ΑΠΟΨΕ...
Απόψε ήρθες και στάθηκες σιμά μου
σαν έγειρα στου ύπνου την αγκάλη,
Ω! μακρυσμένε απόκρυφε έρωτά μου,
ήρθες απόψε ακάλεστος σιμά μου,
δίχως να ξέρω πώς, αγάλι, αγάλι.
Μου κράταες μες τα χέρια το κεφάλι
και βύζαινες τ’ ατέλειωτο φιλί μου.
Κι’ απ’ την ωραία του όνειρου κραιπάλη
σαν κρίνο που αργολειώνει στ’ ανθογυάλι,
φυλλορροούσε η πένθιμη η ψυχή μου.
Τον πόθο σου όλο μου είχες μεταδώσει
σα νάμουν σάρκα κ’ αίμα εγώ δικό σου.
Κι’ ως με την ώρα που είχε ξημερώσει
τα χέρια μου τα δυο τα είχα ριζώσει,
περιπλοκάδια γύρω απ’ το λαιμό σου.
Σαν πιο καράβι εδώ να σ’ έχει φέρει
δίχως να τ’ οδηγάει κανένας φάρος;
Πιο κύμα να σε βοήθησε, πιο αγέρι,
Κ’ ήρθες από τ’ απόμακρα τα μέρη
της ηδονής ατρόμητος κουρσάρος;
Στου ιδανικού τη χώρα σε είχα μπάσει,
και μόνο με τη σκέψη σ’ αγαπούσα.
Μα έφτασε μια νυχτιά για να χαλάσει
ό,τι με τόση ευλάβεια σου είχα μάσει
στην άυλη χώρα εκείνη που σε ζούσα...
Πηγή: Αλεξανδρινή Τέχνη, χρονιά Ε’ - τεύχος 9-10 (Σεπτέμβριος 1931).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου