02 Ιανουαρίου 2016

Το λιντσάρισμα και η μαύρη κοινότητα στην Ορεινή Πολιτεία της Δυτικής Βιρτζίνιας [Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης]



Το λιντσάρισμα και η μαύρη κοινότητα στην Ορεινή Πολιτεία της Δυτικής Βιρτζίνιας.


























Η θέση της δυτικής Βιρτζίνιας στο χάρτη των φυλετικών σχέσεων του έθνους τοποθετείται από πολλές πλευρές, μάλλον, σε μια μέση κατάσταση. Αν και δεν αποτελούσε ποτέ σημαντική περιοχή δουλοκτησίας και χωρίς ικανό αφροαμερικανικό πληθυσμό, εντούτοις βίωσε αρκετά περιστατικά ρατσιστικής βίας, ακολουθώντας σε αρκετές περιπτώσεις πολλές άλλες γνωστές συνήθειες του αμερικάνικου Νότου. Κατά συνέπεια, είναι μια αρκούντως ενδιαφέρουσα τοποθεσία στην οποία μπορεί κάποιος να διερευνήσει τις φυλετικές σχέσεις, ιδιαίτερα εκείνες που εκδηλώθηκαν με την πιο φαύλη και ακραία μορφή τους, όπως χαρακτηριστικά το λιντσάρισμα. Η περίπτωση της Δυτικής Βιρτζίνιας προσφέρει πολύτιμο υλικό για την ευρύτερη περιοχή των Απαλαχίων, ειδικά τα τελευταία τριάντα χρόνια, που έχει απομυθοποιηθεί ο μύθος της φυλετικής ομοιογένειας των Απαλαχίων. Τα Απαλάχια είναι μια πολιτιστική περιοχή στις Ανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες, που εκτείνεται από το νότο της Νέας Υόρκης έως τη βόρεια Αλαμπάμα, το Μισισιπή και τη Γεωργία. Ενώ, όμως, τα Απαλάχια Όρη εκτείνονται ουσιαστικά από τον Καναδά μέχρι την Αλαμπάμα, ως πολιτιστική περιοχή των Απαλαχίων αναφέρονται συνήθως τα κεντρικά και νότια τμήματα της σειράς. Από την απογραφή του 2010, συμπεραίνουμε ότι στην περιοχή κατοικούν περίπου 25 εκατομμύρια άνθρωποι, πολλοί εξ αυτών στις μεγαλουπόλεις του Πίτσμπουργκ, της Πενσυλβάνια, του Νόξβιλ, του Τεννεσί, και της Βόρειας Καρολίνας. Αρκετοί μελετητές εστιάστηκαν και τόνισαν την ομοιογένεια των πληθυσμών της περιοχής. Πρόσφατες εργασίες για το λιντσάρισμα και τη ρατσιστική βία μέσα στα Απαλάχια, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτά συνέβησαν περισσότερο στο βαθύ Νότο και τη Δυτική Βιρτζίνια. Άλλα στοιχεία που επίσης ήρθαν στο φως από τους κοινωνιολόγους, ήταν ότι τα λιντσαρίσματα ήταν πιο διαδεδομένα στις πεδινές γεωργικές εκτάσεις από ότι στους λόφους, και σπάνια στα βουνά του Κεντάκι και της Δυτικής Βιρτζίνιας. Όχι πάντως συμπτωματικά, ο μεγαλύτερος αριθμός λυντσαρισμάτων πραγματοποιήθηκε στο νότιο μισό του έθνους. Αν και ο συνολικός αριθμός των λυντσαρισμάτων στη Δυτική Βιρτζίνια ωχριά σε σύγκριση με τις Πολιτείες του Νότου, εν τούτοις και εκεί η περιοχή των Απαλαχίων αισθάνθηκε την ποιοτική και ποσοτική επίδραση του λιντσαρίσματος. Η αύξηση της εκβιομηχάνισης μέσα στην Πολιτεία, την τοποθέτησε στο σταυροδρόμι της αστικής βιομηχανίας και της αγροτικής γεωργίας. Ο απουσία της νομοθεσίας Jim Crow, η μεγαλύτερη πρόσβαση στην ψηφοφορία, και η αύξηση των οικονομικών ευκαιριών εντός της Πολιτείας, είχαν κάποια επίδραση στο φαινόμενο και στη δραστηριότητα του λιντσαρίσματος. Το 1921, η Δυτική Βιρτζίνια πέρασε ένα νόμο εναντίον του λιντσαρίσματος, ο οποίος σχεδιάστηκε με αντικειμενικό σκοπό να περιορίσει την συγκεκριμένη απεχθή πρακτική εντός των συνόρων της, ενώ ταυτόχρονα προσέφερε οικονομική αποζημίωση στις οικογένειες των θυμάτων του λιντσαρίσματος. Αν και η απειλή του λιντσαρίσματος φαινόταν μικρή στη Δυτική Βιρτζίνια, εν τούτοις οι κοινωνικές συνθήκες στο σύνολό τους διέφεραν σημαντικά από εκείνες των άλλων Πολιτειών. Η καλύτερη κοινωνική, οικονομική, πολιτική κατάσταση και οι ευκαιρίες επέτρεψαν στις μαύρες κοινότητες να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο με τρόπους διαφορετικούς από οπουδήποτε αλλού. Στη νοτιοδυτική Βιρτζίνια, άλλωστε, οι μαύροι πλησίαζαν σε οικονομική ισότητα τους λευκούς από οποιαδήποτε άλλη ανθρακοφόρο περιοχή και ίσως από οπουδήποτε αλλού, στην Αμερική. 

Γύρω στα 1896, η απουσία ομοσπονδιακών κατευθυντήριων γραμμών επέτρεψε στις κρατικές και τοπικές αρχές να ερμηνεύουν κατά το δοκούν, να σταθεροποιήσουν περαιτέρω τη λευκή ανωτερότητα και να αναστείλουν τα προνόμια και το δικαίωμα ψήφου των μαύρων. Η έλλειψη πολιτικής φωνής υποβίβασε τους μαύρους σε αδύναμη θέση, επειδή οι οικονομικές τους ευκαιρίες περιορίζονταν στα αγροκτήματα και στις φυτείες του Νότου, με τη γνωστή ενοικίαση γης που ανήκε όμως στους λευκούς. Οι περιορισμένες οικονομικές τους δυνατότητες, με τη σειρά τους, είχαν ως άμεσο πρακτικό αποτέλεσμα την περιορισμένη πρόσβαση των μαύρων στην εκπαίδευση και τη διατήρηση χωριστών σχολείων για τους μαύρους του Νότου. Χωρίς ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση, η κατάσταση των μαύρων προφανώς οδηγούσε σε ολοκλήρωση της υποβάθμισης και της εξάρτησης. Κάθε πρόκληση στη λευκή αρχή, συχνά συναντούσε ταχεία και βίαιη αντίδραση με τη μορφή λιντσαρίσματος. Στη δεκαετία 1890-1900 σημειώθηκε δραματική αύξηση του αριθμού των περιστατικών λιντσαρίσματος σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1892, το λιντσάρισμα έφτασε σε ιστορικό του αποκορύφωμα με 226 θύματα καταγραμμένα. Τέσσερεις Πολιτείες στο βαθύ νότο, τουτέστιν η Γεωργία, ο Μισισιπής, το Τέξας και η Λουιζιάνα, βρίσκονταν στις πρώτες θέσεις σε απόλυτους αριθμούς. Η πλειονότητα των θυμάτων, στοχευμένοι μαύροι. Στο Νότο, δήλωναν οι λευκοί, μπορούμε να έχουμε να λυντσάρουμε το νέγρο όποτε θέλουμε, να τον μαστιγώσουμε, και στη συνέχεια, να μην τον αφήνουμε να βλασφημεί τον Παντοδύναμο, και λόγω της μυρωδιάς του και του χρώματός του, ο νόμος του λιντσαρίσματος είναι κάτι καλό. 

Στερούμενοι πολιτικών, οικονομικών ή εκπαιδευτικών ευκαιριών, και χωρίς τη δυνατότητα να ζητήσουν κάποια αλλαγή, πολλοί μαύροι του Νότου στράφηκαν προς τη μετανάστευση ως τη μόνη διαθέσιμη προσωπική, οικογενειακή και φυλετική διέξοδο. Το λιντσάρισμα, ήταν μία από τις πολλές άλλες μεταβλητές, που συνέβαλαν τα μέγιστα στη μετανάστευση των μαύρων από το Νότο. Χιλιάδες ήταν εκείνοι που μετανάστευσαν βόρεια προς τις περιοχές εξόρυξης άνθρακα της νοτιοδυτικής Βιρτζίνιας, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τη φρίκη του λιντσαρίσματος. Στη Δυτική Βιρτζίνια, ο συνολικός αριθμός των περιστατικών λιντσαρίσματος ωχριούσε σε σύγκριση με εκείνον στο βαθύ Νότο, με μόνο δέκα λιντσαρίσματα καταγεγραμμένα από το 1890 έως το 1.900. Σε σχέση με το υπόλοιπο του Νότου, η απειλή του λιντσαρίσματος στη Δυτική Βιρτζίνια, φαινόταν κάτι το μακρυνό. Στην ορεινή περιοχή, έλεγαν ειδικότερα, οι άνθρωποι ανέκαθεν διέφεραν από τους κατοίκους των περιοχών που βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα, όχι μόνο στη στάση τους απέναντι στη δουλεία, αλλά στην πολιτική που ακολούθησαν στην αντιμετώπιση των μαύρων σχεδόν από τον εμφύλιο πόλεμο και εντεύθεν. Έτσι, στην τελευταία δεκαετία του δέκατου ένατου αιώνα, χιλιάδες μαύροι μετανάστευσαν έξω από το Βαθύ Νότο και επέλεξαν τη Δυτική Βιρτζίνια ως το νέο τους σπίτι. Στα 1890, περισσότερο από τριάντα δύο χιλιάδες μαύροι ήρθαν σε εκείνα τα μέρη, ενώ μέχρι το 1900 ο αριθμός αυτός αυξήθηκε σε πάνω από σαράντα τρεις χιλιάδες. Παρά το γεγονός ότι ήταν αναμφισβήτητα μια σημαντική μεταβλητή, η σχετική απουσία λιντσαρίσματος δεν ήταν ο μόνος λόγος που οι μαύροι του Νότου βρήκαν ελκυστική τη Δυτική Βιρτζίνια. Τα μειωμένα όμως περιστατικά λιντσαρίσματος δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο της Δυτικής Βιρτζίνιας, αφού κι άλλες Πολιτείες, εκτός του Νότου, είχαν μειωμένους αριθμούς παρόμοιων περιστατικών. Η μετεγκατάσταση στη Δυτική Βιρτζίνια επέτρεψε στους μαύρους του Νότου να ανακτήσουν τα χαμένα τους προνόμια και τους έφερε απέναντι σε αυστηρές εκπαιδευτικές απαιτήσεις. Έτσι γρήγορα κατανόησαν με σαφήνεια τη σημασία αυτών των προνομίων, χωρίς τα οποία θα βρίσκονταν συνεχώς απελπιστικά βυθισμένοι στον κύκλο της υποβάθμισης και της καταπίεσης. Βρήκαν την αγορά εργασίας της Δυτικής Βιρτζίνιας, όπως και το πολιτικό κλίμα της Πολιτείας, πιο ελκυστικά από όλα εκείνα που είχαν αφήσει πίσω τους φεύγοντας. Ταυτόχρονα όμως, όταν άρχισαν δηλαδή οι μαύροι του Νότου να αναζητούν πολιτικό και κοινωνικό καταφύγιο στη Δυτική Βιρτζίνια, οι περιοχές της Ορεινής Πολιτείας εξελίσσονταν σε σοβαρή βιομηχανική οικονομική δύναμη. Η επέκταση των δύο σιδηροδρομικών γραμμών στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, άνοιξε το δρόμο για την ανάπτυξη των ανθρακοφόρων περιοχών της Δυτικής Βιρτζίνιας και ταυτόχρονα τις πόρτες ευκαιριών για χιλιάδες μαύρους εργάτες. Το 1871, οι σιδηρόδρομοι Chesapeake and Ohio Railroad (C&O), απασχολούσαν περίπου πέντε χιλιάδες μαύρους εργάτες. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε κανείς να πει με μεγάλη ακρίβεια ότι ο σημαντικός αυτός δρόμος δημιουργήθηκε σε μεγάλο βαθμό, από αυτούς. Όταν ολοκληρώθηκε το 1873, ο σιδηρόδρομος C & O, προσπάθησε να συνδέσει την περιοχή της Βιρτζίνια με την κοιλάδα του ποταμού Οχάιο. Νότια της C & O, μια άλλη σιδηροδρομική γραμμή αναζητούσε πρόσβαση στις περιοχές εξόρυξης άνθρακα της νοτιοδυτικής Βιρτζίνιας. Το 1882, ο σιδηρόδρομος Norfolk and Western Railroad (N&W), άρχισε την κατασκευή των δύο νέων σιδηροδρομικών γραμμών από τη New River Bridge βορειοδυτικά στην ανθρακοφόρο περιοχή του Flat Top και εξήντα μίλια νοτιοδυτικά. Η ανάπτυξη των νέων σιδηροδρόμων δημιούργησε χιλιάδες θέσεις εργασίας για τους μαύρους εργάτες, αλλά, καθώς οι γραμμές έφτασαν στην ολοκλήρωσή τους, περισσότερες θέσεις εργασίας άνοιξαν στις ανθρακοπαραγωγικές περιοχές. 

Η ανάπτυξη των σιδηροδρόμων, ιδίως του Ν & W, πρόσφερε γρήγορη και αποτελεσματική πρόσβαση στο ορυκτό πλούτο της ορεινής πολιτείας. Με άμεση πρόσβαση στις ανατολικές αγορές, η βιομηχανία άνθρακα της Δυτικής Βιρτζίνιας άνθισε και η ζήτηση για εργατικό δυναμικό, ξεπέρασε γρήγορα την τοπική προσφορά. Ψάχνοντας εναγωνίως για εργάτες, οι υπεύθυνοι των ορυχείων έφεραν μαύρους από το βαθύ νότο, στέλνοντας εκεί ταλαντούχους στη διαπραγμάτευση αντιπροσώπους. Προς μεγάλη απογοήτευση των λευκών του Νότου, αυτοί οι πράκτορες εργασίας δελέασαν τους μαύρους εργάτες με εισιτήρια τραίνων και με την υπόσχεση καλών αμοιβών. Η επιτυχία τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε πολλές Πολιτείες του Νότου σε μια προσπάθεια ανάσχεσης του φαινομένου, θέσπισαν νομοθεσία που απαγόρευε τον δυνατότητα των μαύρων του Νότου να κατευθυνθούν προς το Βορρά. Η προφανής επιτυχία της επιχείρησης μετανάστευσης των μαύρων, για παράδειγμα μέσα και γύρω από το Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, ώθησε το συμβούλιο της πόλης να περάσει διάταγμα που απαγόρευε την πρόσληψη και την μετεγκατάσταση του δικού τους μαύρου εργατικού δυναμικού, αφού παρατηρήθηκε δραματική έλλειψη της ανειδίκευτης εργασίας δεδομένου ότι κάπου πέντε χιλιάδες μαύροι έφυγαν βόρεια για τα ορυχεία της Δυτικής Βιρτζίνιας και τις περιοχές εξόρυξης άνθρακα του Κεντάκι και της Πενσυλβάνια. 

Από πολλές πλευρές οι περιοχές εξόρυξης άνθρακα της νοτιοδυτικής Βιρτζίνιας έμοιαζαν με τις πόλεις των μεταλλείων της ‘Άγριας Δύσης’. Οι συχνά τραχιές και δυσμενείς συνθήκες των στρατοπέδων άνθρακα, όμως, δεν προσφέρονταν για οικογενειακή ζωή. Οι περισσότεροι από τους πρώτους μαύρους μετανάστες στις περιοχές αυτές, ήταν μόνο άνδρες με λίγες υποχρεώσεις ή παντρεμένοι άνδρες που αναζητούσαν εποχική απασχόληση. Οι αντιπρόσωποι εργασίας οι οποίοι προσλάμβαναν αυτούς τους ανθρώπους, επιδίωκαν οι εργάτες να έχουν τη δύναμη στην πλάτη και τους ώμους τους, κι όχι στο μυαλό τους. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις στο Νότο, έπεισαν τις τοπικές αρχές να απελευθερώσουν τους μαύρους έγκλειστους, αν οι κρατούμενοι συμφωνούσαν να μεταναστεύσουν προς Βορρά. Η ανεύρεση εργατικών χεριών μέσα στις φυλακές ορισμένων νότιων Πολιτειών αποδείχθηκε ευκολότερη και πρόσφερε αρκετούς έμπειρους μαύρους ανθρακωρύχους. Στη Γεωργία, το Κεντάκι, την Αλαμπάμα και το Τεννεσί, πολλοί φυλακισμένοι έφυγαν για μισθωμένη εργασία στα ορυχεία, ελαφρύνοντας έτσι τις φυλακές από το οικονομικό βάρος συντηρήσεών τους, μειώνοντας ταυτόχρονα τις λίστες των φυλακισμένων εγκληματιών, αλλά και αποκτώντας πείρα στην εξορυκτική βιομηχανία πολύ πριν φτάσουν στη Δυτική Βιρτζίνια. Γρήγορα όμως εμφανίστηκαν διάφορα δυσάρεστα φαινόμενα στα ανθρακωρυχεία και στους εκεί κατοίκους. Ιστορίες μεθυσμένων, ακολασίας και προσπάθειες καταπολέμησής τους βρέθηκαν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, με τις δολοφονίες και την επαγρύπνηση της δικαιοσύνης να αποτελούν τον κανόνα και όχι την εξαίρεση. Η εφημερίδα ‘Wheeling Intelligencer’, μάλιστα, αναφέρθηκε με έκδηλη αηδία το 1876, ότι όταν ο νόμος παύει να προστατεύει επαρκώς την ανθρώπινη ζωή, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα έρθει στο προσκήνιο ο νόμος της αυτοπροστασίας, ο πρώτος νόμος της φύσεως, “that when the law of the land ceases to adequately protect life, the law of self–protection, the first law of nature is almost sure to be invoked’’.

Ο πρωτοφανής ρυθμός ανάπτυξης της Δυτικής Βιρτζίνιας στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, ξεπέρασε γρήγορα τις δυνατότητες επιβολής του νόμου. Στις αγροτικές περιοχές εξόρυξης άνθρακα, η υπηρεσία επιβολής του νόμου αποτελείτο από έναν εκλεγμένο σερίφη, ο οποίος με τη σειρά του προσλάμβανε κάποιο αριθμό βοηθών, αλλά κατά το δοκούν. Δεδομένου ότι βοηθοί ελάμβαναν τις αποδοχές τους από τον μισθό του σερίφη, ο τελευταίος για να αυξήσει το δικό του μισθό, έπρεπε να προσλάβει μικρότερο αριθμό βοηθών. Και αφού οι σερίφηδες δεν ήταν με τίποτα διατεθειμένοι να περιορίσουν τους μισθούς τους, το βάρος της επιβολής του νόμου έπεσε σε μεγάλο βαθμό στις αναδυόμενες εταιρείες άνθρακα. Στη νοτιοδυτική Βιρτζίνια, οι νεοαφιχθέντες μαύροι του Νότου, κατετάγησαν στην κατηγορία των οριακών τύπων (“marginal types”). Ζώντας στο τραχύ περιβάλλον της εξόρυξης και στις σιδηροδρομικές γραμμές, ήταν συνθήκη ικανή να επιστήσει την υποψία, αλλά το χρώμα του δέρματος τους κατέτασσε αυτομάτως στην κατηγορία των περιθωριακών, και μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις και μόνο η απλή παρουσία τους, δημιουργούσε εχθρότητα. Ήταν μια δυσάρεστη κατάσταση που γεννήθηκε από το φόβο ότι τα μεταναστευτικά κύματα των μαύρων είχαν ύποπτο ποινικό υπόβαθρο, δεν θα μπορούσαν εύκολα να προσαρμοστούν στις τοπικές συνθήκες των λευκών, κι ούτε φυσικά και να τις παρακολουθούν κοινωνικά και αστυνομικά. Οι τοπικές εφημερίδες, οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου και βεβαίως η παραπληροφόρηση, βοήθησαν με τον τρόπο τους στην ενίσχυση του φόβου και της καχυποψίας. 

Η αντίληψη της μαύρης εγκληματικότητας στη νοτιοδυτική Βιρτζίνια βοήθησε στην πρακτική επαγρύπνησης κατά του λιντσαρίσματος. Παρά το γεγονός, όμως, ότι πολλοί μαύροι του Νότου αντιλαμβάνονταν την περιοχή αυτή ως μέρος μειωμένης φυλετικής βίας, η Δυτική Βιρτζίνια είχε επίσης τη δική της συμμετοχή στη δραστηριότητα του λιντσαρίσματος. Η ‘Ορεινή Πολιτεία’, πρόσφερε πολλές ευκαιρίες στους μαύρους, αλλά απέτυχε να τους παράσχει μια περιοχή ελεύθερη από το ζοφερό φάντασμα του λιντσαρίσματος, το οποίο τους ακολούθησε και στα βόρεια. Μεταξύ 1882 και 1888, η Πολιτεία βίωσε είκοσι δύο λιντσαρίσματα και κατά τη διάρκεια των επόμενων τριάντα χρόνων, συνέβησαν άλλα τριάντα. Πολλοί κοινωνιολόγοι γράφοντας για το θέμα, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι στα βουνά, οι μαύροι άνθρωποι βρέθηκαν σε ακόμη πιο ευάλωτη θέση όσον αφορά τη φυλετική βία. Μια πιο προσεκτική ματιά όμως, στα δεδομένα, αποκαλύπτει ένα εντυπωσιακό στατιστικό στοιχείο. Η Δυτική Βιρτζίνια είναι πολιτεία των ΗΠΑ που βρίσκεται στην περιοχή των Απαλαχίων και συνορεύει με την Βιρτζίνια στα νοτιοανατολικά, το Κεντάκι στα νοτιοδυτικά, το Οχάιο στα βορειοδυτικά, και την Πενσυλβάνια και το Μέρυλαντ στα βορειοανατολικά και τα ανατολικά, αντίστοιχα. Η πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη είναι το Τσάρλεστον. Η Δυτική Βιρτζίνια βρίσκεται εξ ολοκλήρου μέσα στην Οροσειρά των Απαλαχίων και όλες οι περιοχές της είναι ορεινές, εξ ου αποκαλείται και Ορεινή Πολιτεία. Μεταξύ 1890 και 1900, το λιντσάρισμα κορυφώθηκε τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και στην πολιτεία της Δυτικής Βιρτζίνιας, και μάλιστα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δέκα μαύροι βρέθηκαν έρμαια στα χέρια του μανιασμένου πλήθους. Ο πληθυσμός των μαύρων της Δυτικής Βιρτζίνιας αριθμούσε 43.499, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε ένας στους 4.350 μαύρους έπεσε θύμα λιντσαρίσματος στην τελευταία δεκαετία του δέκατου ένατου αιώνα. Μια τέτοια αναλογία φαίνεται ως επιδημία μέχρι να γίνει σύγκριση με άλλες πολιτείες που βρίσκονταν πρώτες σε ολόκληρο το έθνος σε συνολικά λιντσαρίσματα κατά την ίδια δεκαετία, δηλαδή τη Γεωργία, το Μισισιπή, το Τέξας και τη Λουιζιάνα. Ο Μισισιπής βρισκόταν στην πρωτοπορία με 145 λιντσαρίσματα, ακολουθούμενος από τη Γεωργία και τη Λουιζιάνα με 134 και το Τέξας με 107. Το ποσοστό του λιντσαρίσματος σε αυτές τις τέσσερις πολιτείες βρέθηκε κατώτερο εκείνου της Δυτικής Βιρτζίνιας. Η Λουιζιάνα τερμάτισε δεύτερη με αναλογία 1: 4.857, ενώ οι Πολιτείες Γεωργία, Μισισιπής και Τέξας είχαν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά, συγκεκριμένα 1: 7722, 1: 6260 και 1: 5.801 αντιστοίχως. Πολλοί μαύροι μίλησαν με τα χειρότερα λόγια για εκείνη την περίοδο και το σπουδαιότερο αμέσως μετά την άφιξή τους στη Δυτική Βιρτζίνια. Όπως αποδεικνύεται από τα ποσοστά του λιντσαρίσματος, οι προκαταλήψεις και ο ρατσισμός ακόμα και εκεί, δεν ήταν πολύ διαφορετικά από οπουδήποτε αλλού στο Νότο. Παραδόξως όμως παρά την παρουσία σημαντικής δραστηριότητας λιντσαρίσματος, ο μαύρος πληθυσμός συνέχισε να αυξάνεται στην Πολιτεία αυτή της Δυτικής Βιρτζίνιας. Υπήρχαν κι άλλα πράγματα εκτός από λιντσάρισμα που έπεισαν τους μαύρους να συνεχίσουν να μεταναστεύουν στην πολιτεία αυτή, και αυτά τα ίδια πράγματα έπεισαν και άλλους ότι και μόνο η παρουσία τους εκεί, ήταν ικανός λόγος για να μείνουν και να παλέψουν για κάποια δικαιώματα. Η αντίδραση της μαύρης κοινότητας σε τέσσερα διαφορετικά περιστατικά λιντσαρίσματος καταδεικνύει την επιθυμία τους να κάνουν τα πράγματα διαφορετικά στη Δυτική Βιρτζίνια. 

Στην ‘Ορεινή Πολιτεία’, όμως, τα λυντσαρίσματα διέπραξαν μαύροι και λευκοί! Σε τουλάχιστον μία περίπτωση, ένας όχλος μαύρων συνελήφθηκε γιατί κατακρεούργησε ένα συνάδελφό τους μαύρο. Ίσως σύμφωνα με κάποια δημοσιεύματα εφημερίδων, η μαύρη κοινότητα αισθάνθηκε εξαναγκασμένη από τη λευκή κοινότητα. Η γενική γνώμη όλων, όμως, ήταν η επιθυμία να βελτιωθούν οι συνθήκες για τους μαύρους σε ολόκληρη την νοτιοδυτική Βιρτζίνια. Κάποιες φορές μάλιστα η μαύρη κοινότητα κατέφυγε σε επαγρύπνηση και δικαιοσύνη από μόνη της. Ο δράσεις του όχλου τώρα, ήταν αναμφίβολα σαφής προειδοποίηση προς τους άτακτους κατοίκους ότι δεν θα επέτρεπαν καμία διάβρωση των καθιερωμένων αξιών του πολιτισμού. Σε κάθε περίπτωση, το λιντσάρισμα μαύρων από μαύρους στη Δυτική Βιρτζίνια απαιτεί μεγαλύτερη προσοχή εκ μέρους των ιστορικών και ερευνητών, και ίσως ανοίγει την πόρτα σε μια μεγαλύτερη μελέτη του φαινομένου σε εθνική κλίμακα. Δύο χρόνια αργότερα, στο Keystone της Δυτικής Βιρτζίνιας, οι μαύροι αισθάνθηκαν ότι η κοινότητά τους βρισκόταν σε απειλή όταν ένας λευκός όχλος κατακρεούργησε ένα μαύρο άνδρα που ονομαζόταν Alex Jones. Το βράδυ της 27η Ιανουαρίου 1896, ένας μεθυσμένος άντρας επιβιβάστηκε στο Keystone σε τραίνο που πήγαινε δυτικά, θορυβώδης και εριστικός, ενώ βρισκόταν υπό την επίδραση του ουίσκι. Όταν ο ελεγκτής πέρασε μέσα για τη συλλογή των εισιτηρίων, ο μέθυσος αρνήθηκε να πληρώσει και μάλιστα με τρόπο προκλητικό. Προφανώς αναστατωμένος από την άρνηση του μέθυσου να καταβάλει το κόμιστρο, ο ελεγκτής προσπάθησε να τον κατεβάσει από το τραίνο, οπότε ο μέθυσος έβγαλε δύο περίστροφα και πυροβολώντας τραυμάτισε δύο επιβάτες και τον ελεγκτή. Τον W. Η Strother στο στομάχι, τον Peter Rice στο στήθος, και τον ελεγκτή McCullough στα πλευρά. Τελικά οι υπεύθυνοι του τραίνου και οι επιβάτες εξουδετέρωσαν τον μεθυσμένο που προσπάθησε να γεμίσει εκ νέου τα περίστροφά του. Παραδόθηκε στις αρχές οι οποίες τον οδήγησαν στην φυλακή του Elkhorn. Ενώ ήταν έτοιμοι να μεταφέρουν τον Alex Jones στο τραίνο για το Huntington για ασφαλή φύλαξη, ένας όχλος σχηματίστηκε στην πόλη Welch με σκοπό να τον λυντσάρει. Ένας άλλος ένοπλος όχλος περίπου εκατό ατόμων, διαδήλωνε στο μικρό σταθμό του τρένου στο Hemphill, ένα μίλι δυτικά του Welch, και εκεί κατάφεραν να σταματήσουν το συρμό με τη βοήθεια του σήματος κινδύνου. Κατέβασαν τον άτυχο Alex Jones από το τραίνο, τον μετέφεραν και τον έδεσαν σε ένα κοντινό δέντρο, όπου μετά το λιντσάρισμα τον έκαναν κόσκινο από σφαίρες. Αρκετοί από τους φίλους του προσπάθησαν μάταια να τον σώσουν, αλλά το εξαγριωμένο πλήθος ήθελε τον Jones νεκρό με οποιοδήποτε κόστος. Ο όχλος άφησε ένα σημείωμα καρφιτσωμένο στο άψυχο σώμα του: “This deed was done for the purpose of example and warning to Negroes. So Beware”! Κατά τη στιγμή του θανάτου του Jones, ο Strother παρέμεινε ζωντανός, αλλά τέσσερις ημέρες αργότερα, πέθανε από τα τραύματά του. 

Το σημείωμα που καρφώθηκε στο σώμα του Jones παρουσίαζε σαφέστατη και σοβαρή απειλή για την σταθερότητα και την ασφάλεια της μαύρης κοινότητας. Το κείμενο υπαινισσόταν σιωπηλά, ότι οποιοδήποτε μέλος της μαύρης κοινότητας ξεπερνούσε τα όρια, θα έπρεπε να αναμένει σκληρά παρεμφερή αντίποινα. Μετά το γεγονός, η μαύρη κοινότητα πήρε την συνειδητή απόφαση για την πραγματοποίηση κάποιων αλλαγών στην ευρύτερη περιοχή. Δύο μόλις ημέρες μετά το λιντσάρισμα, κάπου οκτακόσια μέλη της μαύρης κοινότητας συναντήθηκαν για να συζητήσουν το λιντσάρισμα και τα μέτρα που έπρεπε να πάρουν. Κάποιοι ζήτησαν εκδίκηση, ενώ οι ψυχραιμότεροι τους αποθάρρυναν, αλλά προσπάθησαν να οργανώσουν τη μαύρη κοινότητα σε μια επίδειξη δύναμης, αλλά μετά τις επαναστατικές δηλώσεις, σταδιακά η ειρήνη επέστρεψε στην περιοχή. Παρά το γεγονός ότι κανένα μέλος του λευκού όχλου που συμμετείχε στο λιντσάρισμα δεν αντιμετώπισε ποτέ νομικές συνέπειες για τις ενέργειές του, η απάντηση της μαύρης κοινότητας έστειλε ένα σαφές μήνυμα προς την κυβέρνηση ότι το λιντσάρισμα απειλούσε τη σταθερότητα ολόκληρης της κοινότητας, μαύρης και άσπρης. 

Οι κρατικοί υπάλληλοι προφανώς υιοθέτησαν το μήνυμα και στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1912, η ??υπόθεση των λιντσαρισμάτων κινητοποίησε τους αρμόδιους. Στο Princeton, περίπου πέντε μίλια βόρεια από το Bluefield, η πολιτοφυλακή κατάφερε και διατήρησε την τάξη όταν οι αρχές συνέλαβαν έναν ύποπτο μαύρο και του χρέωσαν την απόπειρα βιασμού ενός λευκού κοριτσιού. Δυστυχώς για τον νεαρό μαύρο ύποπτο, Robert Johnson, η πολιτοφυλακή έφθασε πολύ αργά. Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1912, ένας μανιασμένος όχλος τον κρέμασε από το λαιμό σε μια κολόνα. Το λιντσάρισμα του Robert Johnson είναι ίσως η πιο τραγική ιστορία φυλετικής βίας στην Πολιτεία. Ο νεαρός που κατηγορήθηκε για απόπειρα βιασμού, δήλωσε την αθωότητά του και έδωσε ακλόνητο άλλοθι και μάλιστα απέδειξε κάθε δήλωση που έκανε. Όταν ο όχλος εισήλθε στην φυλακή, ανακάλυψαν ότι τον είχαν πάρει και τον οδηγούσαν προς τους Σιδηροδρόμους της Βιρτζίνιας. Ο οργισμένος όχλος τελικά προχώρησε για να εξουδετερώσει τους φρουρούς και να συλλάβει τον Johnson. Η τελική κατάληξη ήταν ο όχλος, με επικεφαλής τον πατέρα του κοριτσιού, να απαγχονίσουν τον Johnson και να γεμίσουν το σώμα του με σφαίρες. Γύρω στο 1912, η ??NAACP έλαβε γνώση των γεγονότων στη Δυτική Βιρτζίνια, όταν κάποιος ανταποκριτής από το Bluefield ειδοποίησε τα γραφεία της. Η πίεση που ασκήθηκε προς τον Κυβερνήτη Glasscock τόσο από το NAACP, όσο και από τη μαύρη κοινότητα του Bluefield, έκανε τον κυβερνήτη να δηλώσει ότι είναι αντίθετος σε κάθε λιντσάρισμα, και μάλιστα στη θητεία του εμπόδισε αρκετές φορές κάτι τέτοιο. Ένα γράμμα από τα γραφεία του NAACP στους γονείς του Robert Johnson συνόψισε τη μαύρη αλήθεια της υπόθεσης: ‘Το πρόβλημα σε μια κοινότητα όπως το Bluefield, είναι απλώς ότι δεν μπορείς να καταδικάσεις λευκούς ανθρώπους για εγκλήματα αυτού του είδους, ακόμη και όταν οι έγχρωμοι άνθρωποι, όπως ήταν η περίπτωση με το γιο σας, είναι αθώοι, αφού οι ένορκοι δεν θα επιτρέψουν ποτέ κάτι τέτοιο σε λευκό άνδρα’! Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του NAACP, κανένας από εκείνους που έλαβαν μέρος στο λιντσάρισμα του Robert Johnson, δεν αντιμετώπισε ποτέ ποινή φυλάκισης ή συμβολικής έστω τιμωρίας. 

Παρά τη δυσμενή έκβαση της υπόθεσης του Robert Johnson, η μαύρη κοινότητα της νοτιοδυτικής Βιρτζίνιας συνέχισε τον αγώνα για τον τερματισμό του λιντσαρίσματος και ζήτησε το 1912 από την Πολιτεία να θεσπίσει σχετικό νόμο. Η πλειοψηφία όμως των νομοθετών δεν βρήκε ούτε ένοιωσε καμία ανάγκη για ένα τέτοιο νόμο, διότι πίστευαν ότι τα λιντσαρίσματα ήταν σχετικά σπάνια φαινόμενα στη Δυτική Βιρτζίνια. Κατά ειρωνικό τρόπο, όμως, με την κατάθεση του νομοσχεδίου, συνέβησαν τρεις περιπτώσεις λιντσαρίσματος. Οι περιπτώσεις αυτές ενίσχυσαν την υποστήριξη ψήφισης νόμου εναντίον του λιντσαρίσματος, με δεδομένο το γεγονός ότι ένα από τα θύματα ήταν λευκός. Τελικώς στις 20 Απριλίου του 1921, ψηφίστηκε σχετικό νομοσχέδιο με την υπογραφή του κυβερνήτη Ephraim F. Morgan. Ο νόμος αυτός έφερε μεγάλες ελπίδες στη μαύρη κοινότητα, αφού υποσχόταν να θέσει τέρμα στην επιδημία λιντσαρίσματος στη Δυτική Βιρτζίνια και μέχρι τα τέλος της δεκαετίας πράγματι δεν υπήρξε κάποιο κρούσμα. Η σχετική ηρεμία και γαλήνη αυτών των εννέα χρόνων έδωσε την ψευδαίσθηση ότι σε μεγάλο βαθμό οι φυλετικές σχέσεις βελτιώθηκαν. Εντούτοις, η ειρήνη και η ηρεμία έληξε το 1931, οπότε ο νόμος ξαναδοκιμάστηκε με το λιντσάρισμα και το κρέμασμα δύο ανδρών. Ο γραμματέας του NAACP, Walter White, διαβάζοντας τα νέα στις εφημερίδες της Νέας Υόρκης, κάλεσε αμέσως τον κυβερνήτη της Δυτικής Βιρτζίνιας, ζητώντας να αναλάβει ταχεία και αποφασιστική δράση για τη σύλληψη και την τιμωρία των υπευθύνων. Τα προφητικά λόγια του ανταποκριτή του NAACP πριν από δέκα χρόνια, ξαναήρθαν στην επιφάνεια άλλη μια φορά στη μαύρη κοινότητα της νοτιοδυτικής Βιρτζίνιας, ‘απλώς δεν μπορούσαν να καταδικάσουν λευκούς ανθρώπους για εγκλήματα αυτού του είδους’! Παρά τα συντριπτικά στοιχεία για την υπόθεση, οι ένορκοι αρνήθηκαν να εκτελέσουν το καθήκον τους. Αλλά το NAACP και η μαύρη κοινότητα, αρνήθηκαν να δεχθούν ήρεμα την απόφαση και προετοιμάστηκαν για παρατεταμένη πάλη. Τον Φεβρουάριο του 1933, σχεδόν δύο χρόνια μετά τα λιντσαρίσματα στην Greenbrier, ο δικαστής επιδίκασε κάποιο ποσό στους δικαιούχους των θυμάτων, απόφαση που σηματοδότησε και το τέλος του λιντσαρίσματος στη Δυτική Βιρτζίνια. 

Οι μαύροι του Νότου επιδίωξαν την αύξηση των ευκαιριών για τον εαυτό τους και τα παιδιά τους, όταν έφυγαν από το Νότο στη Μεγάλη Μετανάστευση. Η Δυτική Βιρτζίνια όλα εκείνα τα χρόνια τους έδωσε σίγουρα περισσότερες οικονομικές ευκαιρίες, πρόσβαση στην ψηφοφορία και καλύτερη εκπαίδευση, αλλά απέτυχε όμως να τους παράσχει ένα σπίτι χωρίς την απειλή του λιντσαρίσματος και τον εκφοβισμό από τους λευκούς. Παρά το γεγονός ότι πολλοί μαύροι του Νότου βίωσαν την αρχική απογοήτευση κατά την άφιξή τους, όλοι αναγνώρισαν ότι, σε σύγκριση με τις άλλες Πολιτείες, η Δυτική Βιρτζίνια τους πρόσφερε την καλύτερη ευκαιρία για την πολυπόθητη ισότητα, με αποτέλεσμα την δημιουργία των δικών τους κοινοτήτων. Η άρνησή τους να υποκύψουν στην απειλή του λιντσαρίσματος οδήγησε τελικά στον πέρασμα νομοθεσίας που ποινικοποιούσε το λιντσάρισμα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: