Μια τρομακτική Θύελλα τσάκιζε τον αέρα –
Τα σύννεφα ήτανε ισχνά, και λίγα –
Μια Μαυρίλα – σαν Μανδύας Φαντάσματος
Τον Ουρανό έκρυβε και τη Γη από τη θέα.
Χαχανίζανε τα πλάσματα στις Στέγες –
Και σφυρίζανε στον αέρα –
Και κουνάγανε τις γροθιές τους –
Και τρίζανε τα δόντια τους –
Και ξέφρενα κυματίζανε τα μαλλιά τους.
Το πρωί φώτισε – τα Πουλιά σηκωθήκαν –
Του Τέρατος τα ξεθωριασμένα μάτια
Αργά, στη γενέθλιά τους ακτή, γυρίζαν –
Κι η γαλήνη – Παράδεισος ήταν!
An awful Tempest mashed the air –
The clouds were gaunt, and few –
A Black – as of a Spectre's Cloak
Hid Heaven and Earth from view.
The creatures chuckled on the Roofs –
And whistled in the air –
And shook their fists –
And gnashed their teeth –
And swung their frenzied hair.
The morning lit – the Birds arose –
The Monster's faded eyes
Turned slowly to his native coast –
And peace – was Paradise!
198
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου