Σε ένα σημείο της αφήγησης του παραμυθιού: « Η σιωπή του νερού» ο Ζοζέ Σαραμάγκου μας λέει: « Δεν πιστεύω πως υπάρχει στον κόσμο άλλη σιωπή πιο βαθιά από τη σιωπή του νερού.»
Αν υπήρχε μια μεταφυσική οδός για να συνομιλήσουμε απόψε μ’ εκείνο το ανήσυχο προικισμένο παιδί που υπήρξε ο συγγραφέας, εκείνο τον ανήλικο ανυπεράσπιστο ψαρά που ήθελε να τα βάλει με το τέρας του ποταμού και του παραμυθιού θα του λέγαμε πια με απόλυτη βεβαιότητα: «Όχι, δεν έχεις δίκιο, το νερό δεν είναι σιωπηλό! Ίσως το τέρας του παραμυθιού να του είχε πάρει για λίγο τη λαλιά… Το νερό μιλάει!”
Με μια γλώσσα μαγική, απαράμιλλης δύναμης και ομορφιάς. Το αλφάβητο του νερού προηγείται απ’ όλα τα σύμβολα της γης, η ανάσα του φύσηξε πνοή στη δημιουργία της ζωής, η λαλιά του ακουγόταν πριν καν την υποψία της ανθρώπινης ομιλίας. Οι λέξεις του αποτελούν τα υδάτινα νήματα επικοινωνίας του ανθρώπου με το θείο και το μεταφυσικό, σηματοδοτούν τη σχέση του με τη φύση, ορίζουν την επικοινωνία του με άλλους ανθρώπους αφού δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι πρώτες κοινωνίες δημιουργήθηκαν στις όχθες ποταμών ή στις ακτές των θαλασσών.
Μα αυτά είναι λίγο πολύ σε όλους μας γνωστά. Θα ήθελα να σταθούμε στο μέσα σύμπαν του νερού, στο θαύμα της σταγόνας, στην αποκορύφωση της έκστασης του στροβιλίσματος ενός καταρράχτη, στα ποιήματα που τραγουδούν κάθε άνοιξη οι πηγές. Στην έκρηξη των νοτισμένων λέξεων που ψιθυρίζει η θάλασσα, η αιώνια προγιαγιά όλων μας. Αυτή που απαγγέλει τους χρησμούς της, για να κατευνάσει την αγωνία των ναυτικών ανασταίνοντας γοργόνες της παραμυθίας και στοιχειά του βυθού, που δεν αποδέχονται τη νερένια λήθη τους και κάθε τόσο ξετρυπώνουν κι από μια τρικυμία απ’ αυτές που έθαψε βαθιά ανάμεσα στα λαμπερά κοράλλια ο Ποσειδώνας πριν εξοριστεί στη χώρα της Μυθολογίας.
Από ποιους βυθούς να εξορύξουμε χρώματα, από ποιες πηγές να αναβλύσουν οι λέξεις, ποια νεράιδα της λίμνης να εξευμενίσουμε για να μας μιλήσει για την σεμνή διαφάνεια μιας καλοκαιρινής βροχής; για το εκμαυλιστικό τραγούδι της θάλασσας ποιες νότες αρμονικές να σφετεριστούμε; κι έπειτα πώς να μη λυγίσουμε απ’ την εξαντλητική αναζήτηση των λέξεων που να μπορέσουν έστω και αχνά να περιγράψουν τη μεγαλοπρέπεια της λευκότητας μιας χιονισμένης πεδιάδας; και το μοναδικά περήφανο στραφτάλισμα του πάγου; Ποιών πηγαδιών τη σιγαλιά και την υδάτινη περισυλλογή να διαταράξουμε για να διηγηθούμε την ιστορία που γράφεται εκατομμύρια χρόνια στα σπήλαια με το αλφαβητάρι του νερού εκεί όπου γράμμα το γράμμα, συλλαβή τη συλλαβή, θησαυρίζονται οι ιερές γραφές της φυσικής και της ανθρώπινης ιστορίας;
Στα σπήλαια, τις αρχέγονες βιβλιοθήκες του νερού φυλάσσονται προσεκτικά τα μυστικά του. Οι πάπυροι με τα ιερογλυφικά γράμματα του μεγαλύτερου γεωμέτρη του πιο σοφού φιλόσοφου, του ίδιου του θεού. Με πρώτη ύλη του τα σύννεφα σχεδιάζει τους αέναους, λυσιτελείς κύκλους του νερού. Στους σταλακτίτες φυλά τα μυστικά του φεγγαριού και της βαρύτητας στους σταλαγμίτες στοιβάζει την ιστορία των πετρωμάτων και μας χαρίζει της γης τις πρώτες αναγνώσεις.
Οι λέξεις του νερού, άλλοτε συντριπτικές σαν καταιγίδες κι άλλοτε αγλαές όπως τα ρυάκια της παιδικότητας, είναι η πρώτη μεγάλη πηγή της αφήγησης, της ποίησης, η πρώτη ύλη των ριγηλών παφλασμών του έρωτα. Οι λέξεις του δεν είναι στατικές ούτε ράθυμες. Αλλάζουν συνεχώς σχήματα και μορφές. Ίπτανται στροβιλιζόμενες κουνώντας ενθουσιαστικά τα διάφανα χέρια τους, τα κρυστάλλινα πέπλα τους απεκδύονται χορεύοντας τον αταβιστικό δηλωτικό της έλξης τους προς το φεγγάρι χορό της χαράς και της θλίψης, της παλίρροιας και της άμπωτης, της βλάστησης και της ξηρασίας, της ζωής και του θανάτου, του έρωτα και της ματαίωσης. Κι άλλοτε συρρικνώνονται σε δυο μικρές σιωπηλές σταγόνες που σελαγίζουνε στα βλέφαρα όπως τ’ άστρα τ’ αυγινά.
Από την αρχαιότητα, από τον πρώτο ποιητή τον Όμηρο μέχρι σήμερα, οι λέξεις του νερού αποτελούν καθάρια, διάφανα λεκτικά σύνολα που εγγράφονται στα κύτταρα μας από την πρώτη παιδική ηλικία.
Πόσα ποιήματα άραγε έχουνε γεννηθεί καθώς η θάλασσα πλημμυρίζει τη σκέψη, η θλίψη παραδέρνοντας στα κύματα της ύπαρξης μεταμορφώνεται σε ποτάμι δημιουργίας; Πόσες λέξεις φτερούγισαν μέσα στο νοτισμένο όνειρο ενός μικρού παιδιού που θα γινόταν ποιητής όταν εκστασιασμένος με τα μάτια στον ουρανό του προσπαθεί να κρατήσει στις παλάμες του την πρώτη του βροχή που μούσκεψε τα σπλάχνα του; και είναι αμέτρητα τα θαύματα που βρίσκουμε στη λογοτεχνία όταν οι λέξεις του νερού ερωτεύονται τον ήλιο με πάθος και στεγνώνουν για να στεριώσει το μελάνι πάνω στο χαρτί.
Οι λέξεις του νερού μας ταξιδεύουν. Με όχημα τη λογοτεχνία αξιωνόμαστε τη φιλία του Μόμπυ Ντικ, αγωνιούμε για την τύχη του Φερνάντο Πεσόα καθώς μεταμορφώνεται μέσα σ’ ένα ποταμόπλοιο στον Ρικάρτντο Ρέις και ξαναζούμε τα πάθη του Μαθιού και της Λαλιώς στη Νοσταλγό του Παπαδιαμάντη μέσα στην αχλή του ονείρου που είναι η ίδια η θάλασσα. Ανατριχιαστική η οικειότητα καθώς μοιραζόμαστε τον πόθο του νεαρού βοσκού που ζει όλο το μεγαλείο και την έξαψη του έρωτα όταν η Μοσχούλα βυθίζεται στη θάλασσα στο «Όνειρο στο Κύμα».
Θα τελειώσω αναλογιζόμενη πόσο φτωχότερη θα ήταν η ποίηση και η λογοτεχνία αν δεν κυμάτιζε η θάλασσα μέσα μας, η καταλυτική ορμή του καταρράχτη αν δεν έγδερνε τα σωθικά μας κι αν οι σταγόνες της βροχής δεν συλλάβιζαν πεντακάθαρα σι, σι, σι, σι ενώ εμείς ακούμε το εσύ, εσύ, εσύ…*
* Η φράση είναι δάνειο από το ποίημα της Κικής Δημουλά «Τα πάθη της βροχής»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου