Σκόρπιες …αναμνήσεις του B.B. King
(16 Σεπτεμβρίου 1925-14 Μαΐου 2015)
Στο ερώτημα πως άρχισαν τα μπλουζ, ο θρυλικός B.B. King πιστεύει ότι στην πραγματικότητα άρχισαν κατά την περίοδο της δουλείας, όταν οι λευκοί πωλούσαν και αγόραζαν τους μαύρους κατά το δοκούν, με φυσικό επακόλουθο τον αναπόφευκτο χωρισμό των οικογενειών τους και την επακόλουθη δημιουργία ζωτικής φύσεως προβλημάτων. Πολλά από τα πρωτόγονα τραγούδια τους φιλοξενούσαν συνθήματα για να προειδοποιήσουν τους άλλους ανθρώπους στον τομέα τους ότι πλησίαζε το αφεντικό ή όταν κάτι άλλο σοβαρό συνέβαινε εκεί ή στα πέριξ. Κάποια από αυτά βεβαίως οι μαύροι τα είχαν ακούσει, όταν ήταν παιδιά, από τη γιαγιά ή η μητέρα τους να τα τραγουδούν. Ο αρχαιότερος ήχος των μπλουζ, όπως μπορούσε να θυμηθεί και αφηγούταν στις πάμπολλες συνεντεύξεις που έδωσε όλα εκείνα τα χρόνια, εντοπιζόταν στα χωράφια, όπου οι άνθρωποι ασχολούνταν με το μάζεμα του βαμβακιού. Συνήθως, ένας άντρας όργωνε το χωράφι με τη σκαπάνη του μπροστά από όλους τους άλλους και ο οποίος στο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα τραγουδούσε, χωρίς ιδιαίτερους ή συγκεκριμένους στίχους, ακριβώς αυτό που ένιωθε εκείνη τη στιγμή. Αρκετά συχνά, λέει, ότι συνήθως περιείχαν εκφράσεις του τύπου, ‘Oh, wake up in the mornin' 'bout the break of day’. Και τέτοια ακούσματα δονούσαν την ατμόσφαιρα σε όλους τους βάλτους και τα βαμβακοχώραφα του Μισισιπή. Τις Δευτέρες, τις Τετάρτες και τις Παρασκευές, στη μικρή γειτονιά του, δεν υπήρχε τίποτε άλλο να κάνουν, παρά να τραγουδούν, και συνήθως πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας μια φορά την κάθε εβδομάδα, κι όλα αυτά φυσικά επειδή δεν υπήρχε τίποτε άλλο να κάνουν. Το τραγούδι ήταν αυτό που τους κρατούσε σε στενή σχέση μεταξύ τους. Αυτό ήταν άλλη μια εκδήλωση του μπλουζ, κάτι σαν τις κοινωνικές επαφές στις εκκλησίες. Τους άφηνε ενήμερους επάνω σε όλα όσα συμβαίνουν και ταυτοχρόνως είχαν την αίσθηση της βαθιάς και πραγματικής συντροφικότητας. Πολλά από τα τραγούδια που έλεγε ο B.B. King, τα είχε ακούσει μικρός από τους μεγαλύτερους, όπως για παράδειγμα, όταν λέει πως ‘…θα πάρεις το δρόμο σου κι εγώ το δικό μου. Θα συναντηθούμε ξανά κάποια στιγμή…’:
You go your way and I'll go mine.
We'll meet again . . . some old time.
But now she's gone, and I don't worry,
Cause I'm sittin' on top of the world.
Η πασίγνωστη, για τους αιώνιους εραστές του μπλουζ, Beale Street του Μέμφις, έδρα του B.B.King για πολλά χρόνια.
Κάθε γενιά βεβαίως κάνει τα τραγούδια να ακούγονται λίγο διαφορετικά, παίζοντας με τις μπάντες, αλλά οι ρίζες βρίσκονται ακόμα εκεί πίσω. Κι αν ασχολήθηκε με το μπλουζ, ισχυρίζεται ότι αυτό ήταν ουσιαστικά το μόνο είδος μουσικής που παιζόταν εκεί γύρω όπου έζησε μικρός και μεγάλωσε. Η οικογένειά του κι αυτός ανήκαν στην Καθαγιασμένη Εκκλησία, όπου μπορούσε κάποιος να ακούσει υπέροχες φωνές και ακόμα να τραγουδήσει. Η Καθαγιασμένη Ιερά Εκκλησία του Χριστού είναι η ονομασία μιας αίρεσης που απαντά κυρίως στις νοτιοανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες. Αυξήθηκε σε μέλη σημαντικά κατά τη διάρκεια του πρώτου μέρους του 20ου αιώνα, αφού εκείνα ταξίδεψαν σε ολόκληρη τη χώρα κηρύττοντας τα δόγματα της αγιότητας και του αγιασμού. Η εκκλησία των Βαπτιστών ήταν παρόμοια με τη δική τους, αλλά αν ήσουν εκεί, λέει, δεν σε άφηναν να φέρεις μέσα την κιθάρα σου. Έτσι δεν του άρεσε εκείνη, αν και δεν ήταν τόσο αυστηρά τα πράγματα όπως ήταν στην Καθαγιασμένη Εκκλησία. Στην τελευταία, οι κυρίες δεν θα έπρεπε να φορούν ρουζ και κραγιόν ή παρεμφερή κοσμητικά, ενώ στην εκκλησία των Βαπτιστών, επιτρέπονταν όλα που αναφέρθηκαν, αλλά όχι η κιθάρα. Εκεί μέσα στη δική του εκκλησία, δεν τους ένοιαζε τι όργανο έπαιζες. Εάν ήσουνα σε θέση να αγοράσεις ένα και να παίξεις τα γκόσπελ, όλα ήταν εντάξει!
Η μητέρα του τον είχε μαζί της για να τραγουδά σπιρίτσουαλς στην εκκλησία, από την εποχή που εκείνος ήταν περίπου τεσσάρων ετών, και έτσι όταν αυτή πέθανε, πέντε χρόνια αργότερα, ο μικρός συνέχισε να τραγουδά εκείνα τα σπιρίτσουαλς. Σταδιακά όταν ήταν δέκα ή έντεκα χρονών, άρχισε να χρησιμοποιεί την κιθάρα, αλλά δεν μπορούσε όμως να πάει στην εκκλησία Βαπτιστών όταν έψελνε εξαιτίας της κιθάρας. Ο θείος του ήταν παντρεμένος με την αδελφή ενός ιεροκήρυκα στην Καθαγιασμένη Εκκλησία. Εκείνη την εποχή υπήρχε ένα παλιό έθιμο στο Νότο, σύμφωνα με το οποίο πρώτα έτρωγαν οι ενήλικες στα σπίτια, και στη συνέχεια τα παιδιά. Έτσι, αυτός ο κήρυκας συνήθιζε να αφήνει την κιθάρα του στο κρεβάτι, ενώ οι μεγάλοι έτρωγαν, και από τη στιγμή που έκλειναν την πόρτα της κουζίνας, ο B.B. King πήγαινε στο κρεβάτι και έπαιζε με τις χορδές της. Μια μέρα τον είδε, αλλά αντί να τον τιμωρήσει, όπως αρχικά νόμισε, άρχισε να τον διδάσκει πάνω στις νότες και πως να παίζει τις τρείς χορδές. Κάπως έτσι ξεκίνησε, και μάλιστα του άρεσε πάρα πολύ. Και πριν πεθάνει ακόμα, θεωρούσε τους πιστούς της εκκλησίας του ως τους πιο λάτρεις του τραγουδιού σε όλο τον κόσμο. Δε σκέφτηκε ποτέ στην αρχή, ότι θα έμπαινε βαθιά στα μπλουζ. Αφού έμαθε τα τρία ακόρντα, ξεκίνησε με μια άλλη ομάδα που ονομαζόταν Golden Gate Quartette. Όσο ήταν μικρός, ο δάσκαλός του συνήθιζε να του λέει ότι αν συνέχισε να παίζει, μια μέρα θα μπορούσε να αποδώσει με μεγάλη επιτυχία τα σπιρίτσουαλς. Αυτό το Κουαρτέτο Golden Gate, ήταν κάτι σαν τους Staple Singers αργότερα. Τραγουδούσαν πνευματικά τραγούδια, συνήθως με το ρυθμό, με το συναίσθημα, και τον τρόπο που πραγματικά ήθελαν.
Θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό που είχε μια από εκείνες τις μικρές υπέροχες θείες. Αυτή βρισκόταν στην εφηβεία, και αυτός την εποχή εκείνη ήταν περίπου πέντε ή έξι ετών, αλλά αισθανόταν τόσο μεγάλος όσο εκείνη. Ήταν περισσότερο σαν μια μεγάλη αδελφή του. Η θεία του είχε όλους εκείνους τους δίσκους κι αυτός συνήθιζε να ακούει τους Blind Lemon Jefferson, Lonnie Johnson, Barbecue Bob, Lead Belly, κι ακόμα αρκετούς από τους μεγαλύτερους μπλουζ τραγουδιστές. Και, φυσικά, για εκείνον αυτός ήταν ο πραγματικός ήχος του μπλουζ. Αλλά τότε απλώς άκουγαν, γιατί ήταν αδύνατον να δημιουργήσουν τον ήχο όπως εκείνοι, όσο και να προσπαθούσαν. Αργότερα βεβαίως άκουγε τους Sonny Boy Williamson, τον Peter Wheatstraw, και τον εξάδελφό του, Bukka [Booker T. Washington] White. Και φυσικά, εξομολογείται, έχει επικριθεί πολλές φορές από πολλούς ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται για αυτό το είδος μουσικής, αλλά εκείνος γελούσε και έλεγε στον εαυτό του, ότι αν μπορούσαν να αισθανθούν αυτό που αισθανόταν ο ίδιος, δεν θα τον επέκριναν. Υπήρχαν τόσες πολλές φορές που όταν έπαιζε μικρός, οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν γύρω του. Κάποιοι τους έδιναν χρήματα, αλλά για εκείνον αποτελούσαν ένα αίσθημα ασφάλειας, είχε την αίσθηση ότι άρεσε και τον αγαπούσαν. ‘My mother died when I was about nine, and my mother and father had separated. In fact, it was quite some time before I learned where my father was’, συνεχίζει. Είχε βεβαίως συγγενείς στην περιοχή, αλλά κατά κάποιο τρόπο δεν είχε εκείνη την στενότητα ή τη συντροφικότητα που πίστευε ότι θα έπρεπε να έχει μαζί τους, κι ούτε του έδειξαν εκείνη την αγάπη που περίμενε για την ευαίσθητη και εύθραυστη ηλικία του.
Το μεγάλο ποτάμι και η ‘Βασίλισσα του Μισισιπή’ στο Μέμφις.
Κάθε φορά που τραγουδούσε, αυτοί οι άνθρωποι μαζεύονταν γύρω του, όπως τα μέλη μιας οικογένειας, εκείνη την οικογένεια που ψάχνει απεγνωσμένα κάποιος, και προσπαθεί με κάθε τρόπο να βρει. Και, βεβαίως, πίστευε ότι τον ακολουθούσε όλα αυτά τα χρόνια και εξακολουθούσε έως τα βαθιά γεράματα να τους συμπεριφέρεται με τον ανάλογο τρόπο, δηλαδή ως μέρος της οικογένειάς του. Στην πραγματικότητα, ένοιωθε κοντά σε όποιον του φαινόταν ότι έδειχνε ενδιαφέρον σε εκείνον ως άτομο, πρώτα, και προσωπικότητα. Είτε το ήθελαν αυτοί, είτε όχι, τους αποδεχόταν με αυτόν τον τρόπο. Δεν ήξερε, έλεγε, αν αυτό φαινόταν μέσα από τη μουσική του, αλλά πολλές φορές ένοιωθε ότι φώναζε στους ανθρώπους, ‘Ε, εγώ είμαι! Θα ήθελα να είμαι μαζί σου. Θα ήθελα να μοιραστώ ότι έχω μαζί σου. Νομίζω ότι αυτός είναι ένας άλλος λόγος για ένα μπλουζ τραγουδιστή να μπορεί να προχωρήσει μπροστά, όταν πραγματικά μπορεί να βασιστεί σε κάποιον, να βιώσει την αίσθηση ότι τον θέλει κάποιος, το αίσθημα ότι τον χρειάζονται, την αίσθηση ότι θέλει να πει κάποιος’, ‘Let me bring you a glass of water. Let me help you push the car’!
Με άλλα λόγια, ότι δεν ήθελε τίποτα παραπάνω από ένα άλλο άτομο, εκτός ακριβώς από ένα μικρό κομμάτι φροντίδας, ένα μικρό κομμάτι αγάπης από το άλλο άτομο, τον διπλανό. Πίστευε ότι αυτό ήταν άλλο ένα πράγμα που έκανε τους τραγουδιστές και τους μουσικούς του μπλουζ να συνεχίζουν να προχωράνε, επειδή αυτός ήταν ο τρόπος του για να φωνάζουν έξω στους ανθρώπους, όχι τόσο για τις δικές τους ανάγκες, αλλά για την ανάγκη να θέλουν να βοηθήσουν τους άλλους. Είναι η αλήθεια, έλεγε! Μπορούσε να τραγουδά και να αφήνει τους ανθρώπους να καταλαβαίνουν ότι υποφέρει από κάτι, ή ότι είναι ευτυχισμένος. Ήταν όλα αυτά τα πράγματα που βοηθούσαν κάποιον να τραγουδά τα μπλουζ, αφού αισθανόταν ότι βρισκόταν σε επικοινωνία με τον κόσμο του. Πιστεύω, έλεγε, ότι, ανεξαρτήτως φυλής, αν ένα παιδί μεγαλώσει στην Ιαπωνία, θα μιλήσει την ιαπωνική γλώσσα. Αν βρίσκεται στην Αγγλία θα μιλήσει τα αγγλικά όπως κάνουν οι Άγγλοι. Θα μιλήσει άπταιστα όποια γλώσσα μιλούσαν οι άλλοι γύρω του. Ακόμα κι αν το πάρεις μακριά από εκεί σε μια νεαρή ηλικία, τα μικρά πράγματα που συμβαίνουν θα τα θυμάται για το υπόλοιπο της ζωής του. Μπορεί να μην το σκέφτεσαι συνεχώς, αλλά κάποια στιγμή κάποια από αυτά θα βγουν στην επιφάνεια. Στα σαράντα εννέα χρόνια του δήλωνε ότι, μερικά από τα πράγματα που βίωσε ως παιδί, κάποια στιγμή όταν έπαιζε πάνω στο πάλκο έβγαιναν αυθόρμητα προς τα έξω, χωρίς να είναι σε θέση να τα αποφύγει.
Πολλοί τον ρωτούσαν όταν τον έβλεπαν να κάθεται μόνος του σε μια γωνιά, να τους παίξει κάτι, ένα τραγούδι, κι όταν τους ρωτούσε τι θα ήθελαν να ακούσουν, οι περισσότεροι από αυτούς απαντούσαν, κάποιο πνευματικό τραγούδι, ένα σπιρίτσουαλ. Αυτοί οι τύποι πολλές φορές του πρόσφεραν κάποιο μικρό χρηματικό ποσό, όπως το ένα τέταρτο ή μισό δολάριο. ‘Ένας από εκείνους τους τύπους που του άρεσαν κάποτε τόσο πολύ, ήταν ο Blind Lemon Jefferson. Αργότερα, υπήρχε κι ένας άλλος που ονομαζόταν Lonnie Johnson. Του άρεσε να σκέφτεται τον εαυτό του ως Lonnie Johnson, εκείνη τη σχέση μεταξύ των μπλουζ και της τζαζ… Όταν άκουγε αυτούς τους ανθρώπους να παίζουν, μαζί και πολλούς άλλους, όπως ο Elmore James στην κιθάρα, έλεγε ότι πρέπει να τους ακούσει γιατί κάτι έχουν να του πουν..., δήλωνε κάποια στιγμή το 1974 στο New Haven.
Ένα από τα συνηθισμένα κλαμπ όπου παίζονται τα μπλουζ, στην Ιντιανόλα, γενέτειρα του B.B. King.
Άρχισε να πηγαίνει στην εκκλησία με την ομάδα που είχαν δημιουργήσει, όπου και τραγουδούσαν. Στο τέλος όλοι τους έλεγαν κάποιες ευλογίες μαζί με κάποια μικρά φιλοδωρήματα που άφηναν. Αλλά όταν τραγουδούσαν σε μικρά μαγαζάκια, εκεί στην πόρτα έστεκε ένας άντρας, που ζητούσε από τους πελάτες μικρό εισιτήριο πριν μπουν μέσα, κάτι που του άρεσε, όπως εξομολογείται. Και κάπως ξεκίνησε να χώνεται αργά, σταδιακά και βαθιά, στα μπλουζ. Τότε υπήρχαν μικρά μαγαζιά με τζουκ μποξ, σαν ταβερνάκια, όπου συνήθως οι άνθρωποι τραγουδούσαν. Στην Ιντιανόλα (Indianola), μια μικρή πόλη στο Δέλτα του Μισισιπή, όσοι δούλευαν στα βαμβακοχώραφα όλη την εβδομάδα, κι αυτοί ήταν οι περισσότεροι, το Σάββατο το βράδυ σύχναζαν σε τέτοια μέρη. Στο Μισισιπή, μπορούσες να αγοράσεις αλκοόλ παράνομα, και μετά να πάρεις το μπουκάλι σου και να πας στην κοντινότερη ταβέρνα με τους φίλους σου. Εκτός από αυτό μπορούσες να πάρεις κρασί που ήταν άφθονο εκείνη την εποχή και στη συνέχεια άρχιζαν όλοι να τραγουδάνε. Πήγαιναν συνήθως στο αγαπημένο τους μικρό μπαρ, όπου ο μπάρμαν ήταν τις περισσότερες φορές και ο ιδιοκτήτης του. Εκεί μέσα υπήρχε ακόμα η δυνατότητα να σου πουλήσει μπύρα η οποία επίσης ήταν παράνομη. Στις καθημερινές, περίπου στις οκτώ ή εννέα, ολόκληρη η πόλη κλεινόταν μέσα, αλλά το Σάββατο το βράδυ μπορούσες να μείνεις έξω όλη τη νύχτα αφού υπήρχαν αυτά τα μικρά μέρη σε κάτι στενά σοκάκια που έμεναν ανοιχτά όλη τη νύχτα. Άλλωστε κατά τη διάρκεια της ημέρας, δεν υπήρχε κάποιο άλλο μέρος για να πας και να ακούσεις μουσική, επειδή η Indianola ήταν αγροτική περιοχή, και όλοι βρίσκονταν στην εργασία ολημερίς. Ραδιόφωνα επίσης δεν υπήρχαν πολλά σε εκείνη την περιοχή, τη συγκεκριμένη εποχή, αφού για τον πολύ κόσμο ήταν πολύ ακριβά, κι έτσι τα είχαν στη διάθεσή τους μόνο το αφεντικό της εργασίας και ίσως κάποιοι άλλοι ευκατάστατοι.
Ένας από τους πρώτους μπλουζίστες που του άρεσε, και αναφερόταν σε αυτόν συχνά, ήταν ο Blind Lemon Jefferson. Γεννήθηκε στο Τέξας, ήταν τυφλός από τη γέννησή του, και το έβδομο παιδί στην οικογένειά του. Από ότι κατάλαβε, πρέπει να ήταν ένας πολύ μοναχικός τύπος, περίπου τεσσεράμισι πόδια ψηλός. Στην περιοχή όπου μεγάλωσε, εάν κάποιος είχε ένα οποιοδήποτε σωματικό μειονέκτημα, η οικογένεια τον αγαπούσε μεν, αλλά ντρεπόταν ταυτόχρονα για το τι θα έλεγαν οι επισκέπτες όταν τον έβλεπαν. Συνήθως, τον έβαζαν στο πίσω δωμάτιο, αν υπήρχε πολύς κόσμος. Ο B. B. King (1925-1915), πολλάκις αναφέρθηκε σε αυτόν και στο επώδυνο παρελθόν του. Φυσικά, ηχογράφησε με ένα ασυνήθιστο μοτίβο και ρυθμό, μόνο για μικρό χρονικό διάστημα, δηλαδή από τη στιγμή που γεννήθηκε ο B. B. King, το 1925, μέχρι το 1930 περίπου. Εκτός από αυτόν, ο B. B. King, πολλές φορές ανέφερε τον Lonnie Johnson, κι ακόμα τον κιθαρίστα της τζαζ, Charlie Christian, ο οποίος είχε εντελώς διαφορετικά είδη χορδών. Όταν έπαιζαν ποπ τραγούδια, όπως το Stardust ή το Body and Soul, ή ένα από αυτά τα γνωστά, χρησιμοποιούσαν ειδικές χορδές. Αυτοί τον έκαναν να ενδιαφερθεί παράλληλα με τα μπλουζ και για τη τζαζ. Αργότερα, είχε ένα φίλο που υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, και όταν επέστρεψε από τη Γαλλία, έφερε πίσω μαζί του κάποιους δίσκους από έναν ‘συνάδελφο’ που ονομαζόταν Django Reinhardt, ενός κιθαρίστα της τζαζ. Κάθε ένας από αυτούς τους ανθρώπους ακουγόταν λίγο διαφορετικός, αλλά όλοι τους είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό, τον τρόπο που εκφράζονταν. Οι τελευταίοι δύο, οι Charlie Christian και Django Reinhardt, ήταν πολύ γρήγοροι και με καλή τεχνική. Τα πράγματα που έκαναν με την κιθάρα τους, δύσκολα τα έκαναν άλλοι αργότερα. Υπήρχαν κι άλλοι που του άρεσαν, και αναφέρθηκε πολλάκις και σε αυτούς, όπως ο Albert Ammons στο πιάνο, κι ακόμα οι Charlie Parker και Louis Jordan στο σαξόφωνο.
Μια μέρα στις αρχές της δεκαετίας του σαράντα, κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, υπήρχε ένα τραγούδι που άκουσε από έναν τύπο που ονομαζόταν T-Bone Walker. Ήταν η πρώτη φορά που είχε ακούσει μπλουζ σε μια ηλεκτρική κιθάρα. Ο καλλιτέχνης εκείνος τραγουδούσε το ‘Stormy Monday’. Ευθύς αμέσως ένοιωσε ότι έπρεπε να πάρει κι αυτός μια ηλεκτρική κιθάρα, κάτι που το κατάφερε μόλις το 1946.
Στα 1949, έπαιζε σε ένα μέρος που ονομαζόταν Twist, στο Αρκάνσας, το οποίο βρίσκεται περίπου σαράντα πέντε μίλια βορειοδυτικά του Μέμφις του Τεννεσί, κι αυτό επαναλαμβανόταν κάθε Παρασκευή και Σάββατο βράδυ, αν όμως δεν έβρεχε. Το χειμώνα κάθονταν στη μέση του δαπέδου και είχαν ένα μεγάλο δοχείο το οποίο γέμιζαν μέχρι τη μέση με κηροζίνη και το άναβαν για να ζεσταθούν. Οι άνθρωποι που συνήθιζαν να έρχονται σε εκείνο το μέρος, χόρευαν γύρω από αυτό το μεγάλο δοχείο. Ο αριθμός τους κυμαινόταν μεταξύ ογδόντα και τριακοσίων ακόμα ατόμων κάποια βράδια. Αλλά φυσικά πολλοί έρχονταν, ενώ άλλοι έφευγαν. Ένα βράδυ, δύο άντρες άρχισαν να τσακώνονται, και ο ένας από αυτούς χτύπησε τον άλλο πάνω σε αυτό το δοχείο της κηροζίνης, με αποτέλεσμα να χυθεί μεγάλη ποσότητά της στο πάτωμα. Πολλοί προσπάθησαν να σβήσουν τη φωτιά, αλλά χωρίς να το καταφέρουν. Και όχι μόνο αυτό αλλά η φωτιά φαινόταν να αυξάνεται σε ένταση. Έτσι όλοι βγήκαν τρέχοντας έξω, συμπεριλαμβανομένου του B.B. King. Αλλά ενώ βρισκόταν έξω, θυμήθηκε ότι είχε αφήσει την κιθάρα του μέσα, κι έτρεξε προς τα εκεί ενώ οι άλλοι του έλεγαν να μην το κάνει. Στη συνέχεια, το κτίριο άρχισε να καταρρέει γύρω του, και παραλίγο να χάσει τη ζωή του προσπαθώντας να σώσει την κιθάρα του. Την επόμενη μέρα διαπίστωσαν ότι δύο άνδρες είχαν παγιδευτεί στα δωμάτια πάνω από την αίθουσα χορού και κάηκαν μέχρι θανάτου. Αποδείχτηκε τελικά ότι αυτοί οι δύο άνδρες αγωνίστηκαν να σώσουν μια κυρία, το όνομα της οποίας ήταν Lucille. Ο B.B. King δεν είχε συναντήσει ποτέ τη συγκεκριμένη γυναίκα, αλλά λόγω του γεγονότος ονόμασε την κιθάρα του, Lucille, για να του θυμίζει να μην επιχειρήσει ποτέ ξανά στη ζωή του να κάνει ένα τέτοιο ανόητο διάβημα.
Τα μουσικά όργανα δεν ήταν άφθονα στην περιοχή όπου μεγάλωσε. Η ανάγκη για δημιουργία μουσικής τους έκανε να χρησιμοποιούν ένα σύρμα στερεωμένο σε χώρο της βεράντας, το οποίο συνήθως προερχόταν από μια σκούπα στην οποία κρατούσαν σφιχτά τα άχυρα να μη διαλυθούν. Τα ασύρματα τεντώνονταν μεταξύ δύο τούβλων, ώστε με το χτύπημα να ακούγεται σαν χορδή κιθάρας. Άλλοι πάλι συνάδελφοί του επινόησαν και χρησιμοποιούσαν διαφορετικά δημιουργήματα όπως με κομμάτια χάλυβα ή εύκαμπτο καουτσούκ από ελαστικά. Υπήρχαν φυσικά και άλλοι τρόποι κατασκευής αυτοσχέδιων μουσικών οργάνων, όπως δύο κουτάλια που τα χτυπούσαν, μια μεγάλη χτένα και χαρτί, φυσώντας μέσα από αυτά, και πολλά άλλα. Σε κάποια σπίτια υπήρχαν παλιές κιθάρες με σπασμένες χορδές, τις οποίες μερικές φορές χρησιμοποιούσαν όσοι μπορούσαν. Όσοι είχαν τα οικονομικά του B.B. King, το πολύ-πολύ είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν μια φυσαρμόνικα. Ήρθε κάποια στιγμή η πολυπόθητη ώρα να αγοράσει μια κιθάρα από έναν συνάδελφό του για δεκαπέντε δολάρια. Η οικογένεια στην οποία δούλευε, ήταν πολύ καλή στις πληρωμές και του έδινε πέντε δολάρια το μήνα. Έτσι σε τρεις μήνες απέκτησε κιθάρα.
Όταν εγκατέλειψε για πρώτη αριστερά την Ιντιανόλα, αυτό έγινε με ωτοστόπ παρακαλώντας έναν τύπο με φορτηγό. Τον ρώτησε αν θα του επέτρεπε να ταξιδέψει μαζί του στο Μέμφις, και θα τον βοηθούσε να ξεφορτώσουν το αλεύρι του. Προηγουμένως είχε περπατήσει κάπου δεκαπέντε ή είκοσι μίλια. Τον βοήθησε να ξεφορτώσει το αλεύρι του, και στη συνέχεια μπήκαν στο Μέμφις στις 3:30 το πρωί. Δεν είχε καθόλου χρήματα, αλλά αυτός ο άγνωστος είχε λίγο φαγητό μαζί του στο φορτηγό. Έμεινε στο σταθμό περίπου μια μέρα, μέχρι το επόμενο πρωί, και αργότερα άρχισε να ψάχνει τον εξάδελφό του, Bukka White, και πήγε στο σπίτι του. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινε στο Μέμφις και η πόλη αυτή ήταν για τον B.B. King τότε, όπως η Νέα Υόρκη για ένα μέσο άτομο. Ένοιωθε, όπως εξομολογήθηκε, πραγματικά σαν ένα παιδί μέσα σε ένα ψιλικατζίδικο με γλυκίσματα. Άρχισε να ερευνά πως ζούσαν οι άνθρωποι στα μεγάλα κτίρια της πόλης και είδε αυτοκίνητα στο δρόμο για πρώτη φορά, καθώς επίσης τραίνα. Υπήρχε ένα τέτοιο που ερχόταν μέσω της Ιντιανόλα και ονομαζόταν Southern, στο οποίο είδε όλες εκείνες τις μεγάλες μηχανές, και τα πολύ μακριά τραίνα με τους οδηγούς τους, πράγματα κυριολεκτικά καινούργια για εκείνον. Στο σιδηροδρομικό σταθμό του είπαν ότι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να φύγουν και να πάνε στο Σικάγο, στη Νέα Υόρκη ή την Καλιφόρνια, οπουδήποτε ήθελαν, ακόμα και στη Νέα Ορλεάνη. Ήμουν ακριβώς, λέει, όπως ένα παιδί που είχε χαθεί σε ένα ζωολογικό κήπο, στον οποίο όμως όλα τα ζώα ήταν φίλοι του. Στο Μέμφις έμεινε σχεδόν για δύο χρόνια. Το 1948 ο B.B. King εμφανιζόταν σε ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα του Sonny Boy Williamson, σε σταθμό του Δυτικού Μέμφις. Παράλληλα εργάστηκε τραγουδώντας διαφημιστικά τραγούδια, και ως DJ σε ένα νέγρικο ραδιοφωνικό σταθμό, όπου άρχισε να αποκαλεί τον εαυτό του πρώτα Blues Boy και, στη συνέχεια, B.B. King. Ένα βράδυ ο Sonny Boy Williamson τον πήρε μαζί του να τραγουδήσει σε εμφάνιση, όπου έκανε εντύπωση στους θαμώνες, και μάλιστα κέρδισε και δώδεκα δολάρια, τα περισσότερα χρήματα που είχε κερδίσει ποτέ, στην ηλικία των είκοσι ετών. Στη συνέχεια του προσφέρθηκε μια δουλειά σε έναν νέο ραδιοφωνικό σταθμό, με αμοιβή δώδεκα δολάρια τη βραδυά, μια νύχτα ρεπό, και σπίτι. Δεν πίστευε στα αυτιά του ότι υπήρχαν τόσα πολλά χρήματα στον κόσμο. Αυτή ήταν η πρώτη του επαγγελματική δουλειά. Τα μπλουζ γι αυτόν ξεκίνησαν από εκείνον το ραδιοφωνικό σταθμό!
Πίστευε ακράδαντα ότι το μπλουζ άρεσε στους νέους, κι αυτό γιατί το συνέδεαν με την ωμή αλήθεια. Πολλοί από τους στίχους που χρησιμοποιούνται εκεί μέσα, είναι κάτι σαν προειδοποιήσεις προς τους πολίτες σχετικά με ορισμένες συνήθειες που κανείς ίσως δεν θα ήθελε, όπως ας πούμε το θέμα της εξαπάτησης, αλλά και για συνήθειες που κάποιος θα ήθελε, όπως η αγάπη. Το θέμα της ειλικρίνειας στη ζωή γενικώς, είναι ένα κρίσιμο θέμα για τους νέους και γι αυτό πιστεύει ότι σχετίζεται με το μπλουζ, όπως και με πολλούς άλλους κλάδους της μουσικής. Ήθελε να πιστεύει ότι το rock and roll και η soul μουσική είναι παιδιά του μπλουζ. Ένα από τα πράγματα που έκανε, ήταν να μιλά και να συζητά ιδιαίτερα με τα μαύρα παιδιά για να μην ντρέπονται, όπως ισχυριζόταν, για την καταγωγή τους και τη σχέση τους με τα μπλουζ. Ο λόγος για τον οποίο πολλοί άνθρωποι δεν ταυτίζονται με το είδος της μουσικής του, ισχυριζόταν, ήταν επειδή το θεωρούσαν κάτι σαν τα ‘βρώμικα ρούχα στην ντουλάπα’. Πολλοί άνθρωποι δεν θέλουν να το αγγίξουν, ενώ πολλοί άλλοι δεν είχαν την ευκαιρία να ακούσουν γι 'αυτό ή να το βιώσουν από πρώτο χέρι. Όταν ήταν έφηβος, ήθελε να σχηματίσει τη δική του άποψη για τον Barbecue Bob ή τον Lead Belly, κι όχι να ακούει γνώμες άλλων. Πολλά παιδιά σήμερα δεν έχουν αυτή την επιλογή, επειδή δεν έχουν την ευκαιρία να τους ακούσουν ζωντανά. Πίστευε ότι παντού, αλλά κυρίως σε αυτή τη χώρα, έγιναν και γίνονται πολλά λάθη.
Αναφερόμενος στην προσωπική του ζωή, αλλά και ως μουσικός του μπλουζ, ανέφερε ότι είχε αλλάξει πολλές δουλειές. Υπήρξε οδηγός τρακτέρ, ασχολήθηκε με την συγκόλληση, και με πολλά άλλα είδη πραγμάτων. Αλλά θεωρούσε ότι μπορούσε τουλάχιστον να παίξει μπλουζ καλύτερα από τις άλλες δουλειές που προσπάθησε να κάνει, και ότι ο κόσμος το απολάμβανε και εκτιμούσε αυτό που έκανε, όπως άλλωστε και αυτός. Θεωρούσε τον εαυτό του ως μουσικό του μπλουζ που γράφει μουσική. Αυτή είναι μία από τις μεγάλες διαφορές μεταξύ του B.B. King και των ηλικιωμένων μπλουζμεν, έλεγε πριν σαράντα χρόνια. Είχε τότε μια ορχήστρα με δέκα μουσικούς και όργανα, όπου όλοι τους έγραφαν και διάβαζαν μουσική. Στα πρώτα του χρόνια δεν είχε διαβάσει μουσική. Τα μπλουζ, ήταν άγραφη μουσική για πολλούς, πολλούς ανθρώπους. Τώρα όπως έχουν σταθεροποιηθεί τα πράγματα, όλοι μπορούν να παίξουν μπλουζ. Το μπλουζ πίστευε ότι είναι εξίσου σημαντικό όπως και κάθε άλλο είδος μουσικής. Οι νέοι άνθρωποι, είπε, ειδικά οι νέοι μουσικοί, έχουν γερές βάσεις πίσω τους και σωστές κατευθυντήριες γραμμές, όπως ακριβώς συμβαίνει όταν αναλαμβάνεις την επιχείρηση του πατέρα σου. Μπορείς βεβαίως να χρησιμοποιήσεις τις δικές σου ιδέες, ή να βάλεις το δικό σου θεμέλιο και στίγμα, πάνω από αυτό που έχει ήδη κατασκευαστεί.
‘Όταν παίζω, έχω την ίδια αίσθηση που έχω όταν πηγαίνω στην εκκλησία. Αν πήγαινα στην εκκλησία θα είχα την ίδια αίσθηση όταν παίζω, ειδικά όταν όλα πηγαίνουν καλά’, έλεγε για τη σχέση μπλουζ και εκκλησίας’. Τα μπλουζ συνήθιζε να λέει, ‘είναι στη ζωή μου όπως τα τρία L’, και αυτά παραπέμπουν στις λέξεις living, loving, και laughing, δηλαδή ζωή, αγάπη και ελπίδα. ‘Τα μπλουζ είναι πραγματικά ζωή για μένα, γιατί όλοι οι φίλοι μου, όλα αυτά που είναι γύρω μου, η μουσική που ακούω, πάντα με οδηγεί πίσω στην αίσθηση των μπλουζ, ή την αίσθηση που παίρνω από το παίξιμο ή τραγουδώντας τα μπλουζ, ή ακούοντας άλλους να παίζουν και να τραγουδούν’!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου