η μητέρα που γεννά και θέλει νάναι σαν μητριά.
Κι αυτή τη λέει εχθρό της. Και αντίθετα μ’ αυτή
Την κοινή συλλογιστική,
Όπως είναι η αλήθεια, ταξινομήθηκε πρώτα
Η ανθρώπινη συμβίωση,
Όλοι μεταξύ τους οι συνεταίροι εκτιμούν
Τους ανθρώπους, κι όλοι αγκαλιάζονται
Με αληθινή αγάπη, προσφέροντας
Γνήσια και αυθόρμητη μέριμνα και προσμένοντας βοήθεια
Στους εναλλασσόμενους κινδύνους και αγωνίες
Του κοινού πολέμου. Και στα αδικήματα του συνανθρώπου
Οπλίζουν το δεξί τους χέρι και στήνουν μια παγίδα
Στον γείτονα και τον πλησίον,
Ο ανόητος πιστεύει έτσι ότι παίζει στο στάδιο
Ζωσμένος με το αντίπαλο πλήθος, στην πιο σφοδρή,
Θυελλώδη επίθεση,
Οι εχθροί είναι επιλήσμονες, οξείς οι αγώνες,
Που επιχειρεί με τους φίλους,
Και προκαλεί την άτακτη φυγή των αντιπάλων
Κι αιφνιδιάζει χτυπώντας με το δίστομο ξίφος
Ανάμεσα από τους δικούς του μαχητές.
Του κοινού πολέμου. Και στα αδικήματα του συνανθρώπου
Οπλίζουν το δεξί τους χέρι και στήνουν μια παγίδα
Στον γείτονα και τον πλησίον,
Ο ανόητος πιστεύει έτσι ότι παίζει στο στάδιο
Ζωσμένος με το αντίπαλο πλήθος, στην πιο σφοδρή,
Θυελλώδη επίθεση,
Οι εχθροί είναι επιλήσμονες, οξείς οι αγώνες,
Που επιχειρεί με τους φίλους,
Και προκαλεί την άτακτη φυγή των αντιπάλων
Κι αιφνιδιάζει χτυπώντας με το δίστομο ξίφος
Ανάμεσα από τους δικούς του μαχητές.
Έτσι καμωμένες λοιπόν σκέψεις
Όταν τις κάνουν, ως νάταν, αυτονόητες για τους πολλούς,
Και αυτή η φρίκη που, πρώτη
Σε αντίθεση με την ανίερη φύση,
Έσπρωξε τους θνητούς σε κοινωνικούς δεσμούς,
Έφερε πίσω εν μέρει
Από πραγματική γνώση, τον τίμιο και ειλικρινή
Πολιτικό διάλογο,
Και τη δικαιοσύνη, τον οίκτο, μια άλλη ρίζα
Θα ήταν, δεν θα υπήρχαν τότε σπουδαία παραμύθια,
Όπου η βάσιμη ορθότητα της λαϊκής πεποίθησης
Έτσι στέκει μόνη στα πόδια της,
Που μπορεί να σταθεί κάτι, που ίσως δεν έχει σωστή βάση.
Συχνά σ’ αυτές τις ακτές,
Που, ερημικές, ροδίζουν
Ντυμένες απ’ το αγριεμένο κύμα,
Που φαίνεται να κυματίζει,
Κάθομαι τη νύχτα. Και στη θλιβερή γη
Σε διαυγέστατο γαλανό χρώμα
Όταν τις κάνουν, ως νάταν, αυτονόητες για τους πολλούς,
Και αυτή η φρίκη που, πρώτη
Σε αντίθεση με την ανίερη φύση,
Έσπρωξε τους θνητούς σε κοινωνικούς δεσμούς,
Έφερε πίσω εν μέρει
Από πραγματική γνώση, τον τίμιο και ειλικρινή
Πολιτικό διάλογο,
Και τη δικαιοσύνη, τον οίκτο, μια άλλη ρίζα
Θα ήταν, δεν θα υπήρχαν τότε σπουδαία παραμύθια,
Όπου η βάσιμη ορθότητα της λαϊκής πεποίθησης
Έτσι στέκει μόνη στα πόδια της,
Που μπορεί να σταθεί κάτι, που ίσως δεν έχει σωστή βάση.
Συχνά σ’ αυτές τις ακτές,
Που, ερημικές, ροδίζουν
Ντυμένες απ’ το αγριεμένο κύμα,
Που φαίνεται να κυματίζει,
Κάθομαι τη νύχτα. Και στη θλιβερή γη
Σε διαυγέστατο γαλανό χρώμα
Βλέπω από ψηλά τα αστέρια πυρακτωμένα,
Που από μακριά τα καθρεφτίζει
Η θάλασσα, και όλες οι σπίθες τριγύρω
Γι’ αυτό ήθελα γαλήνια να λάμψω στον κόσμο.
Και τότε η ματιά πέφτει σ’ αυτά τα φώτα ακριβώς,
Αυτά λοιπόν που φαίνονται σαν ένα σημείο,
Κι είναι τεράστια, με το πρόσχημα
Ότι ένα σημείο στο στήθος τους είναι γη και θάλασσα
Στ’ αλήθεια. Όπου
Ο άνθρωπος αν και δεν είναι καθαρός, σ’ αυτή
Τη σφαίρα όπου ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα,
Άγνωστος είναι για το σύμπαν. Κι όταν τα παρατηρώ,
Αυτά ακόμη περισσότερο χωρίς κανένα τέλος
Σαν κόμβοι μακρινοί των αστεριών,
Αυτό που μας φαίνεται σαν νεφέλωμα, στο οποίο
Όχι μονάχα ο άνθρωπος κι όχι μονάχα η γη,
Αλλά όλα σε ένα,
Από άπειρο αριθμό και μάζα,
Με τον χρυσό ήλιο μαζί, τα αστέρια
Είτε μας είναι άγνωστα, είτε έτσι φαίνονται
Στο έδαφος, ένα σημείο
Φωτεινής νεφέλης. Στις σκέψεις μου
Πώς μοιάζεις τότε, γόνε
Του ανθρώπου; Και θυμόμαστε
Την κατάστασή σας εδώ κάτω, της οποίας κάνει ένα σημάδι
Το χώμα που πατάω. Και μετά από την άλλη πλευρά,
Που εσείς κυρία και εντέλει
Όσα πιστεύετε ότι δίνετε στο Σύμπαν, και πόσες φορές
Σας άρεσαν τα παραμύθια, σ’ αυτόν τον σκοτεινό
Κόκκο άμμου, που έχει το όνομα της γης,
Που από μακριά τα καθρεφτίζει
Η θάλασσα, και όλες οι σπίθες τριγύρω
Γι’ αυτό ήθελα γαλήνια να λάμψω στον κόσμο.
Και τότε η ματιά πέφτει σ’ αυτά τα φώτα ακριβώς,
Αυτά λοιπόν που φαίνονται σαν ένα σημείο,
Κι είναι τεράστια, με το πρόσχημα
Ότι ένα σημείο στο στήθος τους είναι γη και θάλασσα
Στ’ αλήθεια. Όπου
Ο άνθρωπος αν και δεν είναι καθαρός, σ’ αυτή
Τη σφαίρα όπου ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα,
Άγνωστος είναι για το σύμπαν. Κι όταν τα παρατηρώ,
Αυτά ακόμη περισσότερο χωρίς κανένα τέλος
Σαν κόμβοι μακρινοί των αστεριών,
Αυτό που μας φαίνεται σαν νεφέλωμα, στο οποίο
Όχι μονάχα ο άνθρωπος κι όχι μονάχα η γη,
Αλλά όλα σε ένα,
Από άπειρο αριθμό και μάζα,
Με τον χρυσό ήλιο μαζί, τα αστέρια
Είτε μας είναι άγνωστα, είτε έτσι φαίνονται
Στο έδαφος, ένα σημείο
Φωτεινής νεφέλης. Στις σκέψεις μου
Πώς μοιάζεις τότε, γόνε
Του ανθρώπου; Και θυμόμαστε
Την κατάστασή σας εδώ κάτω, της οποίας κάνει ένα σημάδι
Το χώμα που πατάω. Και μετά από την άλλη πλευρά,
Που εσείς κυρία και εντέλει
Όσα πιστεύετε ότι δίνετε στο Σύμπαν, και πόσες φορές
Σας άρεσαν τα παραμύθια, σ’ αυτόν τον σκοτεινό
Κόκκο άμμου, που έχει το όνομα της γης,
Για την υπόθεσή σας, των οικουμενικών πραγμάτων
Οι συγγραφείς συγκαταβαίνουν, και μιλούν συχνά
Με τους δικούς σας ευχαρίστως, και των οποίων τα ειρωνικά
Όνειρα που ανανεώνονται, προσβάλλει εντέλει τους σοφούς
Η σημερινή εποχή, ώστε με γνώση
Και με πολιτική φορεσιά
Όλα μοιάζουν να προοδεύουν. Τί επικεφαλίδα λοιπόν,
Θνητός δυστυχισμένος απόγονος, ή τι σκέφτηκε
Για σας επιτέλους η καρδιά μου και σας επιτίθεται;
Οι συγγραφείς συγκαταβαίνουν, και μιλούν συχνά
Με τους δικούς σας ευχαρίστως, και των οποίων τα ειρωνικά
Όνειρα που ανανεώνονται, προσβάλλει εντέλει τους σοφούς
Η σημερινή εποχή, ώστε με γνώση
Και με πολιτική φορεσιά
Όλα μοιάζουν να προοδεύουν. Τί επικεφαλίδα λοιπόν,
Θνητός δυστυχισμένος απόγονος, ή τι σκέφτηκε
Για σας επιτέλους η καρδιά μου και σας επιτίθεται;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου