Ο ΜΥΘΟΣ ΤΉΣ ΠΙΠΑΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
Οι άνθρωποι συναντήσανε ένα μεγάλο ποτάμι γεμάτο καλάμια γύρω γύρω (ΣτΜ: η έκφραση «a great water on logs tied together» δεν βγάζει νόημα κυριολεκτικά. Δεδομένου ότι οι Omaha ήτανε φυλή που ζούσε σε περιοχές τού ποταμού Ohio και, στα τέλη τού 17ου μ.Χ. αι., μετανάστευσε σε περιοχές τού Άνω Missouri, άρα έζησε μακριά και από τη θάλασσα αλλά και από τις μεγάλες λίμνες, η έκφραση great water θα πρέπει να αφορά την περιοχή τού ποταμού Missouri, όπου αποφασίσανε να μείνουν, γεμάτη καλάμια ή και δέντρα, τα οποία θα δίνανε την εντύπωση ότι το νερό στηρίζεται πάνω τους). Εκεί στήσανε τις σκηνές τους στην όχθη. Τότε σκεφθήκανε να δημιουργήσουνε για τον εαυτό τους συγκεκριμένα όρια μες στα οποία έπρεπε να ζήσουνε και κανόνες που θα έπρεπε να ακολουθούν. Καθάρισαν έναν χώρο από τα χόρτα και τα ζιζάνια για να βλέπουν ο ένας το πρόσωπο τού άλλου. Καθίσανε να συζητήσουνε και είδανε πως δεν υπήρχαν εμπόδια ανάμεσά τους.
Την ώρα τού συμβουλίου, μια κουκουβάγια κραύγασε στα δέντρα εκεί κοντά. Ο αρχηγός (του συμβουλίου) είπε, «Αυτό το πουλί θα πάρει μέρος στο συμβούλιο μας. Μας καλεί. Μας προσφέρει τη βοήθειά του.»
Αμέσως μετά άκουσαν έναν τρυποκάρυδο να χτυπά τα δέντρα. Ο αρχηγός (του συμβουλίου) είπε, «Αυτό το πουλί μάς καλεί. Μας προσφέρει τη βοήθειά του. Θα πάρει μέρος στο συμβούλιο μας.»
Τότε ο αρχηγός διόρισε έναν άνθρωπο ως υπηρέτη. Είπε: «Πήγαινε στο δάσος και πάρε ένα δενδρύλλιο φράξου». Ο υπηρέτης επέστρεψε με ένα δενδρύλλιο με τραχύ φλοιό.
«Δεν το θέλουμε αυτό», είπε ο αρχηγός. «Πήγαινε πάλι και πάρε ένα δενδρύλλιο με λείο φλοιό και γαλαζωπό χρώμα στα σημεία που βγαίνουνε τα κλαδιά». Έτσι ο υπηρέτης ξαναπήγε και επέστρεψε με ένα δενδρύλλιο όπως του είχε ζητηθεί.
Όταν ο αρχηγός πήρε το δενδρύλλιο, ένας αετός ήρθε και αιωρήθηκε γύρω από το συμβούλιο που καθότανε στο γρασίδι. Πέταξε ένα πουπουλένιο φτερό που έπεσε. Έπεσε στο κέντρο τού καθαρισμένου χώρου. Τώρα αυτός ήταν ο λευκός αετός. Ο αρχηγός είπε: «Δεν είναι αυτό που θέλουμε». Έτσι ο λευκός αετός προσπέρασε.
Τότε ο φαλακρός αετός εφόρμησε κάτω, όπως όταν επιτίθεται στο θήραμά του. Ισορρόπησε στα φτερά του ακριβώς πάνω από τον καθαρισμένο χώρο. Έβγαλε άγριες κραυγές και πέταξε ένα από τα χνουδωτά του φτερά, το οποίο στάθηκε στο έδαφος όπως είχε κάνει το φτερό τού προηγούμενου αετού. Ο αρχηγός είπε: «Δεν είναι αυτό που θέλουμε». Έτσι ο φαλακρός αετός προσπέρασε.
Τότε ήρθε ο πιτσιλωτός αετός, αιωρήθηκε πάνω από το συμβούλιο και πέταξε κάτω ένα του φτερό όπως είχανε κάνει και οι προηγούμενοι. Ο αρχηγός είπε, «Δεν είναι αυτό που θέλουμε», και ο πιτσιλωτός αετός προσπέρασε.
Τότε ήρθε ο αυτοκρατορικός αετός, ο αετός με τη βεντάλια, και αιωρήθηκε πάνω από τους ανθρώπους. Έριξε κάτω ένα χνουδωτό φτερό, το οποίο στάθηκε όρθιο στο κέντρο τού καθαρισμένου χώρου. Ο αρχηγός είπε: «Αυτό θέλουμε».
Έτσι, τα φτερά τού αετού αυτού χρησιμοποιηθήκανε για την κατασκευή των πιπών ειρήνης, μαζί με τα φτερά τής κουκουβάγιας και του δρυοκολάπτη και με άλλα πράγματα. Αυτές οι πίπες ειρήνης επρόκειτο να χρησιμοποιηθούνε για τη δημιουργία φιλικών σχέσεων με άλλες φυλές.
Μετά που είχανε φτιάξει τις πίπες ειρήνης, φτιάξανε ακόμα άλλες επτά πίπες για τη διατήρηση τής ειρήνης μες στη φυλή. Μια πίπα ήτανε για να αποτρέπει την εκδίκηση. Αν ένας άντρας σκότωνε έναν άλλο, ο αρχηγός πήγαινε αυτήν την πίπα στους συγγενείς τού νεκρού και τους την πρόσφερε. Αν οι συγγενείς τού νεκρού αρνιόντουσαν να τη δεχθούν, τους προσφερότανε ξανά. Τους προσφερότανε μέχρι τέσσερις φορές. Εάν την αρνιόντουσαν για τέταρτη φορά, ο αρχηγός έλεγε: «Λοιπόν, πρέπει να αναλάβετε τις συνέπειες. Δεν πρόκειται να κάνουμε τίποτα και εφεξής δεν θα μπορείτε να ζητήσετε να δείτε τις πίπες». Εννοούσε ότι αν έπαιρναν εκδίκηση και ως αποτέλεσμα τους ερχόταν οποιοδήποτε πρόβλημα, δεν θα είχανε δικαίωμα να ζητήσουνε βοήθεια ή έλεος.
Για κάθε πρόβλημα στη φυλή, είχανε ξεχωριστή πίπα.
Σχόλιο: Μες στις λίγες αράδες τού όμορφου αυτού μύθου, της φυλής Omaha, ξεδιπλώνεται κοινωνική σοφία που καμία κοινωνία του λεγόμενου πολιτισμένου κόσμου κατάφερε ποτέ να προσεγγίσει.
THE LEGEND OF THE PEACE PIPES
The people came across a great water on logs tied together. They pitched their tents on the shore. Then they thought to make for themselves certain bounds within which they were to live and rules which should govern them. They cleared a space of grass and weeds so they could see each other's faces. They sat down and there was no obstruction between them.
While they were holding a council, an owl hooted in the trees near by. The leader said, "That bird is to take part in our council. He calls to us. He offers us his aid."
Immediately afterward they heard a woodpecker. He knocked against the trees. The leader said, "That bird calls to us. He offers us his aid. He will take part in our council."
Then the chief appointed a man as servant. He said, "Go into the woods and get an ash sapling." The servant came back with a sapling having a rough bark.
"We do not want that," said the leader. "Go again and get a sapling with a smooth bark, bluish in color at the joint where a branch comes." So the servant went out, and came back with a sapling of the kind described.
When the leader took up the sapling, an eagle came and soared about the council which was sitting in the grass. He dropped a downy feather; it fell. It fell in the center of the cleared space. Now this was the white eagle. The chief said, "This is not what we want," so the white eagle passed on.
Then the bald eagle came swooping down, as though attacking its prey. It balanced itself on its wings directly over the cleared space. It uttered fierce cries, and dropped one of its downy feathers, which stood on the ground as the other eagle's feather had done. The chief said, "This is not what we want." So the bald eagle passed on.
Then came the spotted eagle, and soared over the council, and dropped its feather as the others had done. The chief said, "This is not what we want," and the spotted eagle passed on.
Then the imperial eagle, the eagle with the fantail, came, and soared over the people. It dropped a downy feather which stood upright in the center of the cleared space. The chief said, "This is what we want."
So the feathers of this eagle were used in making the peace pipes, together with the feathers of the owl and woodpecker, and with other things. These peace pipes were to be used in forming friendly relations with other tribes.
When the peace pipes were made, seven other pipes were made for keeping peace within the tribe. One pipe was to prevent revenge. If one man should kill another, the chief took this pipe to the relatives and offered it to them. If the relatives of the dead man refused to accept it, it was offered again. It was offered four times. If it was refused four times, the chief said, "Well, you must take the consequences. We will do nothing, and you cannot now ask to see the pipes." He meant if they took revenge and any trouble came to them, they could not ask for help or for mercy.
Each band had its own pipe.
Πηγή: gutenberg.org.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου