31 Μαΐου 2013

Κάτω από τους Ανθισμένους Παπύρους [Έλλη Νεζερίτη]


Κάτω από τους Ανθισμένους Παπύρους

«Που πάνε αυτοί;
Που πάνε;»
Αναρωτιέται ένας ερωδιός προφυλαγμένος
κάτω από τους ανθισμένους παπύρους.

«Αυτό το τσούρμο με τα ωχρά πρόσωπα,
που προχωρεί σκυφτό
κάτω από την κάψα του ήλιου
και την ανίσκιωτη γης,
που πάει;»

οι σαύρες κι οι σκορπιοί,
που μπερδεύονται στα πόδια τους,
τους αφήνουν αδιάφορους,
κι αυτοί σκυφτοί προχωρούν.

«Μα που πάει αυτό το τσούρμο;»

Και σε κάποια στιγμή,
ενώ τινάζει τα φτερά του,
βγάζει μια δυνατή φωνή:

«Ποιους άλλους νόμους ζωής ζητάνε
αυτά τα πλάσματα της αναισθησίας και της αδιαφορίας
σε τούτες τις περιοχές;»

Κι όσο το βλέμμα του μένει καρφωμένο
επίμονα στο τσούρμο,
που συνεχίζει την πορεία του,
τ΄ αγέρι αναδεύει ανάλαφρα το φτέρωμά του
κι οι πάπυροι με τους ανθούς τους
διαγράφουν ελλειψοειδή σχήματα.

«Όχι από κει!
Όχι από κει!
Λάθος δρόμο πήρατε, τέρατα της αλαζονείας.
Μόνον ακολουθώντας την ατραπό με τους σωρούς τα φύκια
θα σας βγάλει στο στόμιο που οδηγεί
στ΄ αβυσσαλέα βάθη των ωκεανών.
Οπότε φτάνοντας εκεί
θα πιείτε νερό απ΄ τα πηγάδια τους
ικανοποιώντας την δίψα του αιώνιου,
που τόσο σας καίει».

Η οξυδέρκεια του ερωδιού
μ΄ αφήνει κατάπληκτη,
όντας εκείνος αδίστακτος
μπρος στην αγωνία της προσκαιρότητάς μας,
που είναι αυτή
που μας σπρώχνει στο έγκλημα
και την ακολασία, μας στέλνει,
για να ικανοποιηθεί ο πόθος μας,
στα δόντια του τρόμου.

Και σκεπτικός τώρα ο ερωδιός,
όπως παρακολουθεί το τσούρμο να οδεύει
κάτω από την κάψα του ήλιου,
από το μάτι του κυλάει ένα δάκρυ:

«Μα δεν είσαστε μόνο εσείς ηλίθιοι,
που σας βασανίζει η προσκαιρότητά σας.
Ένα βράδυ μ΄ ολόγιομο φεγγάρι
εγώ κι η θαλάσσια χελώνα,
καθισμένοι στο γιαλό,
ενώ μέσα στην ησυχία της νύχτας
έφταναν ως τ΄ αφτιά μας
οι χαρούμενες φωνές των θνησιγενών υπάρξεων,
πόσο δεν κλάψαμε γι΄ αυτό».

Με τα δάκτυλα του αγέρα οι πάπυροι λυγίζουν
πότε εδώ και πότε εκεί,
κι ο ερωδιός με το δάκρυ ακόμα στο μάτι
παρακολουθεί το τσούρμο,
που προχωρεί προς την στενή πύλη της κόλασης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: