ΕΝ ΓΝΩΣΕΙ
Πόση ερημιά μπορούσε ακόμα να χωρέσει.
Η καρδιά του ήταν σαν σφουγγάρι, που 'χε βουτήξει μέσα της.
Κι η θάλασσα να την κατάπινε δε μπορούσε να πάρει ούτε σταγόνα παραπάνω.
Γύρισε φουσκωμένος στο χωριό, να πάρει μιαν ανάσα, να ιδεί τους γονιούς και τ' αδέρφια του.
Η πόλη του 'χε τυλίξει την καρδιά με τα ξέφτια της και τα φτερά της και την έσφιγγε να την σκάσει.
Γύρευε μια γωνιά που τον νοιάζονταν να γείρει το κεφάλι του να ξαποστάσει.
Τα καλωσορίσματα δεν άργησαν να σημάνουν, ξεσηκώνοντας όλο το χωριό.
Άλλωστε το άξιζε, δεν ήταν λίγο, το πρώτο πτυχίο νομικής στον τόπο, τότες
που οι καλλίτεροι - αν τους άφηνε η βιοπάλη - με το ζόρι τελείωναν το δημοτικό.
Τα μπράβο Παυλή μου και τα μπράβο Παυλέλη πάγαιναν κι έρχονταν μέσα στην αυλή κι έκαναν τη μάνα του να μην προφταίνει να κερνάει τον κόσμο και να σκουπίζει τα μάτια της.
Ο πατέρας του, λιγόλογος και μετρημένος τον έσφιξε στην αγκαλιά του και τον φίλησε με περηφάνια.
Οι μέρες κυλούσαν αργά και ξανάβρισκε σιγά σιγά τον εαυτό του μέσα στον κόρφο της μάνας του και στην ζεστασιά του σπιτιού του.
Ένα πρωινό, σηκώθηκε ευδιάθετος κι είπε να κατεβεί στον κάμπο, να ιδεί τον πατέρα του που φρόντιζε το βιός τους.
Ο ένας λόγος έφερε τον άλλο κι έτσι αψύς που 'χε απογίνει στην πόλη σήκωσε - πρώτη φορά - στον πατέρα τη φωνή του.
Ξέρω εγώ τι θα κάνω, δεν έφαγα τόσα χρόνια στο πανεπιστήμιο για να ρωτώ...!
Ο πατέρας σήκωσε τα μάτια του ψηλά κι αποκρίθηκε αργά και σταθερά.
Άκουσε γιέ μου, σίγουρα ξέρεις, μα κάτεχε πως αν δεν ακούσεις τον ήχο π' αφήνει ο άνθος της ροδακινιάς σαν ανοίγει, αν δε γευτείς την ανάσα του λεμονανθού, δε νογιέσαι για άνθρωπος.
Πηγή: drasivrilissia.gr.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου