24 Απριλίου 2013

Βαλάντης Βορδός - Δύο Ποιήματα


                                                 
                                                    στο Δ. Πετρίδη 
Το ξημέρωμα είναι μακελειό 
γυρνώντας μόνος στην πόλη
στις κομματιασμένες αρτηρίες της ψάχνοντας
μια ανέλπιστη διέξοδο από κάτι τρομερό
πάντα
πού λιώνει στα χέρια ότι αγγίζεις.
Πλημμύρισαν οι δρόμοι αρτηρίες σπασμένες
μοναχικά φώτα εμετικά στις πλατείες που
κοιμούνται άστεγοι και τέρατα παιδεραστών.
Γέμισε το σώμα αίμα που να χυθεί 
δεν ξέρει πια, στην αγάπη, στην ποίηση,
στον έρωτα, στο ραγισμένο χαμόγελο
πού έχουν τα μάτια σου όταν με κοιτάν 
αδιάφορα.

Κι ύστερα τι να ‘ναι αυτό πού μας απομακρύνει
δίχως καν να αγγιχτούμε;

Μένοντας στα λόγια πού κρύβουν υποσχέσεις
στα αόριστα μόνο βλέμματα
στην άνοιξη πού αναρωτιέσαι
αν κάποτε υπήρξε

Το ξημέρωμα στην πόλη είναι μακελειό
για κάτι σώματα πικρά
απ' την προσπάθεια δηλητηριασμένα

Το ποίημα αυτό 
δεν ξέρω γιατί με πλησίασε
τόσο κοντά και τι ζητά από μένα.
Εσένα δεν σε ξέρει καν
οι νύχτες σου του είναι ξένες.

Δεν ξέρει που συχνάζεις, την καθημερινότητα σου
πώς κάνεις έρωτα, αν με χάπια κοιμάσαι.
Δεν έχει το ποίημα την έννοια σου
την μορφή σου δεν ξέρει,
αυτήν την κρατώ εγώ
μαζί με κάτι ακαθόριστες υποσχέσεις
πώς ίσως κάποτε βρεθούμε.

Τώρα ποίημα μου γιατί με πλησιάζεις επικίνδυνα
σαν ένα ποίημα της Σύλβια Πλαθ και του Αλέξη
και τι ζητάς από μένα σ' αυτό το κρύο ξημέρωμα
στο φριχτό αυτό μακελειό των δρόμων.


˜


Χιόνιζε μες στο δωμάτιο αίμα και φαντασμαγορικούς εφιάλτες.
Κίτρινη λαδομπογιά στα μάτια του τζόκερ, ώσπου 
τον έσπρωξα απ' το παράθυρο γιατί δεν άντεχα το ηλίθιο
γέλιο του, το κρύο του αστείο, η ίδια η μικρή μου γάτα κουλουριασμένη
πάνω στο πάπλωμα, ήταν τόσο αδύναμη, την τάιζα ποιήματα 
του Βιγιόν και του Τσέλαν μιας και δεν υπήρχε κάτι άλλο πρόχειρο.
Της στέρησα κάθε επαφή, κάθε μικρή απόλαυση, ανέπνεε μόνο τον
τοξικό αέρα της ποίησης, η ίδια που κάποτε με γοήτευε τώρα ήταν αποκρουστική.
Σύρθηκε αργά προς τα χέρια, ανέβηκε στο στήθος, έβγαλε μια κραυγή
και ψόφησε πάνω μου γεμίζοντάς με τρίχες. Προσπαθώ με ένα τσιμπιδάκι
να βγάλω μια απ' τους βολβούς του ματιού μου, αν την αφήσω θα βλέπω 
τα πάντα διχοτομημένα, αυτός ο κόσμος δεν είναι ροζ, ποτέ δεν ήταν
ροζ αυτό το άρρωστο κίτρινο δεν είναι ροζ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΡΟΖ. Κι η κοκκινοσκουφίτσα
μια πόρνη ήταν που έκανε πιάτσα στα δικαστήρια, την ήξερα καλά,
ανταλλάσαμε τσιγάρα και φλερτ με τον τρόμο στον τηλεφωνικό θάλαμο.
Περνώντας μερόνυχτα στο πεζοδρόμιο έβλεπα μόνο τον εαυτό μου να
περνά μέσα απ' τις βιτρίνες του zara κρατώντας στα χέρια του το αίμα μου.
Ένα απίθανο μωρό από υαλοβάμβακα άρπαξε φωτιά μες στο καρότσι του
,και μην έχοντας κάτι άλλο για να το σβήσω έριξα πάνω 
μερικά ποιήματα που τα νόμιζα αδρανή, ώσπου το μωρό λαμπάδιασε
αν μολότοφ στην Τσιμισκή κάνοντας γκελ ανάμεσα απ' τα αστέρια..

Δεν υπάρχουν σχόλια: