ΣΤΟ ΔΙΧΑΛΩΜΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ
Πριν από πολύ καιρό, στα χρόνια των παππούδων, ένας άνθρωπος πέθανε και τον θάψανε στο χωριό του. Για τέσσερις νύχτες το φάντασμά του περπατούσε, όπως ήταν υποχρεωμένο, σ’ ένα πολύ σκοτεινό μονοπάτι. Μετά έφτασε στον Γαλαξία όπου εκεί είχε άφθονο φως. Για αυτόν το λόγο, οι άνθρωποι πρέπει να κρατάνε αναμμένες τις φωτιές τής κηδείας για τέσσερις νύχτες, έτσι ώστε το πνεύμα τού νεκρού να μην περπατά στο μονοπάτι στο σκοτάδι.
Το πνεύμα περπάτησε κατά μήκος τού Γαλαξία. Επιτέλους έφτασε σ’ ένα σημείο όπου το μονοπάτι διχάλωνε. Εκεί καθόταν ένας γέρος. Ήτανε ντυμένος με μια βουβαλίσια ρόμπα, με τα μαλλιά του απ' έξω. Έδειχνε σε κάθε φάντασμα το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει. Ο ένας ήταν σύντομος και οδηγούσε στη χώρα των καλών φαντασμάτων. Ο άλλος ήτανε πολύ μακρύς· κατά μήκος του τα φαντάσματα προχωρούσανε κλαίγοντας.
Τα πνεύματα των ανθρώπων που είχαν αυτοκτονήσει δεν μπορούνε να ταξιδέψουνε σε κανέναν από τους δυο δρόμους. Πρέπει να αιωρούνται πάνω από τους τάφους τους. Για αυτά δεν υπάρχει μέλλουσα ζωή.
Ένας δολοφόνος δεν θα είναι ποτέ ευτυχισμένος μετά το θάνατό του. Φαντάσματα περικυκλώνουνε το φάντασμά του και σφυρίζουν ακατάπαυστα. Είναι πάντα πεινασμένο, αν και τρώει πολύ φαγητό. Ποτέ δεν του επιτρέπεται να πάει όπου θέλει, για να μην σηκωθούνε δυνατοί άνεμοι και σαρώσουνε τα άλλα.
THE FORKED ROADS
Long ago, in the days of the grandfathers, a man died and was buried by his village. For four nights his ghost had to walk a very dark trail. Then he reached the Milky Way and there was plenty of light. For this reason, people ought to keep the funeral fires lighted for four nights, so the spirit will not walk in the dark trail.
The spirit walked along the Milky Way. At last he came to a point where the trail forked. There sat an old man. He was dressed in a buffalo robe, with the hair on the outside. He pointed to each ghost the road he was to take. One was short and led to the land of good ghosts. The other was very long; along it the ghosts went wailing.
The spirits of suicides cannot travel either road. They must hover over their graves. For them there is no future life.
A murderer is never happy after he dies. Ghosts surround him and keep up a constant whistling. He is always hungry, though he eat much food. He is never allowed to go where he pleases, lest high winds arise and sweep down upon the others.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου