ΑΠΤΑΛΙΚΟΣ
Όχι να το παινευτώ, αλλά με την Κική τα 'χαμε κάνει μαντάρα σε λιγότερο από έξι μήνες έγγαμου βίου. Θες λίγο οι αναποδιές στη δουλειά μου, θες λίγο η μάνα της, πολύ θέλει; Γίναμε μαλλιά κουβάρια.
Έτσι, όταν συνάντησα τον παππού μου στον καφενέ, - ο μόνος που μπορούσα να πω τον πόνο μου, χωρίς επικρίσεις και σοφοσυμβουλές - ήμουνα σα τσαλαπατημένος κατιφές.
"Τι έγινε ρε; " μου πέταξε κεφάτα. "Έπεσαν τα καράβια σου όξω, για χάθηκαν τα πέλαγα...;"
"Άσε με ρε παππού..."
"Εγώ σ' αφήνω, άλλοι σε βαστούνε... Λέγε, "μού σφύριξε ρουφώντας αργά τον καφέ του.
Και μια και δυο του τ' αμόλησα μέσες άκρες χωρίς να ξεχάσω για το τέλος το κερασάκι...
"...και δε φτάνουν όλα αυτά, είναι λέει και έγκυος ρε παππού..."
Είχε τελειώσει τον καφέ του κι είχε περάσει στο τσιπουράκι, όταν με κοίταξε στοχαστικά με τα μεγάλα κατάμαυρα μάτια του, ανάβοντας τσιγάρο.
"Όταν είσαι μέχρι το λαιμό μέσα στα σκατά, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να τραγουδάς..." μουρμούρισε, ξαναθυμίζοντάς μου τον αγαπημένο του συγγραφέα. "Πάρτην το βράδυ μαζί σου κι ελάτε εδώ, ειδάλλως έλα μόνος σου. Θα μαζευτούμε δυο τρεις φίλοι με τα όργανα να πιάσουμε κάνα τραγουδάκι."
"Τι τραγουδάκι ρε παππού, εδώ σου λέω..."
"Αυτό που σου 'πα ρε," με διέκοψε χαμογελώντας, "άιντε, σήκω τώρα να πάμε για φαγητό και θα γκρινιάζει η γιαγιά σου."
Σηκώθηκα με βαριά καρδιά, μια που το 'ξερα πως δεν έπαιρνε από λόγια.
Το βράδυ με ξάφνιασε η Κική, που δέχτηκε την πρόσκληση του παππού σχεδόν με χαρά, και όταν μπήκαμε στο καφενείο τα όργανα σπιθοβολούσαν.
Χαιρετήσαμε από μακριά κι ο παππούς μάς έκανε νόημα να κάτσουμε στο τραπέζι τους.
Τα τραγούδια ερωτοτροπούσαν με το κρασί ερεθίζοντας την ατμόσφαιρα, μέχρι που σ' ένα απτάλικο, ο παππούς τράβηξε την Κική από το χέρι και την έσυρε για χορό.
Χρόνια αργότερα, σε μια εξομολόγησή της, μου είπε πως τότε επάνω στο χορό, ο παππούς τής ψιθύρισε:
"Το νερό να τρέχει θα κοιτάς βλαστάρι μου, το νερό θα κοιτάς κι όχι το χαντάκι. Κι ας τις πέτρες του να κυλούνε..."
Πηγή: drasivrilissia.gr.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου