01 Ιουνίου 2025

Why Wolves help in war [Dakota]

ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΛΥΚΟΙ ΒΟΗΘΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Κάποτε, ένας Ινδιάνος βρήκε μια λυκοφωλιά κι άρχισε να τη σκάβει για να πάρει τα λυκόπουλα.
Η Μητέρα Λύκος εμφανίστηκε γαβγίζοντας και είπε, «Λυπήσου τα παιδιά μου», αλλά αυτός δεν της έδωσε σημασία. Έτσι αυτή έτρεξε στον άντρα της.
Ο Πατέρας Λύκος σύντομα εμφανίστηκε και γάβγισε. Ο άντρας συνέχισε να σκάβει τη φωλιά. Τότε ο Πατέρας Λύκος τραγούδησε ένα όμορφο τραγούδι. Τραγούδησε, «Ω, άνθρωπε, λυπήσου τα παιδιά μου και θα σου διδάξω μια από τις τέχνες μου». Τελείωσε μ’ ένα αλύχτισμα που προκάλεσε ομίχλη. Όταν ο Πατέρας Λύκος αλύχτησε ξανά, η ομίχλη εξαφανίστηκε.
Ο άντρας σκέφτηκε: «Αυτά τα ζώα έχουνε μυστηριώδη χαρίσματα». Έτσι, έσκισε την κόκκινη κουβέρτα του σε μικρά κομμάτια κι έδεσε, σαν κολιέ, από ένα κομμάτι γύρω από το λαιμό κάθε λυκόπουλου. Κατόπιν τα έβαψε με κόκκινη μπογιά και τα έβαλε πίσω στη φωλιά.
Ο Πατέρας Λύκος ένιωσε μεγάλη ευγνωμοσύνη και είπε: «Από τούδε, άμα πας στον πόλεμο, θα έρθω μαζί σου και θα σου φέρω ό,τι ζητήσεις». Τότε ο άντρας έφυγε.
Σύντομα, ο άντρας μπήκε στο μονοπάτι τού πολέμου*. Μόλις είδε το χωριό τού εχθρού, ένας μεγάλος λύκος τον συνάντησε.
Ο λύκος είπε: «Σε λίγο θα ξεκινήσω το τραγούδι μου και τότε θα τους κλέψετε τα άλογά τους όταν δεν υποψιάζονται τον κίνδυνο».
Έτσι, ο άντρας σταμάτησε σε έναν λόφο κοντά στο χωριό και τότε ο λύκος άρχισε να τραγουδά. Μετά αλύχτησε, σηκώνοντας ένα δυνατό άνεμο. Τα άλογα τραπήκανε σε φυγή και χαθήκανε στο δάσος, αλλά πολλά σταματήσανε στην πλαγιά τού λόφου. Όταν ο λύκος αλύχτησε ξανά, ο άνεμος κόπασε και σηκώθηκε ομίχλη. Έτσι, ο άντρας στο μονοπάτι τού πολέμου πήρε όσα άλογα ήθελε.

* Δεν επιχείρησα κάποια πιο οικεία απόδοση τού όρου «warpath» διότι ο όρος αυτός αναφερότανε σ’ ένα ευρύτατο δίκτυο μονοπατιών (Great Indian Warpath) στο οποίο, οι ινδιάνοι τής βόρειας Αμερικής, πραγματοποιούσανε τις πολεμικές τους επιχειρήσεις και μεταφέρανε τα εμπορεύματά τους.   


WHY WOLVES HELP IN WAR

Once upon a time an Indian found a wolf den and began digging into it to get the cubs.
Wolf Mother appeared, barking. She said, "Pity my children," but he paid no attention to her. So she ran for her husband.
The Wolf Father soon appeared. He barked. Still the man dug into the den. Then Wolf Father sang a beautiful song. He sang, "O man, pity my children, and I will teach you one of my arts." He ended with a howl which caused fog. When the Wolf Father howled again, the fog disappeared.
The man thought, "These animals have mysterious gifts." So, he tore up his red blanket into small pieces. He tied a piece around the neck of each of the wolf cubs, as a necklace. Then he painted them with red paint and put them back into the den.
Wolf Father was very grateful. He said, "When you go to war hereafter, I will go with you. I will bring whatever you wish." Then the man went away.
After a while the man went on the warpath. Just as he came in sight of the village of the enemy, a large wolf met him.
Wolf said, "By and by I will sing. Then you shall steal their horses when they least suspect danger."
So, the man stopped on a hill close to the village. And the wolf sang. After that he howled, making a high wind rise. The horses fled to the forest, but many stopped on the hillside. When the wolf howled again, the wind died down and a mist arose. So, the man on the warpath took as many horses as he pleased.


Δεν υπάρχουν σχόλια: