09 Ιουλίου 2013

Κωστής Παλαμάς - Δωδεκάλογος του Γύφτου - Λόγος ΣΤ

ΛΟΓΟΣ ΣΤ' - ΓΥΡΩ ΣΕ ΜΙΑ ΦΩΤΙΑ


...Διά ταύτα, τοινύν, και ότι ου πατρόθεν τοιούτος
ην, αλλ' αποστάτης, και ότι πάνδεινος αγροικία το 
ημέτερον νυν έχει γένος, ουκ αφανισμού μόνον 
χάρις, αλλά ποινής είνεκα μάλιστα, δοθήναι πυρί 
πεποιήκαμεν το βιβλίον.
ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
(Περί του βιβλίου του Γεμιστού)

Πολλούς μεν φύσεν ανέρας θεοειδέας Ελλάς 
προύχοντας σοφίη, τη τε άλλη αρετή. Αλλά Γεμιστός, 
όσον Φαέθων άστρων παραλλάσσει τόσον των 
άλλων αμφότερον κρατέει.
ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ (Επίγραμμα εις Γεμιστόν)

Στα κορφοβούνια είν' η πηγή κάθε φυλής καθάριας.
LECONTE DE LISLE (Poemes Antiques)

Κι ασπρογάλλιαζε κι η αυγή,
και γυρνούσα στρατοκόπος,
και είδα σύναξη πυκνή˙
κι έξω από τη χώρα ήταν ο τόπος
κάψαλο, και σαν απαρνητής
κάθε πράσινου τριγύρω του˙ πλατύς
όχτος κόκκινος, κι απάνω του
ξάναβε φωτιά, και γύρω της
ρασοφόροι, καλογέροι, χριστιανοί
τήνε θρέφαν, και το ρύθμιζε το βήμα τους
μια τρομάρα, μια ηδονή.
Κι έκαιγε η φωτιά τα μαυροχάραχτα
φύλλα και χαρτιά,
κι ήταν σαν κορμιά και σα χεράκια,
και σαν πρόσωπα, και μες απ' τους καπνούς
με τις φλόγες, με τις σπίθες
κάποια πνέματα πετούσαν προς τα ύψη,
και ζευγαρωτό το πέταμά τους 
με τους ορθρινούς κορυδαλλούς.

Και παράμερα μιαν άλλη συντροφιά
στέκονταν, κι από το στάσιμό της
δείχνεται ακατάδεχτη μια σκέψη
και μια θλίψη ευγενικιά.
Και τους γνώρισα˙ ήταν οι Πολύθεοι
κι οι χριστιανομάχοι κι οι εθνικοί,
κι οι φιλόσοφοι, του ονείρου οι κυνηγοί,
στη λατρεία των αγύριστων Ελλήνων
οι γονατιστοί.
Τη φωτιά την αντικρίζανε
σαν ιερό βωμό,
σα να παραφύλαγαν τα λείψανά της 
να τα συμμαζώξουνε για το ναό.

«Της φωτιάς βιγλάτορες, 
η φωτιά τι καίει εδώ;»

Και με κοίταξαν και μου είπαν: «Τρέμε, 
γύφτε, κι οι άπιστοι όλοι! Καίμε 
το βιβλίο τ' αφορισμένο, 
το κακούργο, το γραμμένο 
απ' το Γεμιστό,
το βιβλίο που δε θέλει την Παρθένο
και δεν ξέρει το Χριστό,
και σε δόξας ανεβάζει θρόνους
και λατρεύει για θεούς
τα στοιχειά και τους δαιμόνους
και των ψεύτικων ειδώλων τους λαούς!»

Στη γλυκιά και μ' όλα τα τριαντάφυλλα 
κεντισμένη αυγή, 
και πριν ο ήλιος να χυθεί 
τρίδιπλοι χυθήκανε ψαλμοί˙ 
και ήταν ο ψαλμός των Χριστιανών, 
και ήταν των Πολύθεων ο ψαλμός, 
κι ο ψαλμός του Γύφτου εμένα, 
τρίτος και στερνός.

ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ

Έρμη, σκλάβα, πικρή Ρωμιοσύνη, 
τη βλαστήμια τ' αντίθεου την είδα 
κατά σε πειρασμός να τη χύνει 
σαν τη λέπρα και σαν την ακρίδα! 
Ποιός βαστιέται μ' αδάκρυτα μάτια 
να σε ιδεί; Τι αμαρτίες πληρώνεις; 
Στα χρυσά ρηγικά σου παλάτια 
γνέθει η αράχνη και μύρεται ο γκιώνης. 
Και στα χέρια τ' Αντίχριστου κοίτα 
του χαμού τη σαΐτα! 
Έρμη, σκλάβα, πικρή Ρωμιοσύνη, 
σε τρυπάει στην καρδιά και σε σβήνει. 
Καρδιά, γνώμη, νους, τούτα και τ' άλλα, 
το χρυσό μυρογυάλι ραγίστη, 
κι όλα πάνε˙ σου μένει μια στάλα, 
του Χριστού και της μάνας σου η πίστη! 
Μην αφήσεις τον άθεο να πάρει 
το στερνό θησαυρό σου! 
Με του Υψίστου τη χάρη 
στα παρμένα σου πόδια στυλώσου, 
ψάξε μες στην καρδιά σου την άδεια 
για μια σπίθα, το βόγγο σου πάψε, 
όσα γύρω σου βρεις ξεροκλάδια 
άναψε τα, φωτιά βάλε, κάψε! 
Κάψε το έργο του άθεου που το 'χει 
Σατανάς φυσημένο 
προτού πέσει στο πλάνο του βρόχι 
κι ό,τι μένει σου αγνό και παρθένο. 
Έρμη, σκλάβα, πικρή Ρωμιοσύνη, 
κατά σένα η βλαστήμια τινάχτη, 
την κατάρα σου να 'χει, ω πατρίδα! 
Πριν πληγή, πριν αρρώστια να γίνει 
σαν τη λέπρα και σαν την ακρίδα, 
φωτιά! κάψε την, κάμε τη στάχτη.

ΟΙ ΠΟΛΥΘΕΟΙ

Μακαρισμένος εσύ που μελέτησες 
να τον ορθώσεις απάνω στους ώμους σου 
το συντριμμένο ναό των Ελλήνων! 
Του Νόμου τ' άγαλμα σταίνεις κορώνα του, 
στις μαρμαρένιες κολώνες του σκάλισες 
τους λογισμούς των Πλωτίνων.

Είδες τον κόσμο κι ατέλειωτο κι άναρχο 
ψυχών και θεών, μαζί κύριων και υπάκουων, 
σφιχτοδετά κρατημένη αρμονία˙ 
και των καπνών και των ίσκιων τα είδωλα 
παραμερίζοντας όλα, ίσα τράβηξες 
προς την Αιτία˙
και σε κρυψώνα ιερό, και σωπαίνοντας 
έσπειρες, έξω απ' το μάτι του βέβηλου, 
κι έπλασες λιόκαλη εσύ σπαρτιάτισσα 
τη θυγατέρα σου την Πολιτεία.

Στους χριστιανούς τους μισόζωους ανάμεσα 
ξαναζωντάνεψες Όλυμπους άγνωρους, 
έθνη καινούργιων αθάνατων κι άστρων˙ 
μέσα σε σένα Λυκούργοι και Πλάτωνες 
απαντηθήκαν˙ το λόγο ξανάνιωσες 
των Ζωροάστρων.

Κι αφού το τέκνο μεγάλωσες, ένιωσες 
τότε μονάχα την κούραση, κι έγειρες 
ζωή κατόχρονη ισόθεης σκέψης, 
κι αλαφροπήρε σε ο θάνατος κι έφυγες 
το μυστικό, τρισμακάριε, τον ίακχο 
με τους Ολύμπιους θεούς να χορέψεις.

Σοφός, κριτής και προφήτης μάς μοίρασες 
από το γάλα που εσένα σε πότισε 
της ουρανίας Αφροδίτης η ρώγα. 
Του κόσμου αφήνεις το τέκνο, το θάμα σου˙ 
μα ο μισερός κι ο στραβός κι ο ζηλόφτονος 
λυσσομανάει και το ρίχνει στη φλόγα.

Όμως ο αέρας τριγύρω στη φλόγα σου 
πνοή σοφίας κι αλήθειας πνοή γίνεται,
κι από τη θράκα της φλόγας πετάχτη 
στον ήλιο ολόισα ένας νους μεγαλόφτερος˙ 
τ' αποκαΐδια σου κρύβουμε γκόλφια μας, 
και θησαυρός της φωτιάς σου είν' η στάχτη!

Ο ΓΥΦΤΟΣ

Έλληνες χριστιανομάχοι
και πολύθεοι, στερνολείψανα
διαλεχτά και μετρημένα,
και του Ναζωραίου εσείς πιστοί,
πλήθια από το ράσο οδηγημένα,
κράχτε, φωτοκαύτε κι αφορίστε,
όλοι ειδωλολάτρες είστε!
Και κανείς σας και κανείς,
και σοφίας κι αν είναι θάμα και τιμής,
απ' τον ήλιο της ζωής δεν τήνε παίρνει
την αχτίδα που το φως τού φέρνει.

Στου Ωκιανού μες στα κατάβαθα
ζούνε κάποια κήτη
έξω από το φέγγος τ' ουρανού•
βλέπουνε, μα δεν τους φέγγει ο ήλιος,
απ' τα ίδια τα κορμιά τους βγαίνει ο ήλιος τους
φώσφορο είν' ο ήλιος τους αχνό,
και μιαν όρασην ονείρου τους μοιράζει
στου Ωκιανού μες στα κατάβαθα˙
κι είστε σαν αυτά τα κήτη.

Ούτε τα ολύμπια νοητά
ξεφαντώματα, ούτε των Θεών
των ωραίων τα ονόματα
τα πατροπαραδομένα,
ούτε και οι σταυροί του Γολγοθά,
ούτε και η Παρθένα η Αθηνά,
ούτε η Παναγιά η Παρθένα,
ούτε των αγίων τα κονίσματα
που τα προσκυνάτε
για θαματουργά,
ούτε με τα πάγκαλα κορμιά
θεών αγάλματα και ηρώων˙ 
τίποτε˙ και κείν' ανώφελα, 
κι αυτά!

Κι από σας κανείς δεν την ορίζει,
κι από σας κανείς δεν την κρατεί
την ακέρια Δικιοσύνη
και την ακομμάτιαστη Αρετή˙
Γιατί σέρνουν όργητες και μίση
πάντα, εσάς δεξά κι εσάς ζερβά,
και μαζί ένας τόπος εδώ κάτου
δε σας παίρνει, κι αν σας δίνανε τ' απέραντα,
θα τα γύρευε ο καθένας σας δικά του.

Άναβε φωτιές, καλόγερε,
κάψε, κάψε, στα χαμένα καις˙
απ' τη στάχτη της φωτιάς σου
της Ιδέας ο χρυσαητός
τις φτερούγες του τεντώνει πιο πλατιές
προς τα ύψη, προς το φως.

Κι εσύ πλάθε και ξανάπλαθε, φιλόσοφε,
την πολύθεη τη λατρεία,
πάρε απ' τους αρχαίους τα ονόματα,
πάρε απ' τους Χαλδαίους τα μυστήρια˙
όλα σου τα πλάσματα, του κάκου!
Και το χτίσμα σου δεν είναι παρά μνήμα,
κι ας είναι άσπρο και μεγάλο και σεμνό.
Κι ό,τι απάνω του αργοσειέται
σάμπως να είναι ζωντανό,
ο ίσκιος είναι δέντρου ή βρυκολάκου.

Μήτε η Σπάρτη, μήτ' η Αθήνα, μήτε η Πόλη! 
Την Αθήνα την αφιόνισε μια Εβραία 
μες απ' το Γεθσημανί.
- Που είναι η Σπάρτη: Δεν την ξέρω. Ξέρω 
το Μυστρά. Κι η Πόλη η κοσμοξάκουστη 
τώρα τούρκισσα κι αυτή.

Όμως μες από τους θάνατους αυτούς 
κι από τις σκλαβιές ετούτες όλες,
ήσυχα, απαλά κι αγάλια αγάλια, 
ζωές άλλες κι άλλοι γλιτωμοί 
σπέρνονται και γίνονται κι απλώνονται 
από τις κορφές ως τ' ακρογιάλια.

Κάποιο αχνάρι κι αν ξανοίξεις, ω καλόγερε, 
που θυμίζει σου το διάβα κάποιου Ολύμπιου, 
κάποιον ήχο, σαν από Σειρήνα, 
κι αν ακούσεις, φοβερίζεις με την κόλαση˙ 
και στ' αρχαία χαλάσματα κι ανίσως 
κρίνα ανθίσουν, ξεριζώνεις τα και κείνα.

Μα όσα διώχνεις κι αφορίζεις, 
πεταλούδες και πουλάκια και άνεμοι 
σε φτερά και ταξιδεύτρες αγκαλιές 
απαλά τα παίρνουν και τα πάνε 
και στα ξένα τα κομίζουν, και θα γίνουν 
πάλε φύτρα κι άνθια και φωλιές.

Κι ένα φως απ' την Ανατολή 
τρύπησε της Δύσης την κατάχνια˙ 
παντού η σάρκα, παντού η τρέλα κι η ηδονή! 
Ελικώνες και Υμηττοί το φως το στέλνουν 
κι είναι σαν Απόλλωνες οι Σταυρωμένοι 
των Ορφέων κρατάν τις λύρες οι Χριστοί.

Μα κι εσύ Χριστιανομάχε αντάρτη, 
τι αγωνίζεσαι με πείσμα να γυρίσεις 
την αγύριστη πασίχαρη λατρεία, 
και καταφρονάς τα πάντα γύρω σου 
και με αρχαίους ρυθμούς υμνολογάς 
τους θεούς σου και με απόκρυφα βιβλία;

Αγωνίζεσαι του κάκου. Άλλοι καιροί 
κι άλλη γνώμη σ' άλλη γλώσσα μ' άλλα ονόματα, 
και του κάκου σα ληστής και σα φονιάς 
δε σταυρώθη ο Ναζωραίος˙ από πάνω σου, 
κόσμε, πέρασε ο θλιμμένος βαρύς ίσκιος του, 
και σε κάρφωσε η ματιά της Παναγιάς.

Θα 'ρθει μέρα, και θα δώσετε τα χέρια σας,
Εθνικοί και Γαλιλαίοι, ανοιχτομάτες, 
ποτισμένοι το βοτάνι της ζωής˙ 
τα φαντάσματα θα δείτε σα φαντάσματα 
και θ' απλώσετε τα χέρια, απ' όσα ζουν 
να κρατήσετε κι εσείς!

Τ' όνειρό σου τ' άσαρκο το προσκυνώ 
και βωμό του υψώνω εγώ, φιλόσοφε, 
σου το φύσηξ' ένας νους ωραίος˙ 
σε πονώ ώς κι εσένα εγώ, καλόγερε, 
πρόσταξέ σε θεός αγέλαστος, δε φταις, 
Θεός αλύπητος˙ το Χρέος.

Όμως τα ιερά σας και τα τίμια
κι όσα δεν αναγνωρίζετε
κανείς του άλλου, σα να τα 'βρα ταιριασμένα,
πρωτογέννητα κι ορθά για το ξετύλιμα,
κυνηγός και στρατοκόπος μια φορά
στα ψηλά βουνά τα χιονοσκεπασμένα.

Θλιβερός, αργός, βαριεστισμένος, 
σαν από καραβοτσάκισμα, 
τράβηξα να ζήσω με τ' αγρίμια, 
κι έφερα τη μούλα μου κατάνακρα 
κι έστησα την τέντα μου κατάψηλα 
σε ρουμάνια και σε στενορρύμια.

Κι ηύρα στα θρακιώτικα βουνά
κι ηύρα στις κορφές της Ήπειρος
κι έθρεψα την πείνα μου τη λάμια
κι ηύρα σαν πρωτάρη ένα λαό,
και κυλούσε απ' τις κλεισούρες κι από τους ζυγούς
με τα φουσκωτά ποτάμια.

Δεν τα ξέρει τα βιβλία, και είν' ακράταγος 
και τ' αγάλματα δεν έχει των Πολύθεων, 
στα ταμπούρια τα 'χει τα σκολειά, 
κι έχει γνώμη, κι έχει δύναμη, και θέλει˙ 
τα λεβέντικα τραγούδια του τα ζει, 
κι ο ίδιος είναι σαν αγάλματα θεϊκά.

Και τους τρέμουνε των κάμπων οι κιοτήδες,
και με ονόματα τους κράζουν πονηρά 
κλέφτες και απελάτες και προδότες, 
τους μισούν οι βασιλιάδες, κι όλ' οι τύραννοι, 
κι είναι, μέσα στους σκυφτούς, τα παλληκάρια, 
κι είναι, μες στους κοιμισμένους, οι στρατιώτες.

Με τα μαύρα τα μαντήλια στα κεφάλια τους, 
πες τους και καλόγερους, αν θέλεις, 
πες τους και φιλόσοφους με τη φλοκάτα˙ 
πες τους εθνικούς˙ είν' οι ακριβοί της Φύσης˙ 
πες τους χριστιανούς˙ Χριστό λατρεύουν, 
κι ο Χριστός μ' αυτούς γιομάτος νιάτα.

Ότι πολεμάτε για ν' αδράξετε
μ' ενός άδειου λόγου ορμή,
το ζητάνε αυτοί με τ' άρματα στα χέρια,
και δε σκύβουνε γυρτούς βωμούς να ορθώσουν,
κι είναι σαν πατέρες των παιδιών
που θα πλάσουνε βασίλεια, του ήλιου ταίρια.

Της υγείας το γάλα και το αίμα 
της θυσίας ταιριάσανε στο είναι τους, 
και στα λογγωμένα τους τα στήθια 
μια πλατειά καρδιά βροντολαλεί, 
μαρτυρώντας, πολεμώντας, τραγουδώντας, 
τη ζωή και την αλήθεια.

Πολεμάτε. Θα περάσετε γοργά,
ζωντανόνεκροι, πολύθεοι, χριστιανοί,
των ειδώλων ω προσκυνητάδες,
από σπάρτα ευωδιαστές κι απ' αγριοθύμαρα
θα φυσήξουν οι βουνήσιες οι πνοές,
και θα σβύσουν οι ευκολόσβηστες λαμπάδες.

Κι έτσι απαρνητής με το περίγελο, 
κι έτσι χαλαστής με τη βλαστήμια, 
κι έτσι ενός θειαφότοπου μια λάβα, 
το δροσό μιας πίστης νιώθω μέσα μου, 
κι ονειρεύτηκα να ζήσω στο πλευρό τους˙ 
μα ως κι αυτοί μου κράξαν: «Γύφτε τράβα!»

Ας με διώξαν. Τους δοξάζω. Εγώ είμαι 
γλώσσα της ωραίας αλήθειας, 
δε με σέρνει εκδίκηση λαοπλάνα˙ 
και για τούτο σήμερα μπροστά σας 
έτσι με γρικάτε να χτυπώ 
μιαν αργή και σα νεκρώσιμη καμπάνα!

Δεν υπάρχουν σχόλια: