14 Μαΐου 2020

Σκόνη [Κική Δημουλά]


ΣΚΟΝΗ

Λυπᾶμαι τίς νοικοκυρές
ἔτσι πού ἀγωνίζονται
κάθε πρωί νά διώχνουν ἀπ' τό σπίτι τους τή σκόνη,
σκόνη, ὕστατη σάρκα τοῦ ἄσαρκου.
Σκοῦπες σκουπάκια
ρουφηχτήρια φτερά τιναχτήρια
ξεσκονόπανα κουρελόπανα κλόουν
θόρυβοι καί τρόποι ἀκροβάτες, (1) 
μαστίγιο πέφτουν οἱ κινήσεις
πάνω στήν κατοικίδια σκόνη.
Κάθε πρωί μπαλκόνια καί παράθυρα
ἀκρωτηριάζουνε μιά δράση καί μιάν ἔξαψη:
ἀσώματα κεφάλια χοροπηδᾶνε σάν γιογιό,
χέρια ἐξέχουν καί σφαδάζουν
σάν κάτι νά τά σφάζει ἀπό μέσα,
σπασμένα σώματα μισά
πού τά πριόνισε τό σκύψιμο.
Ἄλλο ἕνα σπάσιμο τοῦ Ὁλόκληρου. (2)
Ὅλο σπάζει αὐτό,
πρίν κάν ὑπάρξει σπάζει
καί σάν νά εἶναι γι' αὐτόν ἀκριβῶς τό σκοπό,
γιά νά μήν εἶναι.
Ὁλόκληρη ζωή σοῦ λέει ὁ ἄλλος.

Ἀπό ποῦ ὥς ποῦ ὁλόκληρη
μ' ἕνα σπασμένο πάντα μέτρο πού κρατᾶτε
καί μετρᾶμε;
Ἀξιολύπητη λέξη τό Ὁλόκληρο.
Σωματώδης ἀλλοπαρμένη περιφέρεται.
Γι' αὐτό τή φωνάζουν τρελή τά μπατίρια μεγέθη.

Τινάγματα τινάγματα
νά φύγει ἡ σκόνη ἀπ' τίς ρηχές
νά φύγει κι ἀπό τίς βαθιές φωλιές τοῦ ὕπνου,
σεντόνια καί σκεπάσματα.
Κι ἐκεῖνες οἱ φορές
ὅπου πετάγεται τό σῶμα τρομαγμένο
νύχτα κι οὐρλιάζει Θέ μου μικραίνω,
θά τιναχθοῦν κι αὐτές σάν σκόνη,
σκόνη ἡ ἐλάττωση κι ὁ τρόμος
καί πῶς δέν τά ἀντέχω τά τινάγματα
τοῦ μέσα βίου ἔξω.
Πρησμένα μαξιλάρια τοῦ ὕπνου
φριχτά γρονθοκοπιοῦνται καί φοβᾶμαι
τρέμω μή γίνουνε ζημιές:
εἶν' οἱ κρυστάλλινες διαθῆκες τῶν ὀνείρων ἐκεῖ μέσα.
Ὅλα τά ὄνειρα ὄνειρο τά κληρονομεῖ
καί ἄνθρωπος κανένα. (3)
Τρέμω, τέτοια παγκόσμια ἀποκλήρωση
δέν τό ἀντέχω νά τινάζεται σάν σκόνη.
Χτυπήματα χαλιῶν
νά βγεῖ ἡ σκόνη ἀπ' τῶν σχεδίων τίς φωλιές,
νά γκρεμιστεῖ ἀπ' τά γεφύρια τῶν χρωμάτων.
Κι ὁ γρήγορος βηματισμός
ὁ τρελαμένος πέρα δῶθε μές στό σπίτι
μές στή ρηχή ἐμπιστοσύνη τῶν χαλιῶν
νά μήν ἀκοῦν οἱ ἀποκάτω τί βαδίζει (4)
νά μήν ἀκοῦνε τί δέν συμβαδίζει,
θά τιναχθεῖ κι αὐτός σάν σκόνη
καί πῶς δέν τά ἀντέχω τά τινάγματα
τοῦ μέσα βίου ἔξω.

Λυπᾶμαι τίς νοικοκυρές
τόν ἄγονό τους κόπο.
Δέν φεύγει ἡ σκόνη, δέν στερεύει.
Κάθε πού πάει ὁ καιρός καιρό νά συναντήσει
καινούργια συμφωνία σκόνης κλείνεται.
Οἱ προφυλάξεις ἀπ' αὐτήν —τό Καθαρό
καί ἡ Σταθερότης —μέσα ἐπιστροφῆς της.
Τή φέρνουν πρῶτες καί καλύτερες.
Δέν ἔχω δεῖ πιό σκονισμένες ἐπιφάνειες ἀπό δαῦτες.
Ὥς καί τό Φῶς τό πεντακάθαρο
χαρούμενη μεταφορά τῆς σκόνης:
εἶν' ἕνα θαῦμα νά τή βλέπεις
πῶς προχωρεῖ ἀκίνητη πάνω σ' ἀκτίνα ἥλιου,
σά νά πατάει σέ σκάλα κυλιόμενη
ἀπ' αὐτές τίς μοντέρνες, τίς ὑπνωτισμένες,
μέ τά εὐνουχισμένα σκαλοπάτια.
Μεταφέρεται
ὁρατή σάν ἀέρας χοντρά ἀλεσμένος
νά ξαναμπεῖ ἀπ' τ' ἀνοιχτά παράθυρα
τούς ἀνοιχτούς της νόμους.
Ἡ ὕπαρξή μας σπίτι της καί μέλλον της.

Ἀνοικοκύρευτη ἐγώ, τήν ἀφήνω νά κάθεται.
Μελετηρή στή ράχη ἑνός βιβλίου
πού μιλάει γιά τό Γῆρας.
Στή φρόνιμη φωτογραφία τῶν παιδιῶν μου
ὅταν αὐτά μέ φόραγαν
λευκή κολλαριστή ὁλοστρόγγυλη Μητέρα
χαλαρά ἀπό μέσα ραμμένη
μέ κρυφές ἀραιές βελονιές
στή σχολική ποδιά τους.
Τώρα ντυθήκανε Μεγάλα τά παιδιά μου,
φοράει ἡ σκόνη τώρα τήν ποδιά τους
τόν στρογγυλό γιακά,
μέ φοράει Μητέρα ἡ σκόνη
—ἔτσι πρέπει νά ράβονται
οἱ σχέσεις κι οἱ ἐξαρτήσεις,
μέ ἀραιές χαλαρές βελονιές,
γιά νά μποροῦν νά ξηλώνονται εὔκολα.
Ποτέ δέν ξεσκονίζω
τόν ὀρειχάλκινο ἀθλητή
πού διακοσμεῖ μεγάλο ὀρειχάλκινο ρολόγι.
Τόσο μυώδη τά μέλη του
πού μοιάζουν θυμωμένα.
Ἴσως γιατί τόν ἀναγκάζουν νά γυμνάζει
κάτι πολύ ἀόρατο,
μπορεῖ τό χρόνο νά γυμνάζει,
μπορεῖ νά θέλει ὁ χρόνος νά μπορεῖ
πιό γρήγορα νά τρέχει ἀπ' ὅσο τρέχει. (5)
Ἐπίδοση πού χαροποιεῖ τή σκόνη.

Κάθεται στόν καθρέφτη μου,
δικός της, τῆς τόν χάρισα.
Χέρσο πράμα, τί νά τό 'κανα; (6)
Ἔπαψα νά καλλιεργῶ τά πρόσωπά μου ἐκεῖ μέσα,
δέν ἔχω ὄρεξη νά ὀργώνω ἀλλαγές
καί νά διπλασιάζομαι ἀλλιώτικη.
Τήν ἀφήνω νά κάθεται
τήν ἀφήνω νά ἔρχεται
μέ τό τσουβάλι νά ἔρχεται
τήν ἀφήνω νά χύνεται ἀπάνω μου
σάν ἀλεσμένη διήγηση μεγάλης ἱστορίας,
τήν ἀφήνω νά ἔρχεται γρήγορα γρήγορη
σάν χρόνος πού γυμνάστηκε
πιό γρήγορα νά τρέχει ἀπ' ὅσο τρέχει
καί κάθεται βαριά μπατάλα7 σκόνη,
τήν ἀφήνω νά κάθεται, χρονίζει,
μπατάλα μέ σκεπάζει, τήν ἀφήνω
νά μέ σκεπάζει τήν ἀφήνω
          μέ σκεπάζει
νά μέ ξεχνᾶς (8) τήν ἀφήνω
νά μέ ξεχνᾶς ἀφήνω
          μέ ξεχνᾶς
          νά μέ ξεχνᾶς
          σέ ἀφήνω
γιατί δέν τά ἀντέχω τά τινάγματα
τοῦ μέσα βίου ἔξω.
 
(Τό τελευταῖο σῶμα μου, 1981)


(1) τρόποι ακροβάτες· χρήση ουσιαστικού στη θέση του επιθέτου· πρόκειται για ένα από τα χαρακτηριστικά της ποιητικής τεχνικής της Δημουλά.
(2) Σχόλιο για την πολυδιάσπαση του σύγχρονου ανθρώπου και τον κατακερματισμό του σε ποικίλες δραστηριότητες.
(3) Σχόλιο για το τραύμα της συνάντησης του ονείρου με την αντιποιητικότητα του καθημερινού βίου.
(4) Σχόλιο για την αναγκαστική τήρηση κοινωνικών συμβάσεων.
(5)Και εδώ το οικείο στην ποίηση της Δημουλά θέμα του άγχους που προκαλεί το πέρασμα του χρόνου.
(6) βλ. Κ. Καβάφης, Μελαγχολία Ιάσωνος Κλεάνδρου...: Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου είναι πληγή από φριχτό μαχαίρι.
(7) μπατάλα· δυσκίνητη.
(8) Να προσεχθεί η μετάβαση από το τρίτο στο δεύτερο ρηματικό πρόσωπο.

Πηγή: ebooks.edu.gr.

Δεν υπάρχουν σχόλια: