Ο κύκλος των Ωρών
Λάλησε ο γκρίζος πετεινός στο σύθαμπο˙
Ο φωτοστρόβιλλος κατακαθίζει
Καθώς στα φύλλα επάνω η τέφρα
Κι η μέρα σιγολιώνει στις βουνοκορφές
Σαν το ανοιξιάτικο αργοπορημένο χιόνι
Απ’ τους απάτητους δρυμώνες
Του ψύχους του πρωταρχικού
Κυρίαρχη ανεβαίνει η νύχτα.
Τα τείχη που ύψωνε το φώς στην ανοιχτή της θέα
Γκρεμίζονται καθώς υδατοφράχτες.
Του σκοταδιού ανεβαίνει η πλημμυρίδα
—Κι η γη σκαμπανεβάζει στα νερά του—
Σκεπάζει τα βουνά, πνίγει τα σπίτια μας
Τις φωνές μας παίρνει, τις σκορπίζει
Απ’ το μαστό της νύχτας χύνονται
Οι Γαλαξίες στο στερέωμα.
Στους κόλπους της ανάβουν οι σπορές των ήλιων.
Η πλάση όλη κρεμάστηκε απ’ το στήθος της
Βυζαίνει, σιωπηλά σιγανασαίνει.
Μέσα στους πλοκάμους της θάλασσας
Μπερδεύτηκαν οι πλοκαμοί της Νύχτας.
Τ' άστρα της βλεφαρίζουν μες στα κύματα
Ανάμεσα στους αστερίες και τις μέδουσες.
Στη θάλασσα γλιστρούμε του ύπνου
Σε χλωρό μούσκλι η μνήμη μας βουλιάζει.
Η ενάλια χλωρίδα μας τυλίγει
Θαλάσσια βρύα μας σφαλούν τα βλέφαρα
Μπερδεύονται στα πόδια μας, στα χέρια μας
Στο μισόφωτο μας σέρνουν των βυθών.
Σε δάση παραδέρνουμε φυκιών
μες σε τοπία που κυματίζουν
Με τη θαλάσσια ανασοή.
Παύει το σώμα μας στο ρεύμα ν’ αντιστέκεται
Το στήθος μας, της άμπωτης ν’ αντιπαλεύει
Παύουν τα χέρια μας τη μοίρα ν’ αντιμάχονται
Το σκληρό μέταλλο της ζωής να μεταπλάθουν.
Σπάζει του νόμου ο σιδερένιος κλοιός
Χάνεται η γνώριμη της μέρας τάξη
Σπάζει το κομπολόι των ονομάτων
Που μ’ αυτά εξουσιάζαμε τα πράγματα.
Του κόσμου η εικόνα θρυμματίζεται
—Η μνήμη μας είναι γεμάτη
Από συντρίμματα ουρανού
Πελιδνά φεγγάρια, φαντάσματα ήλιων—
Σε πράσινους λαβύρινθους πλανιόμαστε
Περιφερόμαστε, στριφογυρίζουμε
-Μες στον κλειστό του ύπνου χώρο.
Λάλησε ο μαύρος πετεινός: Μεσάνυχτα!
Την ώρα τούτη, καθώς κύμα ο χρόνος αναρροεί
Σέρνει η παλίρροια τους νεκρούς έξω απ’ τους τάφους.
Προβαίνουν δίχως βήματα, πέρα απ’ τα πράγματα
—Του Κόσμου τ’ όραμα έχει εντός τους αναδιπλωθεί—
Ανάμεσα από τις αβύσσους προχωρούν
Του Άλλοτε και τού Τώρα.
Εμπόδιο κανένα δεν τους σταματά
Και μες στα τρίτα φτάνοντας Μεσάνυχτα
Οι κοιμισμένοι του Θανάτου, σμίγουνε
Τους κοιμισμένους του Ύπνου.
Νηογέννητα άστρα διασταυρώνονται
Με ήλιους σβησμένους
Όλα σ υ μ β α ί ν ο υ ν μες στον ίδιο χώρο.
Τα τελεσμένα απ’ τα τελούμενα
Γνώρισμα εδώ ξεχωριστό δεν έχουν
Όλα την ίδια φέρνουν ηλικία.
Αυτό που γίνεται είτε γίνηκε
Χάνει του ανέκκλητου τη σημασία
Όλα μπορεί κάποτε να ‘χουν γίνει
Ή να μην έγιναν ποτέ
Κι όλα μπορεί να ξαναγίνουν μ’ άλλον τρόπο.
Κανείς δεν ξέρει σε ποιά θάλασσα αρμενίζουμε
Αν ίσως και τραβούμε στ’ Ανοιχτά
Είτε έχουμε αράξει στην ακινησία
Μιας αιωνιότητας κλειστής.
Δεν ξέρουμε αν γυρίζουμε ή αν προχωρούμε
Αν περιμένουμε το Θάνατο ή τη Γέννησή μας.
Η θάλασσα του ύπνου βάρυνε στο στήθος μας
Σαν ένας σιδερένιος καταπέλτης.
Κάποιος περπάτησε πάνω στο κύμα της
Κάποιος έκανε δυνατό το θαύμα.
Αν θέλαμε και μεις θα μπορούσαμε
Πάνω στο στήθος της να περπατήσουμε
Καθώς πάνω στο στήθος μιας μητέρας.
Λάλησε ο πετεινός: Ξημέρωμα˙
Τέσσερες άγγελοι φρουροί της μέρας
Πιάνουν τις τέσσερες πύλες του ορίζοντα.
Με τις φτερούγες τους σκεπάζουν
Την ανοιχτή του κόσμου θέα.
Ξαναγυρίζουμε στη γνώριμην ήμερα
Στο ήμερο φώς, στις γνώριμες μορφές
Στα γνωστά σχήματα.
Χτίζουμε πολιτείες από άμμο
Υψώνουμε κυκλώπεια τείχη
Ν’ ασφαλιστούμε από το Άγνωστο
Απ’ της Αβύσσου τις ψυχρές πνοές.
Βρέχει τη Λήθη ο ήλιος στο κορμί μας
Με χρώματα μας άπατα
Μ’ όπιο τη μνήμη μας ποτίζει
Με κρασί από φως
Με φέγγος τα μάτια μας τυφλώνει
Να μη θωρούν το βάσκανο της Νύχτας βλέμμα
Που τον εφτάδιπλο πέπλο της μέρας κάποτε τρυπά.
Απρόσεχτοι στις μυστικές φωνές
Σοφοί με την άκρη των χειλιών
Το χέρι μας αποτραβούμε απ’ του θανάτου
Το χέρι, το συντροφικό
Το βλέμμα, από το αδελφικό του βλέμμα.
Ο σιωπηλός για μας γίνεται πάλι ξένος
Που ενεδρεύει σε κάθε σταυροδρόμι
Σαν ένας δολοφόνος.
Με συγκατάβαση χαμογελά
Κάτω απ’ το κάλυμμά του
Ακούγοντας να τον καλούμε
Μ’ ονόματα που δεν του ανήκουν
Με φωνή, που δεν μοιάζει για δική μας
Ενώ σφίγγουμε μέσα στην παλάμη
Το χτυποκάρδι μας καθώς πουλί.
Λάλησε ο πετεινός: Καταμεσήμερο-
—Κάτω απ’ τις πέτρες οι ίσκιοι έχουν κουρνιάσει—
Την οχταφτέρουγή του στρέφει ο ήλιος ρόδα
Κι από άκρη σε άκρη το στερέωμα πυρπολεί.
Μένουμε μες στον κύκλο του φωτός κλεισμένοι
Τριγυρισμένοι από τις γνώριμες μορφές
Ενώ η νύχτα αθέατη μάς πολιορκεί.
Κι όμως σ’ όποια στιγμή μπορεί ν’ ανοίξει
Το ρήγμα στον αρράγιστο ουρανό
Απ’ όποιο του σημείο μπορεί να ορμήσει το Τυχαίο
Καθώς γεράκι αρπαχτικό.
Σ’ όποια στιγμή
Κι απ’ όποιο τ’ ουρανού σημείο
Η θύελλα μπορεί να ‘ρθει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου