Πανηγύρια…
Άγιοι γεροδεμένοι
κάτω απ΄ το βάρος
του μικρού Χριστού,
χρώματα ζωηρά
πράσινο του περουζέ
και κιννάβαρι
και
κορίτσια υδρίες
όλο χαμόγελα
απ΄ την Αργολίδα
ως την αγκαλιά του Ορφέα
παραδομένα σ΄ έρωτες
και καλοκαίρια
[Του Άη Γιωργιού - Τα θαυμάσια, ελληνικά πανηγύρια]
Ο Δημήτρης Κεχαΐδης στο θρυλικό και ελληνικότατο πια “Πανηγύρι” του καταθέτει μια διαχρονική εικονογραφία της επαρχιακής Ελλάδας. Η ψυχολογική αποτύπωση της νεοελληνικής κοινωνίας, αυθεντική και αναλλοίωτη παραμένει ως τις μέρες μας μια γνήσια και ρεαλιστική καταγραφή του νεοελληνικού ιδεώδους, όπως συμπυκνώνεται στη μετεμφυλιακή, ελληνική πραγματικότητα. Η επιλογή του τίτλου από τον αλησμόνητο συγγραφέα του έργου “Το τάβλι” και άλλων θεατρικών, ορόσημων στη σύγχρονη, εντόπια δραματουργία μόνο τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί. Και αν ακόμη ο όρος “πανηγύρι” συνοψίζει τις μεταπολιτευτικές, κοινωνικές πρακτικές που επιζούν ακμαιότατες ως τις μέρες μας, εντούτοις η αναφορά μας στο ψυχογραφικό “Πανηγύρι” του Δημήτρη Κεχαΐδη έρχεται να προλογίσει την ατμόσφαιρα μιας γνήσιας και μεταφυσικής, ελληνικής επαρχίας, όταν παραδίδεται στις λατρείες των αγίων και τις έξαλλες, κοινωνικές συνευρέσεις πάνω στο σώμα εκείνου του μικρού και αμετάφραστου αλωνιού που χρίστηκε για τον καθένα μας πατρίδα και μνήμη. Ο θάνατος, ο έρωτας, η ορθοδοξία, η έννοια του ανταμώματος που ανανεώνει και ισχυροποιεί τους δεσμούς μας με τη συλλογικότητα της παράδοσης. Όλα συνυπάρχουν στα πανηγύρια της εξωτικής, ελληνικής ενδοχώρας όταν μεσούντος του κορυφαίου θερινού μήνα Αυγούστου όλοι ανεξαιρέτως οι άγιοι εξέρχονται των ναών τους, ολάνθιστοι, μες στο οικουμενικό περιβόλι μιας Ελλάδας που εξακολουθεί να σημαίνει πολλά περισσότερα από έναν χαρτογραφικό, συνοριακό προσδιορισμό. Η μεταφυσική Ελλάς των μύριων καταστροφών και των παλιγγενεσιών επαναλαμβάνει τη μοιραία της πορεία σε μια άνευ προηγουμένου ενότητα τέχνης, φύσης και ανθρώπου. Σύμβολα και παραδόσεις αιώνων ανασύρονται μέσα απ΄ τον μνημειώδη, ελληνικό, λαογραφικό πλούτο, αναμορφώνοντας τη σχέση της επικαιρότητας με την αξεπέραστη προφορικότητα μιας άσβηστης παράδοσης. Η τραχύτητα της ανατολικής ορθοδοξίας παραχωρεί τη θέση της στην ένταση των τοπίων και των χρωμάτων. Έτσι που να συναντιέται ο Άη Δημήτρης με την πορεία των παθών ενός παλιού Ορέστη ή να σμίγει σε μια πρωτόγνωρη και αδιαμφισβήτητη ενότητα η αγιοσύνη της θρησκείας μας με έναν φυσικό ερωτισμό. Πρόκειται για τις μεγάλες γιορτές της ελληνικής μυθολογίας κεντρωμένες την ίδια στιγμή με όρους χριστιανικούς. Μόνον έτσι μπορεί να ερμηνευθεί, ως συνύπαρξη δηλαδή και αποτέλεσμα των ζυμώσεων της λαϊκής ιστορίας αυτού του τόπου η συνύπαρξη της πομπής του Φοίβου με την περιφορά των ιερών και των οσίων στους δρόμους μιας επαρχιακής πολίχνης που ξαναζεί ολόκληρη την ελληνική παράδοση μες στα πενθήμερα, πανηγυριώτικα έθιμά της. Σαν να ξυπνούν λέει όσα αναγεννούν τις τέχνες και όσα σήμερα μας καθορίζουν. Ν΄ ανοίγουν όλοι οι τόποι σαν τα κυκλαδίτικα βιβλία της γλύπτριας Χρύσας. Σαν να μεταλαμπαδεύουν στους καιρούς μας όλη εκείνη τη σιωπηλή μυσταγωγία. Μια πράξη εξωστρέφειας αλλά και μια χειρονομία, την ίδια ώρα που τείνει προς τα μέσα, ταράζοντας τον πυρήνα της ύπαρξής μας με τις σημασίες και τα σύμβολά της.
Φέρνω στο νου μου τη φωτογραφία απ΄ το λεύκωμα του Γιαννιώτη δημιουργού Κωστή Μπαλάφα. Η λεζάντα παραχωρεί μερικές, επεξηγηματικές πληροφορίας. Την Δευτέρα του Πάσχα οι κάτοικοι του χωριού μαζεύονται στο νεκροταφείο και με τους οργανοπαίκτες τραγουδούν πάνω από κάθε τάφο ή και χορεύουν το αγαπημένο τραγούδι του νεκρού. Ακριβώς αυτή η παράδοση που αναβιώνει στο Γυρομέρι Φιλιατών Ηπείρου υπομνηματίζει με τον πιο εύγλωττο τρόπο τη σχέση του ελληνικού πανηγυριού με όλα τα μυστήρια της ανθρώπινης ζωής. Παρηγοριά στη λησμονιά και το θάνατο, περιφορά εντός μας μιας φύσης πανούργας και επιβλητικής, αφορμής για όλους αυτούς τους ναούς των χρωμάτων που οι ελληνικές, πλαστικές τέχνες παραχώρησαν ως υψηλά δείγμα της τοπιογραφίας. Η σύνοψη του δραματικού χρόνου που ανελέητα εκτυλίσσεται και ξοδεύεται εντός μας, η ηδονική διάλεκτος του πόνου και της πτώσης αναδύονται σαν αρώματα σ΄ αυτές τις τοπικές φιέστες. Οι θεράποντες της νύχτας, οι μάγοι, οι βάκχοι, οι μαινάδες, οι μύστες του ποιητή Γιώργου Σεφέρη αναβιώνουν τις καλοκαιρινές νύχτες. Απ΄ την Θράκη του Ορφέα ως την Κρήτη των κρίνων και της Αριάδνης, απ΄ το Ιόνιο ως τη γη της αξιαγάπητης Ατθίδας ανοίγονται δρόμοι ελληνικοί, απροσμέτρητου κάλλους και δυναμικής. Ένα δίκτυο ιστορίας που μετατρέπει την ρηχή πεζολογία της εποχής μας σε ποίηση ατόφια, σε ρυθμό και μέγεθος εσωτερικό. Ανάμεσα σ΄ ερείπια ναών ιωνικών, σ΄ επίκρανα και μια ιδέα απ΄ το πρόσωπο μιας κόρης που έπεσε θύμα των άδοξων επιχωματώσεων, οι πιστοί ακολουθούν τις πομπές των εικονισμάτων μ΄ άνθη στα χέρια, επισκέπτες ενός απροσμέτρητου, ελληνικού ναού που μπορεί και μεταφράζει σε μια πρωτότυπη συνύπαρξη θεούς και ανθρώπους. Ενός ίσκιου όνειρο ο άνθρωπος τραγουδά ο Πίνδαρος και με αυτήν την προτροπή ένας μέγας και αδιαίρετος, ελληνικός κόσμος επιδίδεται στη λατρεία των όρων της ζωής. Υδρίες και αυλητρίδες μιας ανείπωτης καλλονής κουβαλούν στους ώμους τους σήμερα, όπως και τότε το φορτίου ενός μαγικού και θαυμαστού κόσμου. Ενότητα και περιεχόμενο, ακριβώς όπως μας επισημάνθηκε διά στόματος Βασίλη Ραφαηλίδη συνυπάρχουν διασώζοντας την ιδέα του ελληνικού απ΄ το βέβαιο θάνατο που καραδοκεί. Όνειρο και πραγματικότητα, πάθος και ιδέα μ΄ αφετηρία τους τα μεγέθη ενός κόσμου θαυμάσιου και ανερμήνευτου ξυπνούν τους πεθαμένους κεραυνούς. Ταράζουν τους πιο ενδόμυχους νευρώνες μας και εξυψώνουν το ένστικτό, σαν ερμηνεία του κόσμου και των σημαινόντων του. Η παράδοσή μας ζωντανή όσο ποτέ δεν μπορεί να λησμονηθεί. Ζει εντός του μικρού μας σύμπαντος, ξυπνά και υψώνεται μέσα μας, κυοφορείται και μας καθορίζει. Η τέχνη της δεν γεννιέται μα καθορίζεται. Φθάνει ξανά η Περσεφόνη μέσα απ΄ τους αγρούς, όπως την οραματίστηκε ο ποιητής Γιώργος Χρονάς, με ξέπλεκα μαλλιά καίγοντας την καρδιά της από έρωτα. Και ο Κωνσταντής και ο Διγενής και η κυρά με το Περιστέρι προβάλλουν στις πλατείες και τα ιερά, μορφές στολισμένες μ΄ όλα τα τιμαλφή της μνήμης μας. Και οι πιλότοι των Κυκλάδων, και εκείνοι σαν άλλοι Πελασγοί βγαίνουν απ΄ τις σπηλιές, παραδίδονται στις γητειές της Κίρκης, ξεχνούν τις πίκρες τους και γυρεύουν την παρηγοριά. Μια γιορτή για την Παναγιά μας μα και τους Ελπήνωρες. Γλώσσα, αίσθημα και πράξη, συνισταμένες ενός ολόκληρου πολιτισμού ασπαίρουν και φέγγουν και τρεμίζουν και μιλούν και συμπλέκονται σε χορευτικές φράσεις και αινίγματα που μας δίνουν την ωραία αίσθηση πως υπάρχουν ξανά στα ομηρικά νησιά και τα ιωνικά ακρογιάλια ή πάλι τις βλαστημένες πλαγιές της ονειρικής Αρκαδίας. Η ελληνική γη, αντάμα με τον άνθρωπο που την κληροδοτεί και τη μεταγγίζει διακρίνονται ανάμεσα σε κάθε λογής “καθαρότητες”. Η αγία, ελληνική επαρχία ολοκληρώνεται σαν πεταλούδα, κληρονομεί τις ομορφιές της και πορεύεται ως την πτώση και το θάνατο, δίχως τίποτε τούτη την ώρα να λογαριάζει απ΄ το θάνατο. Όλα φαντάζουν έρωτες και έτσι αντέχουν. Ο τόπος αγαπιέται σαν Παναγιά. Υποκύπτει αλόγιστα, σπαταλώντας ουρανό και γη σε μια άλλη μοίρα, αντίθετη στον δυτικότροπο, εν εξελίξει σωφρονισμό της. Η Ελλάς των εορτών και των αγίων παραμένει η πιο απλησίαστη παρθένα, ορόσημο και διάσταση τρίτη που επιβάλλει ν΄ αγνοηθεί το ορατό προς όφελος της κίνησης, της γραμμής και του συνδυασμού φωτός και χρώματος.
Ο Πολ Φορ στο εξαίσιο εγχειρίδιό του για τις ελληνικές αποικίες του 6ου αιώνα π.Χ. γράφει. Θεωρούν συχνά τη γιορτή, την “πανήγυρη” κοντολογίς τη συγκέντρωση του χαρούμενου λαού ης πόλης, σαν την τέταρτη μεγάλη συνισταμένη της ελληνικής θρησκείας. [Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν οι ιόντες, οι παριόντες, οι πορευόμενοι. Εννοούσαν μια μετακίνηση μέσα στο χώρο, έξω από τις πόλεις, ως μερικούς τόπους ιδιαίτερα ιερούς χωρίς να λογαριάζουν τις αποστάσεις, αλλά ταυτόχρονα και μια μετακίνηση μέσα απ΄ τον ίδιο τους τον εαυτό, μια επιθυμία να γίνονται και οι ίδιο ξένοι, που τη συνόδευε μια ικεσία.]
Σ ΄αυτήν την Ευρώπη που παραμένει ακαθόριστη γεωγραφικά, που συνυπάρχει ο Αριστοτέλης, μαζί με τον Πλάτωνα, ο Κικέρων και ο Οράτιος, η διάσπαρτη και απέθαντη, αιγιακή πολιτεία με τα σπουδαία, εμπορικά κέντρα, η ελληνική παράδοση δροσίζει και ανακουφίζει το μεγαλείο της λαϊκής ιστορίας. Αυτής που γράφεται μέσα απ΄ την δημώδη, προφορική παράδοση, συγκρατώντας ως τις μέρες μας ένα είδος ιερής σημασίας που δεν ερμηνεύεται παρά βιώνεται, έτσι ακριβώς όπως τη συνέλαβε ο Οδυσσέας Ελύτης με την Ανοιχτή καρδιά του. Προτού σβήσει το θάμπος ενός ακόμη καλοκαιριού, η ελληνική επαρχία, γιορτινή, στην δεύτερη και ύψιστή της άνοιξη αναδεικνύει τη σημασία του νοητού περισσότερο από το πραγματικό και λάμπει μ΄ όλα της τα ονόματα. Ήρα, Παναγιά, Άρτεμης. Κάτω απ΄ το θρόισμα της ελιάς, μες στην κατανυκτική λειτουργία των χρωμάτων ετούτος ο τόπος ξαναβρίσκει τον εσωτερικό του ρυθμό γιορτάζει.
Τούτο το κείμενο δεν βρίσκει άλλον τρόπο να κλείσει παρά τ΄ απόσπασμα των μεταφυσικών “Τρίστιχων για τον ωραίο Μυστρά” του Νίκου Καρούζου.
Τους καπνούς εισπνέω της δάφνης που καίγεται
ψηλά στον κατοικίδιο ουρανό μονάχος
τη θεϊκή γνωρίζοντας χαρά των στοιχείων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου