Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΒΑΔΙΖΕΙ
Με το μέτωπο ψηλά
Με το κόκκινο μαντήλι του λαιμού του στον άνεμο
Βαδίζει.
Βήμα το βήμα προχωρεί
Προχωρεί βαριά
Βαδίζει.
Ο άνεμος βουίζει σαν τη θάλασσα
Η θάλασσα σφυρίζει σαν τον άνεμο.
Απ’ όλες τις μεριές κυλούν τα φώτα σαν πεφτάστρια
Απ τις όχθες τις πιο μακρινές της καρδιάς
Φωνές τον φτάνουν:
— Πού πας, γιε μου, πού πας;
Γύρνα, καλέ μου, πίσω
Γύρνα, αδελφέ μου
Γύρνα, αφέντη του σπιτιού μου
Έλα πίσω.
Βήμα το βήμα προχωρεί
Προχωρεί βαριά
Βαδίζει.
Βαδίζει, αυτός
Σφυρίζοντας ένα τραγούδι, όλο θυμό και θάνατο
Βαδίζει, αυτός,
Υψώνοντας, φουσκώνοντας το στήθος του σάμπως καράβι.
Βήμα το βήμα προχωρεί
Προχωρεί βαριά
Βαδίζει.
Ποιος ξέρει
Μπορεί και να μη χώσει πια τα δάχτυλά του άλλη φορά
Μες στα ξανθά μαλλιά
της αδελφής του πού κεντά κρατώντας στην ποδιά
το κέντημά της
Κ’ ίσως ακόμη μια φορά πλαγιάζοντας στα πόδια της
Δε θα κοιτάξει πια
την ομορφιά της
σα να κοιτάει μια στράτα πράσινη να χάνεται στον ήλιο...
Βαδίζει, αυτός — βαδίζει.
Μετράει τους δρόμους με φαρδιές, μεγάλες δρασκελιές.
Μπαλαντζάρει τα μπράτσα του σαν δυο άγκυρες βαριές.
Τεντώνεται το μαλλιαρό του στέρνο σα σκουτάρι.
Δε γροικά πιά,
Στάλα τη στάλα στάζοντας απάνω στην καρδιά του σα χυμός
από γαρύφαλλο,
τα λόγια
Των φίλων του των άρρωστων κι ανάπηρων
Που κάθουνται, όλοι, κάθε βράδι στο ίδιο ξύλινο τραπέζι.
Με τα μάτια του βγαλμένα έξω απ’ το πρόσωπο
Σάμπως δυο γυμνά μαχαίρια
Ίσια πάνου βαδίζει στον εχτρό.
Βήμα το βήμα προχωρεί
Προχωρεί βαριά
Βαδίζει.
1933
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου