Mατώνουν οι λέξεις, τραβούν για την θάλασσα σαν κόκκινα πρόβατα
Τις τραβάω όσο παίρνει με μια λεπτή κλωστή
Έπειτα τραβούν τον άγριο δρόμο
επιστρέφοντας μετά από ένα δείπνο που υιοθετεί ένας μύστης,
λανθασμένες κρεπάλες κάτω από τον ουρανό,
νότες σβησμένες με μοσχολίβανο,
λερές απόψεις ενός κουρασμένου αστού,
δωμάτιο που περπατά στην άκρη των δακτύλων του.
Ρουφάω καπνό κι αφήνω δαχτυλίδια στο ταβάνι,
γράφω με κάρβουνο που μετά θα το περάσω στα μάτια μου,
μήπως θυμηθώ έτσι σκέπτομαι την τελευταία ετοιμασία της μούμιας στην έρημο.
Το Παρίσι βάφει το στόμα κόκκινο από το κρασί των αμπελώνων του
η Αγγλία πίνει τσάι μετά από μια βροχερή ημέρα φτιάχνοντας λίγη πόζα
το Άμστερνταμ κάνει ποδήλατο καπνίζοντας χόρτο
κι οι αποικίες πάλι περιμένουν την έναρξη των εργασιών με το βουλοκέρι του σκλάβου.
Κι εγώ πάλι αναπολώ τον ήλιο να παίζει στα μαλλιά μου,
το πλοίο να περιμένει στο κατάστρωμα μια κιθάρα κουρδισμένη να φτιάχνει τόξα,
τον έρωτα να κολυμπά στο Αιγαίο δίπλα στα δελφίνια χωρίς να ξέρει που θα τραβήξει,
που θα φυσήξει ο αέρας,
δίχως πυξίδα, δίχως προσδιορισμό αφού όλα αντιστέκονται.
Όλα αλλάζουν,
μόνο οι λέξεις τραβούν μια πορεία επισημαίνοντας αυτό που είναι άγνωστο,
αδιάβαστο ακόμη,
εκτός από κείνα τα παιδικά μάτια που θυμάμαι πότε πότε να φοράω,
χωρίς να βρίσκω όμως και εκείνον τον ωραίο ενθουσιασμό,
οι κόσμοι όλοι γυροφέρνουν πάνω από το στόμα που έχει ο ουρανός
και γύρω από το ατέλειωτο χρώμα που κουμπώνει η θάλασσα, αυτή η ταξιθέτρια των ματιών,
αυτή ακόμη επισημαίνει το μικρό σημείο του Νότου
που κοιμάται,
κοιμάται καθώς ατέλειωτοι εφιάλτες κάνουν τις λέξεις φτωχές μπροστά στο τέλος,
τι είναι οι λέξεις μπροστά στο θέαμα ενός άστεγου,
μπροστά στο πεινασμένο στόμα ενός παιδιού...
Στο μεταξύ ολοένα βρέχει κι η βροχή ζωγραφίζει ήχους στην άσφαλτο
ενώ η εξοχή αναμένει το καλοκαίρι πιό βαριεστημένη από ποτέ....
πηγή εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου