10 Μαΐου 2020

Ο Ύπνος [Kωστής Παλαμάς]


Ο ΥΠΝΟΣ

Τέκνον πραΰ στυγνής μητρός,
θρέμμα λευκόν νυκτός μελαίνης,
ο Ύπνος, μόχθων ιατρός
και βασιλεύς της οικουμένης.

Από την Ήραν, οφειλήν
εις τούτον τίνουσαν αρχαίαν,
σύνευνον έλαβε καλήν
την νέαν Χάριν Πασιθέαν.

Το μέλαθρον εν ώ οικεί
δεν θάλπει τ’ άστρον της ημέρας,
αλλ’ έχει φως αυτού γλυκύ
των οφθαλμών της τους αστέρας.

Κοιτίς αυτού η απωτάτη
ζοφώδης γη των Κιμμερίων.
Η χάρις πώς την μεταλλάττει
γοργώς εις χώραν Ηλυσίων!

Επί χωρίων παγερών,
επί ομιχλωδών κοιλάδων
εκτείνει άλσος ιερόν,
ναόν πτηνών καλλικελάδων.

Παρά το άλσος αδρανεί
το πένθιμον νερόν, η λήθη,
βωβόν. Η Χάρις το κινεί
με ψίθυρον και ρουν αήθη.

Και προ της θύρας του σπηλαίου
βλαστάνει κόσμον ερατόν
έαρος πάντοτε ακμαίου,
κρόκον, υάκινθον, λωτόν.

Πάσα σιγή, πάσα σκιά
λύετ’, εκλείπει προ εκείνης,
λάλος ο Ύπνος μειδιά
και άδει πλήρης ευφροσύνης.

Από του στόματός της ποίας
ακούει πλάνους διηγήσεις!
Και νέκταρος και αμβροσίας
πηγαί της Χάριτος αι ρήσεις.

Με μύρτα, ρόδ’, άνθη χλωρά
την κεφαλήν αυτού καλύπτει,
και όλον, σώμα και πτερά,
εντός χρυσής νεφέλης κρύπτει.

Όταν του Φοίβου τας αυγάς
η Νυξ διώξει και χυθώσιν
οι Όνειροι τας προσταγάς
του βασιλέως να δεχθώσιν,

Η Χάρις επί την πενθήρη
σκαιάν χορείαν των Ονείρων
την θυμηδίαν κατασπείρει
και την θωπείαν των Ζεφύρων.

Κοσμεί τα μελανά πτερά των
διά φανταστικών ανθών
εκλεύκων· μέθη τ’ άρωμά των
εις κόσμον πόθων και παθών.

Τότε ο Ύπνος την φιλεί
και κλίνων την φιλεί και πάλιν,
έως ου πέσει τρυφηλή
εις την βαθείαν του αγκάλην.

Τα κάλλη της εν ηδονή
ετάζει· ω! της Αφροδίτης
αν είναι ήττον φαεινή,
πλιότερον αυτή γοήτις.

Τοιαύτα κάλλη, κτήματά του!
Κι ιδού ο άναξ νεανίας
πληρούτ’ εξαίφνης υπ’ αφάτου
αισθήματος ευδαιμονίας.

Και θέλων τούτου κοινωνόν
πάντα θνητόν να καταστήσει
κι εις πάντας πλούτον ποθεινόν,
την ευτυχίαν να χαρίσει,

Υιούς προστάσσει ευπειθείς,
τον Φάντασον και τον Μορφέα,
εις γην να φέρωσιν ευθύς
όνειρα κούφα, πανωραία.

Πλάνη κυρίαρχος, ηδύπνους,
ειρωνική τρυφή, φως νόθον!
Πραγματωθέντα πας καθ’ ύπνους
τον μύχιον προσβλέπει πόθον!

Ο ξένος φθάν’ εις την πατρίδα,
τον ναύτην όρμος αναπαύει,
τρέφει ο δύσελπις ελπίδα,
μάκαιρα μήτηρ η Εκάβη.

Η κόρ’ εις γάμον ευτυχεί,
ο ένοχος δεν δίδει δίκας,
Κροίσοι καθίσταντ’ οι πτωχοί
κι οι στρατηγοί δρέπουσι νίκας.

—Τότε εις όνειρον τερπνόν,
ω Ύπνε, συ μοι αποστέλλεις
μάρμαρον άσπιλον στιλπνόν
αφ’ υψηλής τινος Πεντέλης.

Κι επί μαρμάρου καθηλών
την σκέψιν, άστρον υποτρέμον,
μορφώ εις άγαλμα καλόν
το ιδεώδες, κι είμ’ ευδαίμων.


1885 - Δειλοί και Σκληροί Στίχοι

Δεν υπάρχουν σχόλια: