ΕΛΠΙΔΑ
Δεν είναι η ελπίδα παρ’ ένας φίλος ντροπαλός·
Που κάθεται, απ’ την τριμμένη μου φωλιά, απ’ έξω,
Τη μοίρα μου παρατηρώντας πώς με πηγαίνει,
Σαν τους άντρες τούς εγωιστές.
Ήταν στο φόβο της σκληρή·
Απ’ τα κάγκελα μέσα, μια μέρα μουντή,
Κοίταξα έξω να τη δω,
Μα έστρεψε αλλού το πρόσωπό της!
Σαν ψεύτικος φρουρός, ψεύτικα κοιτώντας,
Ακίνητη, σε διαμάχη, ψιθύριζε ειρήνη·
Όταν θρηνούσα ήταν ικανή να τραγουδά
Όταν αφουγκραζόμουνα να σταματήσει.
Ένα συνεχόμενο ψέμα ήταν·
Όταν οι τελευταίες μου χαρές στο χώμα σκορπιστήκαν,
Κι η Θλίψη ακόμα είδε, μετανοιωμένη,
Τα θλιβερά εκείνα απομεινάρια, τριγύρω σκορπισμένα·
Ελπίδα, ο ψίθυρος τής οποίας Βάλσαμο θα ‘ταν
Για αυτούς τούς μανιασμένους πόνους,
Τα φτερά της άνοιξε και πέταξε στον ουρανό,
Πήγε και δεν γύρισε ξανά!
HOPE
Hope was but a timid friend;
She sat without my grated den,
Watching how my fate would tend,
Even as selfish-hearted men.
She was cruel in her fear;
Through the bars, one dreary day,
I looked out to see her there,
And she turned her face away!
Like a false guard, false watch keeping,
Still, in strife, she whispered peace;
She would sing while I was weeping;
If I listened, she would cease.
False she was, and unrelenting;
When my last joys strewed the ground,
Even Sorrow saw, repenting,
Those sad relics scattered round;
Hope, whose whisper would have given
Balm to all that frenzied pain,
Stretched her wings, and soared to heaven,
Went, and ne'er returned again!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου