08 Ιανουαρίου 2025

The First Fire [Cherokee]

Η ΠΡΩΤΗ ΦΩΤΙΑ

Στην αρχή δεν υπήρχε φωτιά και ο κόσμος ήτανε κρύος. Τότε οι Βροντές, που ζούσανε στον «Κόσμο των Πνευμάτων», στείλανε τους κεραυνούς τους και βάλανε φωτιά στον πάτο ενός πλατάνου με κούφιο κορμό, ο οποίος είχε φυτρώσει σ’ ένα νησί. Τα ζώα ήξεραν ότι ήταν εκεί επειδή μπορούσανε να δούνε τον καπνό να βγαίνει από την κορυφή, αλλά δεν μπορούσανε να φτάσουνε σε αυτόν λόγω του νερού, έτσι έκαναν ένα συμβούλιο για να αποφασίσουνε τι να κάνουν. Αυτό έγινε πολύ καιρό πριν.
Κάθε ζώο ανυπομονούσε να προσπαθήσει να αποκτήσει τη φωτιά. Το Κοράκι προσφέρθηκε. Ήτανε μεγαλόσωμο και δυνατό, για αυτό στάλθηκε πρώτο. Πέταξε ψηλά και μακριά πάνω από το νερό και βρήκε τον πλάτανο. Εκεί κούρνιασε και αναρωτήθηκε τι να κάνει μετά. Μετά κοίταξε τον εαυτό του. Η ζέστη είχε καψαλίσει τα φτερά του. Το  Κοράκι φοβήθηκε τόσο που πέταξε πίσω, πάνω από το νερό, χωρίς (να μεταφέρει) φωτιά.
Τότε η μικροκαμωμένη Wa-hu-hu, η Γκριζωπή (Γλαύκα) Μεγάσκωψ, προσφέρθηκε να πάει. Πέταξε ψηλά και μακριά πάνω από το νερό και κούρνιασε πάνω σ’ ένα δέντρο με κούφιο κορμό. Καθώς καθόταν εκεί και κοιτούσε μέσα στο κούφιο δέντρο και αναρωτιότανε τι να κάνει, καυτός αέρα φύσηξε (από μέσα από τον κούφιο κορμό) και πλήγωσε τα μάτια της. Η Γκριζωπή (Γλαύκα) Μεγάσκωψ τρόμαξε. Πέταξε πίσω όσο γρηγορότερα μπορούσε, γιατί δυσκολευότανε να δει. Γι' αυτό τα μάτια της είναι κόκκινα ακόμα και σήμερα.
Στη συνέχεια πήγαν η Κουκουβάγια Χουχουριστής και ο Μπούφος τής Βιρτζίνια, αλλά όταν φτάσανε στο δέντρο με τον κούφιο κορμό, η φωτιά έκαιγε τόσο δυνατά που ο καπνός σχεδόν τις τύφλωσε. Οι στάχτες που κουβαλούσε το αεράκι κάνανε λευκούς δακτύλιους γύρω από τα μάτια τους. Έτσι αναγκαστήκανε να γυρίσουνε πίσω χωρίς φωτιά. Από τότε έχουνε λευκούς δακτύλιους γύρω από τα μάτια τους.
Κανένα από τα υπόλοιπα πουλιά δεν ήθελε να πάει  για τη φωτιά. Τότε το Uk-su-hi, το Φίδι Δρομέας, είπε ότι θα περνούσε μέσα από το νερό και θα επέστρεφε με φωτιά. Κολύμπησε μέχρι το νησί και σύρθηκε μέσ’ από το γρασίδι μέχρι το δέντρο. Μετά μπήκε μες στο δέντρο από μια μικρή τρύπα στο κάτω μέρος του. Αλλά η ζέστη και ο καπνός ήταν τρομεροί. Το έδαφος στο κάτω μέρος τού δέντρου ήτανε καλυμμένο με καυτές στάχτες. Το Φίδι Δρομέας έτρεχε πέρα δώθε προσπαθώντας να βγει από τις στάχτες και τελικά κατάφερε να ξεφύγει μέσ’ από την ίδια τρύπα από την οποία είχε μπει. Αλλά το σώμα του είχε μαυρίσει από το κάψιμο. Έτσι ονομάστηκε Μαύρος Δρομέας και αυτός είναι ο λόγος που ο Μαύρος Δρομέας πετάγεται με ορμή και κουλουριάζεται στην πορεία του σα να προσπαθεί να ξεφύγει.
Τότε το μεγάλο Μαύρο Φίδι, ο «Αναρριχητής», προσφέρθηκε να πάει για τη φωτιά. Ήτανε πολύ μεγαλύτερο από τον Μαύρο Δρομέα. Το Μαύρο  Φίδι κολύμπησε μέχρι το νησί και ανέβηκε στο δέντρο εξωτερικά, όπως κάνει πάντα το Μαύρο Φίδι, αλλά όταν έβαλε το κεφάλι του μες σε μια τρύπα, ο καπνός το έπνιξε και έπεσε στον φλεγόμενο κορμό. Πριν προλάβει να σκαρφαλώσει, κάηκε κι έγινε και μαύρισε και αυτό.
Έτσι λοιπόν τα πουλιά, τα ζώα και τα φίδια έκαναν άλλο συμβούλιο. Ο κόσμος ήταν ακόμα πολύ κρύος. Δεν υπήρχε φωτιά. Αλλά όλα τα πουλιά και τα φίδια και όλα τα τετράποδα αρνιόντουσαν να πάνε για τη φωτιά. Φοβόντουσαν όλα το φλεγόμενο πλάτανο.
Τότε η Αράχνη τού Νερού είπε ότι θα πήγαινε. Να μην την μπερδεύουμε με αυτήν που μοιάζει με κουνούπι· πρόκειται για την άλλη, αυτή με το μαύρο χνουδωτό τρίχωμα και τις κόκκινες ρίγες στο σώμα της. Θα μπορούσε να τρέξει πάνω από το νερό ή να βουτήξει στον πάτο.
Τα ζώα είπαν: "Πώς θα μπορέσεις να φέρεις πίσω τη φωτιά;"
Αλλά η Αράχνη τού Νερού περιέστρεψε μια κλωστή από το σώμα της και την έπλεξε γύρω από ένα ξύλινο μπολ, το οποίο στερέωσε στην πλάτη της. Μετά έπλευσε προς το νησί και σύρθηκε μέσ’ από το γρασίδι προς τη φωτιά. Η Αράχνη τού Νερού έβαλε ένα μικρό κάρβουνο φωτιάς στο μπολ της και μετά κολύμπησε πίσω με αυτό.
Έτσι ήρθε η φωτιά στον κόσμο. Και αυτός είναι ο λόγος που η Αράχνη τού Νερού έχει ένα μπολ στην πλάτη της.


THE FIRST FIRE

In the beginning there was no fire and the world was cold. Then the Thunders, who lived up in Galun' lati, sent their lightning and put fire into the bottom of a hollow sycamore tree which grew on an island. The animals knew it was there because they could see the smoke coming out at the top, but they could not get to it on account of the water, so they held a council to decide what to do. This was a long, long time ago.
Every animal was anxious to go after the fire. Raven offered. He was large and strong, so he was sent first. He flew high and far across the water, and lighted on the sycamore tree. There he perched, wondering what to do next. Then he looked at himself. The heat had scorched his feathers black. Raven was so frightened he flew back across the water without any fire.
Then little Wa-hu-hu, the Screech Owl, offered to go. He flew high and far across the water and perched upon a hollow tree. As he sat there looking into the hollow tree, wondering what to do, a blast of hot air came up and hurt his eyes. Screech Owl was frightened. He flew back as best he could, because he could hardly see. That is why his eyes are red even to this day.
Then Hooting Owl and the Horned Owl went, but by the time they reached the hollow tree, the fire was blazing so fiercely that the smoke nearly blinded them. The ashes carried up by the breeze made white rings around their eyes. So they had to come home without fire. Therefore they have white rings around their eyes.
None of the rest of the birds would go to the fire. Then Uk-su-hi, the racer snake, said he would go through the water and bring back fire. He swam to the island and crawled through the grass to the tree. Then he went into the tree by a small hole at the bottom. But the heat and smoke were dreadful. The ground at the bottom of the tree was covered with hot ashes. The racer darted back and forth trying to get off the ashes, and at last managed to escape through the same hole by which he had entered. But his body had been burned black. Therefore he is now the black racer. And that is why the black racer darts around and doubles on his track as if trying to escape.
Then great Blacksnake, "The Climber," offered to go for fire. He was much larger than the black racer. Blacksnake swam over to the island and climbed up the tree on the outside, as the blacksnake always does, but when he put his head down into the hole the smoke choked him so that he fell into the burning stump. Before he could climb out, he, too, was burned black.
So the birds, and the animals, and the snakes held another council. The world was still very cold. There was no fire. But all the birds, and the snakes, and all the four-footed animals refused to go for fire. They were all afraid of the burning sycamore.
Then Water Spider said she would go. This is not the water spider that looks like a mosquito, but the other one – the one with black downy hair and red stripes on her body. She could run on top of the water, or dive to the bottom.
The animals said, "How can you bring back fire?"
But Water Spider spun a thread from her body and wove it into a “tusti” bowl which she fastened on her back. Then she swam over to the island and through the grass to the fire. Water Spider put one little coal of fire into her bowl, and then swam back with it.
That is how fire came to the world. And that is why Water Spider has a “tusti” bowl on her back.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: