25 Αυγούστου 2012

Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου [Fyodor Mikhailovich Dostoevsky]

Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου

Είμαι γελοίος άνθρωπος. Τώρα με λένε τρελλό. Αυτός θα ήταν ανώτερος τίτλος, αν δεν έπαυα να είμαι γελοίος για τους ανθρώπους. Μα τώρα πια δεν θυμώνω, γιατί όλοι είναι αρκετά ευγενικοί μαζί μου, και όταν με κοροϊδεύουν, είναι, θάλεγες, ακόμα πιο ευγενικοί. Ευχαρίστως θα γελούσα μαζί τους, όχι τόσο με τον εαυτό μου, όσο για να τους είμαι ευχάριστος, αν δεν ένοιωθα τόση, θλίψη κυττάζοντάς τους. Θλίβομαι που βλέπω πως δεν γνωρίζουν την αλήθεια, αυτή την αλήθεια που εγώ την γνωρίζω. Τι σκληρό που είναι να την γνωρίζεις μόνο εσύ! Μα δεν θα καταλάβουν. Όχι, δεν θα καταλάβουν.
Άλλοτε, υπόφερα πολύ που φαινόμουν γελοίος, Δεν φαινόμουν, ήμουν. Πάντα μου ήμουν γελοίος και ξέρω πως σίγουρα θά είμαι από γεννησιμιού μου. Θα ήμουν και δε θα ήμουν επτά χρονών όταν έμαθα πως ήμουν γελοίος. Ύστερα σπούδασα στό Πανεπιστήμιο – κι όσο σπουδαζα, τόσο μάθαινα πως ήμουν γελοίος. Κι έτσι, φαίνεται πως όλη η πανεπιστημιακή μου επιστήμη, ύπηρχε μόνο και μόνο για να μου αποδείξει και να μου εξηγήσει, όσο την εμβάθυνα, πως ήμουν γελοίος. Και μέ τη ζωή μου έγινε το ίδιο όπως και στην επιστήμη μου. Χρόνο με το χρόνο, αποκτούσα όλο και περισσότερο τη βεβαιότητα πως απ’ όλες τις απόψεις φαινόμουν γελοίος. Παντού και πάντα, όλοι με κορόιδευαν˙ μα κανένας δεν θά μπορούσε να υποπτευθεί πως αν υπήρχε ένας άνθρωπος στον κόσμο που ήξερε καλλίτερα απ’ όλους πως ήμουν γελοίος, αυτός ο άνθρωπος ήμουν εγώ. Έτσι, ένοιωθα κάτι σαν πείσμα διαπιστώνοντας πως κανένας δεν το υποπτευόταν. Σ’ αυτό φταίω εγώ, γιατί πάντα η περηφάνεια μου μ’ εμπόδιζε να ομολογήσω το μυστικό μου. Κι αυτή η περηφάνεια όλο και μεγάλωνε όσο περνούσαν τα χρόνια, κι αν παρασυρόμουν κι α¬ναγνώριζα μπροστά σε οποιοδήποτε πως είμαι γελοίος, νομίζω πως το ίδιο βράδυ θάσπαζα το κεφάλι μου με μια πιστολιά. Πόσο υπόφερα, όταν ήμουν έφηβος και σκεφτόμουν πως δεν θα :μπορούσα ν’ ανθέξω και θά τ’ομολογούσα ξαφνικά στους φίλους μου. Μα σαν έγινα παληκάρι, μ' ολο που κάθε χρόνο που περνούσε βεβαιωνόμουν περισσότερο για την τρομερή μου ιδιορρυθμία, κατάφερα, όσο να ‘ναι, να ησυχάσω. Kι αυτό, γιατί ακριβώς ως και τότε αγνοούσα το πως και το γιατί. ‘Ισως εξ αιτίας της απέραντης μελαγχολίας που γέμι-σε την ψυχή μου ένα γεγονός πολύ ανώτερο από τον εαυτό μου, δηλαδή η πεποίθηση που είχε εδραιωθεί μέσα μου, πως εδώ - κάτω τίποτα δεν έχει σημασία. Αυτό τό υποπτευόμουν από πολύ καιρό, μά ξαφνικά βεβαιώθηκα εντελώς και ολο¬κληρωτικά γι' αυτό: ξαφνικά ένοιωσα πως θα μου ήταν αδιάφορο αν υπήρχε ο κόσμος ή δεν υπήρχε τίποτα πουθενά. Άρχισα να καταλαβαίνω και να νοιώθω πως κατά βάθος δεν ύπηρχε τίποτα για μένα. Ως τα τότες, μου φαινόταν πάντα πως υπήρχαν πολλά πράγματα πριν από μένα. Κι εκείνη τη στιγμή άρχισα ν’ αντιλαμβάνωμαι πως δεν υπήρχε τίποτα πριν ή μάλλον πως μόνο φαινόμενα υπήρχαν. Σιγά-σιγά απόκτη¬σα την πεποίθηση πως ποτές δεν υπήρχε τίποτα. Και τότε, έπαψα να εξοργίζωμαι με τους ανθρώπους και κατέληξα να μην τους προσέχω πια. Αυτή η διάθεση εκδηλωνόταν στα πιο μικρόχαρα γεγονότα της ζωής: παραδείγματος χάρη, τύχαινε καμμια φορά, καθώς περπατούσα στο δρόμο, να σκοντάφτω πάνω στους ανθρώπους. 'Όχι επειδή ήμουν απορροφημένος από καμμια σκέψη, αφού τότες δεν σκεφτόμουν πια τα πράγματα που θα ‘πρεπε να σκέφτομαι: αδιαφορούσα για όλα. Νά είχα τουλάχιστον στα χέρια μου την λύση των προβλημάτων! Ούτε ένα δεν είχα λύσει. Κι ένας θεός ξέρει πόσα καμπόσα προβλήματα είχαν παρουσιαστεί στο μυαλό μου! Μα επειδής αδιαφορούσα για το κάθε τι, είχα πετάξει και τα προβλήματα.
Να λοιπόν που ξέρω την αλήθεια. Αυτή την αλήθεια, την έμαθα πέρυσι το Νοέμβρη, ακριβως στις τρεις του Νοέμβρη, και από τότες την εχω πάντα μέσα στο μυαλό μου. Ήτανε μια θεοσκότεινη νύχτα, η πιο σκοτεινή νύχτα που μπορεί ποτές να γίνει. Γύριζα σπίτι μου, θυμάμαι, κατά τις έντεκα η ώρα, και ακριβώς σκεπτόμουν πως θα ‘τανε αδύνατο να δεις μια νύχτα πιο σκοτεινή από εκείνη. Όλη, τη μέρα έβρεχε, μια απ' τις πιο κρύες και τις πιο φοβερές βροχές, κάτι σαν απει¬λητική βροχή, θυμάμαι, γιομάτη εχθρότητα για τους ανθρώπους, όταν ξαφνικά, κατά τις έντεκα σταμάτησε, κι άρχισε να σηκώνεται μια φριχτή υγρασία, πιο υγρή και πιο κρύα απ' την υγρασία της βροχής. Κάτι σαν ατμός αναδινόταν απ' όλες τις πλάκες του δρόμου, από κάθε δρομάκο σαν κοίταζες πιο μακριά σε προοπτική απ' τη μια άκρη του δρόμου ως την άλλη. Και ξαφνικά, μου φάνηκε πως άν έσβηνε από παντού το γκάζι, τότε θα ‘τανε λιγότερο λυπητερή η εντύπωση, τόσο πολύ σου θλίβανε την καρδιά τα φώτα του γκαζιού που τα φωτίζανε όλ’ αυτά. Δεν είχα φάει 'κείνη τή μέρα κι είχα πε¬ράσει το βράδυ στο σπίτι ενός μηχανικού μαζί με δυο άλλους φίλους του. Δεν μιλουσα, και νομίζω πως με βρήκαν ανιαρό. Εκείνοι μιλούσανε με πύρινα λόγια, και για μια στιγμή μάλιστα, τους έπιασε θυμός: Μα στην πραγματικότητα, ολ' αυτά τους ήταν αδιάφορα˙ αυτό το ‘βλεπα καλά, κι αν θυμώνανε, το κάνανε μόνο για τόν τύπο. Και ξαφνικά, τους είπα: «Κύριοι, κατά βάθος όλ’ αυτά σας είναι αδιάφορα». Και 'κείνοι δε θυμώσανε, μόνο γελάσανε μ' αυτά τα λόγια μου. Τους τα ‘πα χωρίς κανένα τόνο μομφής μόνο και μόνο γιατί μου φαινό¬ταν αδιάφορο. Κι εκείνοι παρατήρησαν αυτή την αδιαφορία και σκάσανε στα γέλια.
Όταν συλλογίστηκα στο δρόμο το φως του γκαζιού, σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό. Όλος ο θάλος απλωνότανε φριχτά σκοτεινός και ξεχώριζες καθαρά τα κουρελιασμένα σύννεφα που τα όργωναν βαθειες μελανές κηλίδες. Ξαφνικά, πάνω σε μια άπ’ αυτές τις κηλίδες, είδα ενα μικρό αστεράκι, κι άρχισα να το κοιτάω καλά - καλά. Γιατί, πραγματικά, αυτό το αστεράκι μου ξύπνησε μέσα μου μιαν ιδέα. Αποφάσισα να σκοτωθώ εκείνη τή νύχτα. Αυτό το σχέδιο το είχα καταστρώσει πριν δυό μήνες και μ' όλη μου τη φτώχεια, αγόρασα ένα θαυμάσιο περίστροφο και τό γέμισα την ίδια μέρα. Είχανε περάσει λοιπόν δυο μήνες, και το περίστροφο κοιμώτανε μέσα στο συρτάρι, μα όλα μου είχανε γίνει τόσο αδιάφορα που μου ‘ρθε η όρεξη να περιμένω την ώρα που θα μου φαινότανε λιγότερο αδιάφορο. Γιατί; δεν ξέρω. Λοιπόν, δυο μήνες τώρα, κάθε φορά που έπαιρνα το δρόμο για να γυρίσω σπίτι μου, σκεφτόμουν να τινάξω τα μυαλά μου. Μόνον περίμενα την κατάλληλη στιγμή: Και να που μου ‘φερε μια ιδέα αυτό το αστεράκι: αποφάσισα πως θα το ‘κανα εξάπαντος εκείνη τη νύχτα. Μα όσο για το πως μου ξύπνησε μέσα μου αυτή την ιδέα, δεν το ξέρω καθόλου αυτό.
Και τότε, ενώ κοίταζα τον ουρανό, μ’ άρπαξε απ' τον αγκώνα εκείνο το μικρό κοριτσάκι. Ο δρόμος ήταν έρημος εκείνη τη στιγμή, ή τουλάχιστον δεν περνούσε κανένας από ‘κει. Εκεί-κάτω, ένας άμαξας λαγοκοιμώτανε πάνω στο κάθισμα του. Το κοριτσάκι θα ‘ταν ως οκτώ χρονών: φορούσε στο κεφάλι του ένα μαντήλι κι ήτανε ντυμένο μ’ ένα φτωχικό φόρεμα, έσταζε ολόκληρο απ' τη: βροχή, μα προπαντός πρόσεξα τα σκισμένα παπούτσια του που μπάζανε νερό, και το θυμάμαι ακόμα κι αυτή τη στιγμή: Μου είχανε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Είχε αρχίσει ξαφνικά να με τραβάει απ’ τον αγκώνα και να με φωνάζει. Δεν έκλαιγε, μα με φώναζε με κομμένη φωνή, λέγοντας λόγια που δεν κατάφερνε να τα προφέρει για¬τί έτρεμε από το κρύο. Φαινόταν σάν κάτι να την τρόμαζε, και φώναξε με απελπισία: «Μαμά μου, μαμάκα μου!» Γύρισα και την κοίταξα, μα δεν είπα λέξη, και συνέχισα το δρόμο μου. Εκείνη έτρεξε ξοπίσω μου και μέ τραβούσε από το μπράτσο, ενώ από το λαρύγγι της έβγαινε ένας βραχνός ήχος, εκείνος ο ήχος που δείχνει την απόγνωση όταν βγαίνει απ' τα μικρά παιδιά. Τον ξέρω καλά αυτό τον τόνο. Μ’ όλο που δεν πρόφερνε καμμιά λέξη, κατάλαβα πως κάπου η μητέρα της αγωνιούσε ή πως κάτι τέτοιο της συνέβαινε εκείνη τη στιγμή. Είχε τρέξει για να βρει κάποιον ή κάτι για να βοηθήσει τη μητέρα της. Μα εγώ δεν την ακολούθησα˙ αντίθετα μου ‘ρθε στο νου μου ξαφνικά να την διώξω. Στην αρχή της είπα να φωνάξει κανέναν αστυφύλακα. Μα αμέσως εκείνο ένωσε τα χεράκια του και με λυγμούς, καταλαχανιασμένο, ε-ξακολούθησε να περπατάει δίπλα μου χωρίς να με παρατάει. Τότες εγώ την έβρισα και χτύπησα κάτω το πόδι μου. Μα εκείνο φώναξε μονάχα: «Κύριε, Κύριε!...» κι ύστερα ξαφνικά με παράτησε και πέρασε σα βέλος στην άλλη άκρη του δρόμου. Σίγουρα, κάποιος άλλος διαβάτης θα φάνηκε εκεί-κάτω, και θα μ’ άφησε για να τρέξει σ’ εκείνον. Εγώ ανέβηκα τη σκάλα που φέρνει στο πέμπτο μου πάτωμα. Το διαμέρισμα είναι ένα επιπλωμένο σπίτι όπου μένουν διάφοροι ενοικια¬στές. Το δωμάτιο μου είναι μικρό και φτωχικό, κι έχει για παράθυρο το ημιθόλιο ενός παραθυριού της σοφίτας. Έχω ένα ντιβάνι σκεπασμένο μ’ ένα μουσαμά, ένα τραπέζι με τα βιβλία μου, δυο καρέκλες και μια παλιά ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα μα που έχει χαμηλό κάθισμα και ψηλή πλάτη. Κάθισα, άναψα το κερί κι άρχισα να συλλογιέμαι. Στο πλαϊνό δωμάτιο, δηλαδή από την άλλη μεριά του χωρίσματος, γινότανε χαροκόπι που κρατούσε δυο μέρες τώρα. Αυτός που καθότανε σ' αυτό το δωμάτιο, ήταν ένας απόστρατος λοχαγός. Είχε επισκέψεις, καμμιά δεκαριά αλήτες που μεθοκοπουσαν με ρακί και παίζανε φαραώ με μια παλιά τράπουλα. Την περασμένη νύχτα είχε ξεσπάσει καυγάς, κι ήξερα πως δυο από δαύτους είχανε πιαστεί στο ξύλο. Βέβαια, η σπιτονοικοκυρά πήγε και έκανε παράπονα, μα τον φοβότανε το λοχαγό. Οι άλλοι νοικάρηδες ήτανε μια μικροκαμωμένη κυρία καχεκτική και αδύνατη, χήρα ενός αξιωματικού, κι είχε τρία παιδιά, που μόλις ήρθανε σ’ αυτή την τρώγλη, πέσανε αμέσως άρρωστα. Εκείνη και τα παιδιά φοβόνταν τόσο πολύ το λοχαγό, που όλη τη νύχτα δεν κάνανε άλλο παρά να τρέμουν και να προσεύχωνται, και μάλιστα, το μικρότερο παιδί είχε πάθει κάτι σαν νευρική κρίση. Ήξερα πως αυτός ό λοχαγός σταματούσε τους διαβάτες στη λεωφόρο Νέφσκυ και τους ζητούσε έλεημοσύνη. Κανένας δεν του εμπιστευόταν την παραμικρή δουλειά, κι όμως, περίεργο πράγμα (και μιλάω γι' αυτόν μόνο και μόνο για να τονίσω αυτό τό γεγονός), ένα ολόκληρο μήνα που έμενε στο ίδιο σπίτι με μένα, δεν είχε ξυπνήσει μέσα μου το παραμικρό συναίσθημα απέχθειας. Βέβαια, από την πρώτη κιόλας μέρα, φρόντιςα νά μήν του συστηθώ, και άλλωστε θα βαρυώτανε τη συντροφιά μου. Μα μ’ όλο το θόρυβο που κάνανε από την άλλη μεριά του χωρίσματος, και όσο πολλοί κι άν ήτανε, - μου ήταν αδιάφορο. Συνήθως, δεν κοιμώμουν όλη τη νύχτα, και για να πω την αλήθεια, δεν τους άκουγα, κι έτσι ξεχνούσα την παρουσία τους. Δεν μπορώ να κλείσω μάτι πριν ξημερώσει: και να φανταστείς, αυτό κρατάει τώρα κι ένα χρόνο! Περνάω λοιπόν τη νύχτα μου μπρος στο τραπέζι μου, καθισμένος στην πολυθρόνα, χωρίς να κάνω τίποτα. Διαβάζω μόνο τη μέρα. Έτσι, μένω καθισμένος χωρίς ούτε να σκέφτομαι τίποτα, κι αφήνω τις σκέψεις μου να πετούν εδώ και ‘κεί όπως τους αρέσει. Στό κρεβάτι πήρα το περίστροφο και το ακούμπησα δίπλα μου. Θυμάμαι, πως τη στιγμή που το ακουμπούσα, αναρωτήθηκα: «Είναι βέβαιο;» κι απάντησα ο ίδιος στον εαυτό μου, με απόλυτη βεβαιότητα: «Ναι, είναι βέβαιο!» Δηλαδή, θα σκοτωνόμουν. Ήξερα πως ήταν απόλυτα βέβαιο πως θά σκοτωνόμουν εκείνη τη νύχτα, μα πόση ώρα θα εξακολουθούσα ακόμα να κάθομαι έτσι δα μπροστά στό τραπέζι, περιμένωντας την τελευταία στιγμή; Αυτό, δεν το ‘ξερα. Και σίγουρα, θα σκοτωνόμουν, αν δεν ήταν εκείνο τό κοριτσάκι.

-2-

Βλέπετε, όσο κι αν ήμουν αδιάφορος, ωστόσο είχα και κάποια ευαισθησία, έστω και για τον πόνο, παραδείγματος χάρη. Αν με χτυπούσε κανένας, θα πονούσα. Μα κι από ηθική άποψη, αν μου συνέβαινε κάτι πολύ δυσάρεστο, θα λυπόμουν όπως και πριν, ενώ στη ζωή αδιαφορούσα για τα πάντα, Και είχα αισθανθεί και οίκτο, πριν από λίγο: βέβαια, θα μπορούσα να είχα βοηθήσει εκείνο το κοριτσάκι. Μα γιατί δεν το βοήθησα; Απλούστατα, γιατί μου ήρθε εκείνη η ιδέα, τη στιγμή που με τραβούσε από το μανίκι και με φώναζε, κι επειδή είχε τεθεί ξαφνικά μπροστά μου εκείνο το ερώτημα, που δεν μπορούσα να απαντήσω. Ήτανε τιποτένιο ερώτημα, μα με εξερέθιζε. Και ο θυμός μου προερχόταν από τον εξής συλλογισμό: Αφού αποφάσισα νά βάλω μόνος μου τέλος στή ζωή μου, κατά συνέπεια, κι εκείνη τη στιγμή περισσότερο από κάθε άλλη φορά, θα ‘πρεπε ν’ αδιαφορώ για όλα. Γιατί λοιπόν να νοιώσω ξαφνικά πως δεν μου ήτανε όλα αδιάφορα και πως το λυπόμουν αυτό το κοριτσάκι; Θυμάμαι πως το λυπόμουν πολύ, ως το σημείο να υποφέρω εξ αιτίας του, με εντελώς ανάρμοστο τρόπο για την κατάσταση μου. Πραγματικά, δεν μπορώ να περιγράψω τό λιγόλεπτο αίσθημα που με κυρίεψε τότε, μά αυτό το συναίσθημα επέμενε μέσα μου και έκατσα μπροστά στο τραπέζι μου σε χειρότερη κατάσταση ερεθισμού από πριν. Οι συλλογισμοί έρχονταν ο ένας πίσω από τον άλλο: «Είναι φανερό, έλεγα μέσα μου, πως αφού είμαι άνθρωπος, δεν είμαι μηδενικό, και όσο δεν γίνομαι μηδενικό, ζω, και κατά συνέπεια μπορώ να υποφέρω, να εξοργίζομαι, και να ντρέπομαι για τις πράξεις μου. Εντάξει, μα αν σκοτωθώ, ας πούμε σε δυο ώρες, τι με νοιάζει για το κοριτσάκι κι αν ντρέπωμαι και τα λοιπά; Θα γίνω μηδενικό, απόλυτο μηδενικό. Είναι δυνατόν η συνείδηση του ότι ξέρω πως σε λίγο θα πάψω ε ν τ ε λ ώ ς νά υπάρχω, πως ας πούμε δεν: θα υπάρχει τίποτα στον κόσμο, να μην επηρεάζει καθόλου ούτε το συναίσθημα του οίκτου μου για το κοριτσάκι ούτε το συναίσθημα της ντροπής μου για την ανανδρία που έδειξα; Γιατί επιτέλους, χτύπησα το ποδάρι μου κάτω, κι έβρισκα το κοριτσάκι˙ κι αυτή την απάνθρωπη ανανδρία την έκανα, όχι μονάχα για ν’ αποδείξω πως ήμουν αναίσθητος ως προς τον οίκτο, αλλά γιατί όλα θα τέλειωναν μέσα σε δυο ώρες. Πιστεύε¬τε ειλικρινά πως γι αυτό φώναξα; Σχεδόν μου ‘ρχεται να το πιστέψω και ‘γώ αυτή τη στιγμή. Φανταζόμουν ολοκάθαρα πως μόνο από μένα εξαρτιώταν η ζωή και ο κόσμος. Και μάλιστα μπορούσε να πει κανένας πως ουσιαστικά για μένα είχε πλαστεί ο κόσμος: Μόλις θα τίναζα τα μυαλά μου στον αέρα, ο κόσμος θα ‘παυε να υπάρχει, τουλάχιστον για μένα. Χωρίς να λογαριάσουμε πως πραγματικά μπορεί, μόλις εξαφανιστεί η συνείδησή μου, να χαθή σαν φάντασμα κι ολόκληρος ο κόσμος˙ αφού δεν είναι κι αυτός άλλο από ένα αντικείμενο της συνείδησής μου, μπορεί να εκμηδενιστεί, αφού μπορεί εγώ να ‘μαι όλος ο κόσμος κι όλοι οι άνθρωποι. Θυμάμαι λοιπόν, πως καθώς καθόμουν και συλλογιζόμουν έλυνα διαδοχικά όλ’ αυτά τα ζητήματα και τα εξηγούσα με εντελώς διαφορετική άποψη, ανακαλύπτοντας τους εντελώς καινούργιες όψεις. Παραδείγματος χάρη, ξαφνικά ήρθε στο μυαλό μου μια περίεργη σκέψη. Ας υποθέσουμε, έλεγα, πως κάποτες έζησα στο φεγγάρι ή στον Άρη, και πως κει-πέρα είχα κάνει ένα εξαιρετικά βρωμερό κι ατιμωτικό έγκλημα, το χειρότερο που μπορεί να φανταστεί κανένας, ας υποθέσουμε πως έγινα τέτοιο αντικείμενο ντροπής και καταφρόνιας, που μόνο στον ύπνο σου και μάλιστα σε εφιάλτη μπορείς να το δεις˙ κι αν, ξυπνώντας ξαφνικά πάνω στη γη, είχα συνείδηση του τι είχα χάνει στον άλλο πλανήτη και ήμουν βέβαιος πως ότι κι αν γίνει δεν θα ξαναγύριζα ποτές εκεί, τότε, ναί ή όχι, θα μου ήταν αδιάφορο τ ο κ ά θ ε τ ι που θ’ αφορούσε τη σελήνη; Θα ένοιωθα ναι ή οχι ντροπή, όταν θυμώμουν το έγκλημά μου; Όλ’ αυτά ήταν άσκοπα και άτοπα ζητήματα, και μάλιστα αφού είχα μπρος μου το περίστροφο, κι ήξερα από τα κατάβαθα του είναι μου πως θα το εκτελούσα α υ τ ό, μα αυτό μου ‘φερνε πυρετό, κι η ταραχή μου άγγιζε στά όρια του παροξυσμού. Τώρα, μου είτανε κατά κάποιον τρόπο αδύνατο να πεθάνω αύτη τη στιγμή, εκτός πια αν έβρισκα προηγουμένως τη λύση κάποιου προβλήματος. Με δυο λόγια, αυτή η μικρούλα με είχε σώσει, γιατί από το ένα ζήτημα στο άλλο, ανέβαλα τή στιγμή του πυροβολισμού Τώρα.
./..

Διαβάστε ή κατεβάστε εδώ (24Γράμματα) όλο το βιβλίο σε μορφή ebook

Δεν υπάρχουν σχόλια: