"Δοκιμή
απορίας"
Πότε
έγινε βαλτοτόπι; Η ανθοπώλης των νησιώτικων αγορών, μεταποιούσε τα άνθη σαν
φούστες έφηβων κοριτσιών. Οι φθόγγοι που ήταν ο μυελός της μουσικής. Οι λέξεις
που έγιναν απ' τους φθόγγους των μουσικών. Οι αγωνίες της ήταν οι αγωνίες των ανεπιστρεπτί
φευγαλέων ανταυγειών, η καθίζηση τους σπάει το τέρμα της βροχόπτωσης,
στρογγυλοκάθεται πάνω στις ομπρέλες. Εννιάμηνη εγκυμοσύνη ήλιου που δίνεις την
τρίμηνη κάψα μέσα σε φύλλα κοβαλτίου και αφρού. Φέτος μπορώ να παραδεχτώ πώς με
φίλεψες ως υψηλή προσκεκλημένη σου. Άψογο διαμάντι, εκεί που κλώθεις στάσου και
βούτα, όχι να σβήσεις, μα να δεις πώς νιώθεται η δίψα όταν πέφτεις άξαφνα μέσα
στους πελαγήσιους κήπους. Εκεί οι Εύες πελαγοδρομούν φορώντας αιολικά πανιά. Κοιμούνται
στις αιώρες των ιστιοφόρων, ρίχνουν τις θηλυκότατες άγκυρες τους στις αγκάλες
των υποθαλάσσιων ρηγάδων. Από που ξεπετάχτηκε το βαλτοτόπι αυτό; Οι
πεισιθάνατες καλαμιές δεν σταματούν τον θάνατο, παρά φεύγουν στην φορά του
χωρίς αντίρρηση. Η κηδεία του νεαρού μέσα στο κατακαλόκαιρο είναι μέσα μου μία
ανάμνηση θαμμένη. Θυμάμαι πως περνούσαμε οι απαρηγόρητοι κάτω απ' τις ελιές και
κρατώντας γαρύφαλλα. Δεν έπαψε το πράσινο ποτάμι να λάμπει όπως μία σαύρα
τροπική, δεν έπαψε στον φάρο να αφρίζει η θάλασσα ξεπνεμένη, δεν έπαψαν τα
πουλιά να μετεωρίζονται γύρω απ' το καφενείο το σύριζα στο κύμα και οι γέροντες
πλήθυναν με ακόμα μία τραγωδία τις ιστορίες τους. Η μάνα θα μένει πάντα μάνα,
ακόμα κι όταν το βλαστάρι έχει ξεπατωθεί απ' τους πέντε ανέμους. Μάνα θα μένει
η άτεκνη, εκείνη που φύλαξε την δρόσο μέσα στην κοιλιά της και λαχτάρησε λαύρο
καρπό να ποτίσει μα δεν αξιώθηκε, από τύχη. Ήταν κατακαλόκαιρο κι εμείς μία
πομπή αισχύλεια. Δερνόμαστε σαν γυρνάμενοι σε μία άλλη διάσταση, που το κρύο
σκίζει τα χορταριασμένα λιθάρια και οι μάντρες δεν κρατούν τις λύσσες του
ανέμου. Πάμε σαν τις γόησσες της Πίνδου, μαύροι κι άραχνοι μέσα στα χιόνια, με
τα γαϊδουράκια και το παλιό κανόνι του '21. Πάμε ξεριζώνοντας τους ακάνθους και
τα βάτα. Οιμωγές και παράδοξες κατάρες ροβολούν τις πλαγιές χαράζοντας αυλακιές.
Κι εκεί μέσα στις τάφρους πάντα θα σηκώνεται ένα λουλάκι υγείας, λέγοντας τους
αστρολάβους και τους άβακες, όργανα ανθρώπινης φιλοδοξίας και μανία για την
ακρίβεια. Όμως η ανταρσία είναι πάντα το πραγματικό μας όνομα. Κι αν έρθουν οι
κηδείες των κρουστών ευελπίδων, κορίτσια
κι αγόρια από κρύσταλλο του όρους, εκ της σφαίρας των διασταυρώσεων όλων των
αφηρημένων, αισθήματα μαύρα και λευκά, αιματολάφτες και καρδιοφάοντες, Όμηροι της
ποίησης που δεν στέκεται σ’ ένα βάθρο, είναι η εποχή για τις αληθινές θηριωδίες
και για τις αληθινές συρράξεις. Μέσα στα βαλτοτόπια φύεται η νέα φουρνιά ηρώων.
Όσο μαίνεται το χοροστάσι των ανταρσιών, δεν παύει το πράσινο ποτάμι να λάμπει
όπως μία σαύρα τροπική, δεν παύει στον φάρο να αφρίζει η θάλασσα ξεπνεμένη, δεν
παύουν τα πουλιά να μετεωρίζονται γύρω απ' το καφενεία το σύριζα στο κύμα και
οι γέροντες πληθαίνουν με ένα ακόμα θαύμα τις ιστορίες τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου