02 Οκτωβρίου 2021

Μάγδα [Τάκης Σινόπουλος]


ΜΑΓΔΑ

Μεγάλο μαύρο φως.

Όλη τη νύχτα φως και τα μάτια της Μάγδας, τα πουλιά δια-
σχίζοντας τα μάτια της Μάγδας, οι φωνές από το πλήθος κι η 
πολιτεία κάτω που έτρεμε, οι ακατάπαυστες αναμνήσεις του 
κορμιού της Μάγδας, τα πουλιά της σε κάδε κλαδί της νύχτας, 
ύστερα ένα σκούρο κεφάλι μοιρασμένο απ’ το φως, πάνω στα 
χείλη χαράζοντας ένας καινούργιος έρωτας.

Πιο πέρα ο διάδρομος, απέξω κάποιος σφύριξε προσμένον-
τας απόκριση, κι ήτανε η νύχτα με πολλά δέντρα,. κι όπως 
γύριζε το φως του προβολέα, άναψε το φιλί στο στήθος και 
με της ανάσας τα σύννεφα κρυβόταν ο ουρανός.

Το μισοσκόταδο πλημμυρισμένο πλούτος. Όλα

γινόταν ένα δίχτυ σκοτεινό, τόσο μεγάλο και παντού μέσα στο 
σπίτι καθρέπτες ασάλευτοι, σε κάθε τοίχο, σε κάθε γωνιά, κα-
θρέφτες αινίγματα, βαθαίνοντας ως το άπειρο, δεν ήξερες που 
είναι το πρόσωπό σου.

Τότε σηκώθηκε η Μάγδα, φάνηκε λίγο το γυμνό σώμα, και 
δίχως να μιλήσει η Μάγδα πήγε στη μέσα κάμαρη, μεταμορ-
φώθηκε και γύρισε, κι ήτανε τώρα εκείνη η μακρινή Νανά, 
βράδυ στη Λάρισα, στο πίστα μέρος του σταθμού, με φόρεμα κα-
τάμαυρο, μονάχη, ματωμένη, τρέχοντας ανάστατη.

Κι όπως ερχόταν η Νανά, ήρθε κι ο Παύλος άρρωστος, ανά-
πηρος στον πόλεμο και κοίταζε άφωνος τον ουρανό, κι όπως 
ερχόταν η Νανά, εκεί που ήταν χαραγμένο το φιλί σκοτεί-
νιαζε, ενώ ψηλότερα άρχιζε ο δαγκωμένος ώμος κι ένα
λοξό μονοπάτι ανηφόριζε.

Κι από κει πέρα τα μαγαζιά του Πύργου και το μεγάλο δά-
σος τής Κάπελης, κι από κει πέρα τ’ απομεσήμερο κι η 
θάλασσα του Αγιαντρέα, κι οι πέτρες εκατομμύρια κι ο 
άμμος και το νερό αίμα μονάχο.

Κι όπως το πόδι σκόνταφτε ματώνοντας, οι τουφεκιές συνέχι-
ζαν να θερίζουν την ακτή, κι εμείς συρθήκαμε φεύγοντας 
τη μέρα, τρυπώσαμε σε κείνη τη σιδερένια πόρτα και ξά-
φνου ο χτύπος πάνω απ’ το κεφάλι μας. Κι ύστερα

ο άλλος χτύπος, ο άλλος χτύπος, ο άλλος χτύπος, έτρεμα ακούγοντας, 
βήματα ήρθαν κι έφυγαν, ξαναγύρισαν, ξανάφυγαν, η Μάγ-
δα, το χέρι της μέσα από το πουκάμισο, τρεμάμενο το 
στήθος σφίγγοντας, κοίταξα τότε το σημάδι στο λαιμό 
νύχτωνε, γινόταν κόκκινο, πίσω από τον αυχένα τα μαλ-
λιά τινάζονταν σαν πολιτεία από την έκρηξη.

Τις φλόγες, όπως άναψαν, τις είδαμε, καίγεται η θάλασσα 
ψιθύρισε η Νανά, τόσο όμορφη και το σκοτάδι ως την 
οσφύ την κράταγα. Κι ήρθαν ο Γιάννης κι ο Γεράσιμος 
κι άλλοι πολλοί, μα δε μπορούσα καν να τους αναγνωρίσω.

Είχαν περάσει τόσα χρόνια παν γεννήθηκαν, μεγάλωσαν 
και πήραν το τουφέκι, το μαχαίρι, το μπαλτά, ότι μπο-
ρούσε ο καθένας, χαθήκατε στο μαύρο δρόμο,

σπαρμένο σίδερα και τζάμια, όπως τινάχτηκε η βεράντα 
με την έκρηξη, κι όλο το σπίτι φαίνονταν γυμνό κι έρημο 
ως μέσα το εσωτερικό.

Και πάλι ακούστηκαν βήματα, κι άλλα βήματα.

Και τότε

εβγήκε στο παράθυρο με το φεγγάρι στα χέρια η Μάγδα, 
πιο πίσω αθόρυβη η Νανά, δεξιά κι αριστερά το σκοτάδι ανά-
μεσα στο μαύρο και το πράσινο τα μάτια τους.

Μάτια νυχτερινά, μάτια που πήγαιναν ολοένα στον έρωτα, μά-
τια προσηλωμένα, μεγαλωμένα ξάφνου από την ομορφιά, με 
περίεργα χρώματα, όπως στους σταθμούς έρχεται το τρένο 
κι αφήνει σύννεφα, κι ύστερα πάλι προβάλλουν τα μάτια.

Και το τρένο πέρασε διασχίζοντας την κάμαρα, κι εγώ τότε 
μάζεψα με φόβο το πόδι μου, τ’ άλλο· τόχα χαμένο στην 
Αλβανία, κι όπως κρατούσα το χαρτί και το μολύβι στο 
χέρι μου, αρχίζοντας από τη φράση «μεγάλο μαύρο φως».

Το χέρι μου έγραφε αυτό το ποίημα, το φως έστριβε από το χαρτί, 
το χαρτί σκοτείνιαζε, κατάλαβα η Μάγδα έφευγε, το 
φεγγάρι έφευγε, κατεβαίνοντας αργά τα σκαλοπάτια, 
στον κήπο, στα δέντρα, ταξίδευε.
Πονούσα κι άκουσα τον ήχο της.

Πονούσα κι άκουσα το κορμί της.

Μεγάλα φιμωμένα λόγια μου φάρδαιναν το στήθος.

Μεγάλα δάκρυα,

δάκρυα πολλά με μούσκευαν.


Δεν υπάρχουν σχόλια: