Ενύπνιον.
"....Σε κάθε περίπτωση τα λόγια απόμειναν στο χαρτί και τα έργα...
Τα έργα έγιναν σκόνη στα σανδάλια του χρόνου."
Τέτοιες σκέψεις τριγύριζαν στο κεφάλι του όπως ξαπλώθηκε μες στα χορτάρια, ξέπνοος απ' την φροντίδα και τις έγνοιες του χωραφιού του.
Ο ύπνος έπεσε σιωπηλός στα μάτια του και τον πήρε βαθιά, στα πρώτα χρόνια της νιότης, τότες που τα όνειρα τα 'βαζε μπροστά στο κυνήγι.
Σκιάχτηκε σαν είδε τον ίσκιο του πατέρα του να προβάλει μέσα από τ' αμπέλια, χαμογελώντας με τα καμώματα του γιου του.
Ένιωσε πάλι να τον κρατά σφιχτά μέσα στο σκληρό του χέρι, αναστέναξε και γιόμισαν τα στήθια του ρωγμές.
Σαν την ξερή γη, π' ανοίγει στις πρώτες σταγόνες να καλοδεχτεί την ζωή, έτσι κι η φωνή του πατέρα έσκισε τον ύπνο του.
" Έλα γιε μου να τρέξουμε στ' αμπέλια
να πατήσουμε τους καρπούς
τους κόκκινους, τους γαλάζιους, τους γελαστούς
κι ύστερα να κάτσουμε στο χώμα
να κλάψουμε, να κλάψουμε πολύ
έτσι η χαρά γιε μου, έτσι η λύπη, έτσι κι εμείς."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου