Ο ΗΛΙΟΣ ΒΥΘΙΖΕΤΑΙ
1
Πολύ ακόμα δε θα διψάς,
φλογισμένη καρδιά!
Υπόσχεση είναι στον αγέρα,
απ’ άγνωστα στόματα μού σαλπίζεται,
— η μεγάλη αύρα έρχεται...
φλογισμένη καρδιά!
Υπόσχεση είναι στον αγέρα,
απ’ άγνωστα στόματα μού σαλπίζεται,
— η μεγάλη αύρα έρχεται...
Απάνω μου φλογιστικός το μεσημέρι
στέκονταν ο Ήλιος μου·
γεια σας, που ερχόσαστε, σεις ξαφνικά αγεράκια,
εσείς του απογιόματος πνεύματα δροσερά!
στέκονταν ο Ήλιος μου·
γεια σας, που ερχόσαστε, σεις ξαφνικά αγεράκια,
εσείς του απογιόματος πνεύματα δροσερά!
Απόξενος και καθαρός φυσάει ο αγέρας.
Δε με στραβοκοιτάζει ή νύχτα
με τη λοξή
την ξελογιάστρα της ματιά;...
Κρατήσου δυνατή, ω γενναία μου καρδιά!
Μη ρωτάς: γιατί ; —
Δε με στραβοκοιτάζει ή νύχτα
με τη λοξή
την ξελογιάστρα της ματιά;...
Κρατήσου δυνατή, ω γενναία μου καρδιά!
Μη ρωτάς: γιατί ; —
2
Ω της ζωής μου ήμερα!
ο Ήλιος πέφτει.
Περίχρυση πια στέκει
η γυαλιστή πλημμύρα.
Θερμά ανασαίνει ο βράχος·
καλά κοιμόταν η ευτυχία σ’ αυτόν το μεσημέρι
το μεσημεριανό της ύπνο;
Η άβυσσο η μαυριδερή ακόμα παίζει απάνω
ευτυχία σε πράσινα φώτα.
Ω ημέρα της ζωής μου!
έρχεται η νύχτα!
Ανάβει πια το μάτι σου
μισοκλεισμένο,
πια της δροσιάς σου αναβρύζει
δακρυοστάλαγμα,
πια απάνω από άσπρες θάλασσες ήσυχα τρέχει
πορφύρα της αγάπης σου,
η μακαριότητα σου η στερνή η δισταχτική...
ο Ήλιος πέφτει.
Περίχρυση πια στέκει
η γυαλιστή πλημμύρα.
Θερμά ανασαίνει ο βράχος·
καλά κοιμόταν η ευτυχία σ’ αυτόν το μεσημέρι
το μεσημεριανό της ύπνο;
Η άβυσσο η μαυριδερή ακόμα παίζει απάνω
ευτυχία σε πράσινα φώτα.
Ω ημέρα της ζωής μου!
έρχεται η νύχτα!
Ανάβει πια το μάτι σου
μισοκλεισμένο,
πια της δροσιάς σου αναβρύζει
δακρυοστάλαγμα,
πια απάνω από άσπρες θάλασσες ήσυχα τρέχει
πορφύρα της αγάπης σου,
η μακαριότητα σου η στερνή η δισταχτική...
3
Ω ευθυμία, χρυσή, έλα!
Συ του θανάτου μυστικότατη
γλυκύτατη προαπόλαυση!
— Πάρα πολύ γλήγορα εγώ το δρόμο μου έτρεχα
Να τώρα που το πόδι απόστασε,
η ματιά σου με προφτάνει,
η ευτυχία σου με προβοδεί.
Συ του θανάτου μυστικότατη
γλυκύτατη προαπόλαυση!
— Πάρα πολύ γλήγορα εγώ το δρόμο μου έτρεχα
Να τώρα που το πόδι απόστασε,
η ματιά σου με προφτάνει,
η ευτυχία σου με προβοδεί.
Γύρω μονάχα κύμα και παιχνίδι.
Ό,τι βαρύ ήταν, έπεσε στην μπλάβα λησμονιά,—
αργή στέκεται τώρα η βάρκα μου.
Φουρτούνα και ταξίδι — πως το ξέμαθε!
Πόθος κ’ ελπίδες πνίγηκαν,
ψυχή και θάλασσα γυαλί είναι.
Ό,τι βαρύ ήταν, έπεσε στην μπλάβα λησμονιά,—
αργή στέκεται τώρα η βάρκα μου.
Φουρτούνα και ταξίδι — πως το ξέμαθε!
Πόθος κ’ ελπίδες πνίγηκαν,
ψυχή και θάλασσα γυαλί είναι.
Έ β δ ο μ η μοναξιά!
Πότες μου δεν αισθανόμουν τόσο κοντά μου
γλυκιάν ασφάλεια,
τόσο θερμή του Ήλιου τη ματιά.
— Ο πάγος της κορφής μου ακόμα δεν ανάβει;
Ασημένιο, ελαφρό, ένα ψάρι
το σκάφος μου τώρα έξω πλέκει...
Από τη συλλογή ποιημάτων: Διονύσου Διθύραμβοι (με ελάχιστες γλωσσικές τροποποιήσεις).
Πότες μου δεν αισθανόμουν τόσο κοντά μου
γλυκιάν ασφάλεια,
τόσο θερμή του Ήλιου τη ματιά.
— Ο πάγος της κορφής μου ακόμα δεν ανάβει;
Ασημένιο, ελαφρό, ένα ψάρι
το σκάφος μου τώρα έξω πλέκει...
Από τη συλλογή ποιημάτων: Διονύσου Διθύραμβοι (με ελάχιστες γλωσσικές τροποποιήσεις).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου