Αφιερωμένο στην ορχήστρα
του Μανώλη Καρτσάκη
που ζωντανεύει
το χαμένο μας νεύρο
Σηκώθηκε δυο φορές και χόρεψε. Κάτω χειροκροτούσαν γονατισμένοι οι μύστες. Η ορχήστρα συνέχισε να παίζει με τη διαίσθησή της οξυμένη, έχοντας νιώσει εκείνη την ανάγκη που παραχωρεί φτερά στην επιθυμία. Σπάνε καρδιές, λυγίζουν σώματα στης μουσικής την πίκρα απόψε. Το κορίτσι σηκώνεται, ντυμένη με τα πιο τρυφερά της στρας, κλείνει τα μάτια και τραγουδά. Άλλοτε αποκαλύπτει ολόκληρο το νεύρο του κόσμου και πάλι όλα ανθίζουν ακέραια σαν θαύματα. Στις κορυφές της μελωδίας γίνεται η φωνή της ηλεκτρική, ξυπνούν κάτι χάλκινα εντός της. Στ΄ απέναντι τοίχο το φθινόπωρο τελειώνει σε μια παλλαϊκή φωτογραφία του λιμανιού. Όλα βαμμένα στο χρώμα του ήλιου, μικρές, τζαζ ακτίνες κόβουν το πάτωμα αν θέλεις. Τα παιδιά από μια άκρη εκείνου του κόσμου κερνούν την ορχήστρα, αν θέλεις. Δεν υπάρχει τίποτε, τίποτε ανάμεσα στα τραγούδια και εκείνο το πλήθος που χορεύει δίχως μάσκα στις πίστες του Σαββάτου. Ανέκφραστοι οι χορευτές, κοιτάζονται μ΄ ένταση, τινάζουν τους λαιμούς τους, στη διαπασών οι καρδιές τους, να ικετεύουν για λίγη παρηγοριά, για περισσότερο σώμα. Εκεί εμπρός στα πόδια των μουσουργών, κάτω από τα τρυφερά της στρας, μια λαϊκή ιστορία με στιλπνότατα άκρα. Αγάπες μεθυσμένες πάνω στις ψάθες, εσύ και εγώ, όσο ποτέ στην κόψη του ρεφραίν, επάνω σε κλίμακες να πεθαίνουμε μες στα φώτα και τον θόρυβο.
Τ΄ όνομα του κοριτσιού ήταν αυθεντικό. Κάτι όπως Μαρία του Χιονιού και της πικρής αγάπης μια ζωγραφιά. Οι μικρές θεές ζουν ανάμεσά μας και τραγουδούν. Στην φωτισμένη σάλα χορεύουν τα παιδιά. Κοίτα πώς προσπαθεί, δίχως τα πέπλα της η ψυχή. Η ορχήστρα παίζει δίχως όριο, αλλάζει ρυθμούς και αισθήματα για μένα. Η γειτονιά σκοτεινιάζει και η ορχήστρα παίζει μαγικά λαϊκά μες στο θάμπος. Για μένα.
Μια ιστορία αφιερωμένη στα λαϊκά σχήματα που στελεχώνουν τα μαγαζιά αυτής της πόλης. Λίγες σκέψεις, όσες αρμόζουν σε αυτούς τους συνεχιστές μιας παράδοσης που θέλει τη μουσική άρρηκτα δεμένη με την ιστορία αυτού του τόπου. Αίθουσες φωτισμένες, σάλες γεμάτες από το πλήθος που αθροίζεται κάτω από την ίδια απαρηγόρητη ανάγκη, απ΄ τις χιλιάδες συγκλονιστικές ιστορίες ζωής. Μια ιστορία, σύντομη και παράξενη, όπως οι μορφές των μουσικών όταν σοβαροί και ακατόρθωτοι περιδιαβαίνουν την ιστορία της τέχνης τους, ξυπνώντας τις πλατείες απ΄ τ΄ ατέλειωτα μίλια της καθημερινότητας.
Τους σκέφτομαι καθώς ταξιδεύουν περιπλανώμενοι στα μαγαζιά της επαρχίας, τους τιμώ γιατί αλλάζουν τον ρου των καλοκαιριών όταν τις φέρνουν οι άνεμοι για να οδηγήσουν τις καρδιές μας. Τους παρατηρώ καθώς ευλαβικά επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά τα τραγούδια της ζωής μας, απαγγέλοντας τα πιο ευτυχισμένα απ΄ τα ποιήματα της μνήμης. Όσα είχαν την τύχη να γίνουν κάποτε τραγούδια και τώρα σημαδεύουν τις προσωπικές μας ιστορίες, ιστορώντας ένα είδος συλλογικού φορτίου.
Η προσφορά τους για τις ρημαγμένες μας ζωές που αναζητούν κάθε Σάββατο τον χαμένο κεραυνό τους θεωρείται ανεκτίμητη. Αυτές οι ορχήστρες μας καθιστούν χορευτές του αμετάφραστου, μύστες του απερίγραπτου, θυσιάζουν κάθε νύχτα όλες τους τις σημασίες στα φώτα. Σχήματα που μιλούν αλλιώτικες γλώσσες, που υπηρετούν άλλες μουσικές. Και όμως ανήκουν όλα σε μια ιδιότυπη, λαϊκή περιουσία, φωνές παντάνασσες που τραγουδούν τους καημούς μας.
Μια βόλτα απ΄ τις γειτονιές της Αθήνας, της Κορίνθου, της Θεσσαλονίκης, ένα και μόνο βράδυ στην παλιά Ερμούπολη, στα ημιυπόγεια στούντιο της πλατείας Αμερικής, θα σας πείσει πως αυτές οι απαράμιλλες ορχήστρες μπορούν αναπλάσουν τις μνήμες μας, κερνώντας μας αθανασία κάθε Σαββατόβραδο. Είναι ριψοκίνδυνο πράγμα τα όνειρα και η νύχτα που μεταμορφώνεται στην ύστατη ώρα της φαντασίας. Αυτή η ορχήστρα που παίζει ένα αγαπημένο τραγούδι ανοίγει μια ρωγμή εντός μας και μας χαρίζει απλόχερα μια δεύτερη φανταστική καρδιά.
Οι ροκ μπαλάντες στ΄ απόγειο της δόξας μιας νύχτας, τα παιδιά με τα ηλεκτρόφωνα στα μαγαζιά που δεν διαπερνά κανένας καιρός θα γεμίσουν κλίμακες την πόλη. Και κάθε μια θα βγάζει στ΄ όνειρο.
Ας παίζουν οι ορχήστρες, ας παίζουν, λοιπόν για πάντα.
Αναδημοσίευση από 24grammata.com.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου