ΕΞΩΣΤΕΣ
α’
Οι αμαξηλάτες της πρωινής περιπολίας
κουβαλούσαν την υγρασία της νύχτας
στα μαλλιά τους...
Οι ευκάλυπτοι χαράζαν ίσια τη χωματένια σάρκα
που έφτανε μέχρι τα κιόσκια των ερημιτών
που κάναν κομπόδεμα
μαζεύοντας τ’ αστέρια που πέφταν τις νύχτες...
...Είχε ξανθά μαλλιά.
«πόσες ώρες θα κάνω να βρω
το μεσημέρι;» ρώτησε...
β’
Κόρη πούρθες απ’ τις γλαυκές
νύχτες των αστεριών,
τι ψάχνεις να βρεις στα στεγνά χωράφια
που τα καίει ο ήλιος της εποχής
χωρίς όνειρα;
... Πού θα στηλώσεις τη διάφανη ράχη σου,
τώρα που χάσκουν μπροστά
απ’ το φλοίσβο της σιωπής,
οι θωπείες μιας έκτασης καυτής;
... Δεν θα βρεις άνοιγμα
να περάσεις μέσ’ απ’ τα μεσημεριάτικα
δάχτυλα,
θα μείνεις εδώ, ανάερη κόρη,
καρφωμένη στους εξώστες
της αιώνιας προσμονής.
γ’
Πέρασε πάλι χθες
πατώντας στις επουλώσεις
της προηγούμενης εποχής...
-Σταμάτησε έξω απ’ τις πόρτες,
και σκόρπισε φωτιές
στα νεογέννητα κορμιά μας.
... Όταν ξυπνήσαμε
είχε κλειστεί το πέρασμά του,
στου ρολογιού το χτύπο.
-Μετρήσαμε τη φυγή του
με σιωπές,
πληρώσαμε την ακινησία μας
με στάχτες...
δ’
Όταν σε ξυπνήσουν
οι λόγχες του καταχτητή,
μην ψάξεις να βρεις
τον ίσκιο σου μες στα σεντόνια...
..Τον ξέχασες έξω
απ’ τα τείχη.
ε’
Η νύχτα,
δεν μας ρωτάει ποτέ
γιατί κοιμόμαστε όταν έρχεται...
- ... Είμαστε καλοπληρωτές...
στ’
Τι να σου κάνουν οι πληγές
που ανοίγουν οι πόρτες
στις παλάμες μας...
Τι να σου πουν οι καλαμιώνες
που μετρούν το πέρασμά σου
με καπνούς,
Συ είσαι ένα πουλί
που δρασκελάει την κορυφογραμμή
κουτσαίνοντας...
ζ’
... Χέρια φράζουν
κίτρινα χωράφια,
δάχτυλα σπρώχνουν ρυάκια
σε κοιλιές ποταμιών.
Μάτια ψηλαφίζουν ριπές ανέμων,
που σταματούν
εκεί που αρχίζουν οι επιδερμίδες
των νεκρών...
Πηγή: Λογοτεχνικό Περιοδικό Ενδοχώρα, Τεύχος 25 (1963).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου