30 Οκτωβρίου 2021

Ποιήματα τού Άρη Αλεξάνδρου

 ΑΓΟΝΟΣ ΓΡΑΜΜΗ

Από το «Αλεξανδροστρόι»

Από διαλεχτική 
Το μάθαμε καλά.
Όλα είναι περιβάλλον. 
Γι’ αυτό κι εγώ 
Τριγυρισμένος θάλασσα 
Είμαι ρευστός 
Σα ριζιμιό λιθάρι.

---

Εγώ που το ‘χω ένστιχτο
Να βρίσκει το κορμί μου
Το πιο χουζούρικο χορτάρι
Θα το δεχόμουν ν’ άδειαζα
Κουβά - κουβά την άρμη της Κασπίας
Φτάνει να πίστευα πως ζεις.
Λες να μην είμαι σοβαρός;
Κοίτα, τα μάτια μου σκουρήναν.
Σκύψε. Εσένα θα σ’ ανοίξω την καρδιά μου
Σαν το κρεμμύδι που το σπας με μια γροθιά στο γόνατο.
Μες την ομάδα ήμουν
Άχρηστος πάντα
Σαν ένα  σ α ν
Για την ομάδα ήμουν
Ύποπτος πάντα
Σαν την αλήθεια.

Το αυθεντικό μου όνομα
Στο πέταξα σαν σπίρτα
Σε κάποιον που μου ζήτησε φωτιά.
Άναφτα στον άνεμο κι ας σβήσουν.
Αν υπήρχε ζυγαριά ευαίσθητη στο φως
Θα ‘βλεπες το δίσκο με τις αυταπάτες
Να τινάζεται ψηλά μες στον αέρα.
Πώς δεν το σκέφτηκες αλήθεια 
Την τελευταία νύχτα
Να βγεις στη στέπα και να γίνεις ποταμός.
Να δεις που θα χτιζόταν δίχως πλάνο 
Καινούργιο φράγμα
Αλεξανδροστρόι.
Οι βροχές όλης της γης
Περνώντας μέσ’ απ’ τις τουρμπίνες
Θα ξεπλέναν αυτομάτως τις καθημερινές εφημερίδες 
Κι’ ο ήλιος θα τις άπλωνε σαν καθαρά σεντόνια του. 
Θα ‘βλεπες τους μουζίκους
Φορτισμένους
Με είκοσι-πέντε χρόνια ηλεκτρισμό
Να τραβάνε μες τον κόσμο
Μα τις ψηλές τους μπότες
Στραφτοκοπώντας γράσο και σβελτάδα.
Ή πάλι
Ας τράβαγες στον Καύκασο
Να ξαναρίζωνες στα ελάτια
Και θα ‘ρχόμουν να ρουφήξω
Σαν χαρμάνης την ανάσα
Να στραγγίζω κάθε τι που μ’ απομένει
Σε μια μετάγγιση ανώνυμου κεφιού
Αλάτι φως και σπέρμα.

Εχ μωρέ Βλαδίμηρε
Κρίμα να μη φτάσεις
Ως εδώ που συνεχίζεται ακόμα
Η θάλασσα κι ο βράχος.
Θα στύλωνα το μπόι μου
Κατάντικρι στον άνεμο
Και θα συνέχιζες να γράφεις
Με τα όμικρον σαν μάτια που πρωτοβλέπουν μες τη νύχτα 
Τον ουρανό
                   αυθύπαρκτο
                                       σαν χρόνο
Την απομόνωση
                           αναπότρεπτη
                                                 σαν την αυγή.


Παράνομο σημείωμα

Αλλ’ ύστερ’ από τους δυο πολέμους η απαισιόδοξη στάση είναι παντού στάση αντιδραστική.
Κ. Βάρναλης

Έχουμε στο μηνίγγι μια ραγισματιά
Κι η ματιά μας προχωράει
Από πουλί σε φύλλο σαπισμένο
Σαν τεθλασμένη πυρετού:
Κανονικώς εκτελεσθέντες τρεις πεντακόσοι τέσσερεις
Ξεσπιτωμένοι τόσοι
Χωρίς μαχαιροπήρουνα
Κάποιος Σωτήρης γύρισε
Με κατασχεμένα τα κορδόνια
Τα ξουραφάκια
Με κατασχεμένο τ’ όνομά του.

Είναι μια μικρή ραγισματιά
Κ’ η ώρα δε μας παίρνει
Να μας αγγίξει κάποτε σα χάδι
Ένα φτερό αυτοκινήτου.

Έτσι - μέσα στις πέτρες μέσα στα χαλάσματα 
             Πάντα δίπλα στους καπνούς
Έτσι - μέσα στο χειμώνα στα κουρέλια τον ίσκιου μας 
             Πάντα δίπλα στους πνιγμένους
Έτσι - μες τη νύχτα που πριονίζει όλη νύχτα 
             Τ’ ασημένια δέντρα 
             Το μολυβένιο ουρανό 
             Το χάρτινο φεγγάρι
Δίπλα στα ρινίσματα μιας ψιλής βροχής
Έχουμε μια ραγισματιά.

Σωτήρη
Εκεί στις όχτες του Ιλισσού
Όταν πασχίζεις να ξανάβρεις τα ποτάμια που κατεβαίνουν 
         μοναχά τους ενάντια σ' όλους τους κανόνες 
         της στρατηγικής

Μην αποστρέψεις τα μάτια
Απ’ τους χορταριασμένους ίσκιους
Απ’ τις καπότες που επιπλένε στα νερά
Μην τ’ αποστρέψεις.
Το πρόσωπό σου
Είναι σα νόμισμα π’ αφήνουνε στις ράγιες τα παιδιά 
Και το παίρνουν καθαρό 
Μόλις περάσει η νύχτα.

Έχουμε μια ραγισματιά
Κ’ η ώρα δε μας παίρνει.
Στήνουμε τ’ αφτί μας ν’ ακούσουμε τα νέα
Και μας τ’ αρπάζουνε βαριά τραυματισμένα σε πρόχειρα φορεία
Κάνουμε να μετρήσουμε τ’ αστέρια
Και πέφτουν στα λιθόστρωτα σαν ανάποδες πινέζες.
Με μια μικρή ραγισματιά 
Επιμένω και τραβάω μες τις λάσπες 
Ξεριζώνοντας κάθε μου βήμα
        σαν ένα κούφιο δόντι 
Ανασηκώνω τα πηγούνια των ανθρώπων 
Για ν’ αντιγράψω βιαστικά
Το φως π’ απόμεινε στις κόχες των ματιών τους
Και κρύβω το σημείωμα
Στην καρδιά κατάσαρκα
Για να δουν στη νεκροψία
Πόσο λίγο ζήσαμε.


Κλειστό τετράγωνο

Με τις παλάμες μας στον τοίχο
Προσπαθούμε να κρυφτούμε
Πίσω από μια υδρορροή
Περιμένουμε να γδάρει την καρδιά μας
Το στρογγυλό γυαλόχαρτο που ρίχνουν
Τα κλεφτοφάναρά τους.

Ολονυχτίς μπλοκαρισμένοι
Κοντοστεκόμαστε στις πόρτες των φιλικών σπιτιών
Για ν’ ακουμπήσουμε τα δόντια στις κρύες κλειδαρότρυπες. 
Ανοίξτε
Σ’ όλες τις γωνιές παραμονεύουν.
Όλες οι κλειδαρότρυπες έχουν μελανιάσει
Σαν πνιγμένα όστρακα.
Οι άνεμοι σταμάτησαν στα νυχτωμένα τέρματα 
Κι άφησαν τα φανάρια της τροχαίας 
Να ρίχνουνε το φως νιφάδα τη νιφάδα 
Σ’ έναν κύκλο κόκκινο
            σαν μισάνοιχτο στόμα 
Σ’ έναν κύκλο κίτρινο
            σαν κάτι να προσμένουν 
Σ’ έναν κύκλο πράσινο
            με τα ονόματα σβησμένα ψηλά στις πινακίδες 
Σ’ έναν κύκλο κόκκινο.

Σ’ όλες τις γωνίες
Μας ζητάν το πρόσωπό μας.
Το μόνο που μας έμεινε
Είν’ ένα τζάμι σπασμένο
Κολλημένο βιαστικά
Με τέσσερεις λουρίδες μαχητικής αρθρογραφίας.
Με τη βροχή
Σταλάζει τ’ αντιμόνιο στα μάτια.
Με το πουκάμισο σκισμένο
           αφήνουμε τα νύχια μας να σπάσουν
Με τη νύχτα ληστεμένη
Ελπίζουμε να ρθεί το καλοκαίρι
Να καρφώσει την κομμένη μας παλάμη
Σαν χταπόδι που ξεραίνεται στον ήλιο.

Σε κάθε γωνιά
Κρέμονται σα γλώσσες δαγκωμένες
Τα φανάρια.
Ως τώρα
Οι φωνές μας μείνανε ψηλά
Μέσα στα δόντια
Δίπλα - δίπλα με το φως.
Τα σιδερένια κάγκελα γυαλίζουν
Σα να πολυτρίφτηκε η νύχτα στους αγκώνες
Κάθε τόσο σούρνουμε τα λιγδωμένα μας μανίκια
Καθώς πεσμένοι ανάσκελα σηκώνουμε για λίγο το κορμί ν’ αφουγκραστούμε
Καθώς εκεί
Απόξω
Σάμπως να ξημερώνει.

Στη γωνιά του κελιού
Λεκιάζουν τα πλακάκια
Μ’ ένα φως σκοτωμένο.
Στρυμωγνόμαστε να γλείφουμε τη σκόνη
Καθώς οι γάτες ξεδιψάνε
Ματώνοντας τη γλώσσα
Πάνω σε μια λίμα.


Ποιητική

Η κάθε μου λέξη
Αν την αγγίξεις με τη γλώσσα
Θυμίζει πικραμύγδαλο.
Απ’ την κάθε μου λέξη
Λείπει ένα μεσημέρι με τα χέρια της μητέρας δίπλα στο ψωμί 
Και το φως που έσταξε απ' το παιδικό κουτάλι στην πετσέτα.

---

Ό,τι κι αν γίνει δε θα ρίξω.
Ποιος πυροβολάει τους πεθαμένους;
Κοιταχτείτε.
Όλος ο υδράργυρος
Έχει φύγει απ’ τους καθρέφτες.
Ένα αμάλγαμα σιωπής μ' ασήμι.

---

Κόβουν τις καταλήξεις μας
Κ’ οικονομάνε μίλια σκάψιμο στους τάφους.
Έχουν ένα στέλεχος και τραβάνε τις εύφημες μνείες 
Με την ίδια ευκολία που ξεριζώνεται
                                  - γι' αυτούς -
Η ζωή μας απ' το φως.

---

Η μόνη ξιφολόγχη μου
Ήταν το κρυφοκοίταγμα του φεγγαριού απ' τα σύννεφα.
Ίσως γι' αυτό δεν έγραψα ποτέ
Στίχους τελεσίδικους σαν άντερα χυμένα
Ίσως γι’ αυτό εγκαταλείπουν ένας - ένας τα χαρτιά μου 
Και τους ακούω στις κουβέντες όσων δε μ’ έχουνε διαβάσει.


Άννα

Όλο μιλάω για γραμμές επίπεδα και πέτρες
Για να μην τύχει και προσέξεις
Πόσο διστάζω να σ’ αγγίξω
Σαν τον κατάδικο που στέκει μες τη νύχτα
Διστάζοντας να βάλει τ’ απολυτήριο στην τσέπη
Γιατί το ξέρει
Πως τόσο φως δε θα τ’ αντέξει.


---

Τα χέρια των ανθρώπων λίγο πριν πεθάνουν 
Είναι σχεδόν μαρμάρινα περίπου ξένα.
Αν δεν ήσουνα κοντά μου
Θ’ άρχιζα να σμιλεύω τα σκληρά τους δάχτυλα.
Τώρα θα μείνω δίπλα σου
Σαν το σκυλί που γλείφει μια παλάμη
Θα μείνω για ν’ ανοίξει η ζεστασιά μου
Τα σφιγμένα χείλη τους
Για να μπορέσουνε να πουν
Πόσο φοβούνται πόσο μετανιώνουν.


---

Θα σε βρω.
Όπου πατάς
Πέφτουν πράσινα φύλλα.


---

Ίσως και να ‘σαι πρόφαση
Όπως προφασίζουμαι τα φύλλα
Κ’ έχω κατά νου μου το νερό
Όπως μιλάω για γεράνια
Και βλέπω κει π’ αγγίζανε 
Τα χείλη σου το φως.


---

Μαζί σου δε διστάζω να μιλήσω 
Πιο σιγά κι από ‘να δέντρο στο σκοτάδι.
Μαζί σου η φωνή μου θα διακόψει τη σιωπή 
Σαν την αγάπη που διακόπτει για μια νύχτα 
Τη ζωή μας.


ΕΥΘΥΤΗΣ ΟΔΩΝ

συμβουλές σε Ανυπότακτο

Υπάρχουν τρόποι ν’ αποφύγεις τη βροχή
Μένοντας στεγνός σαν λαρύγγι διψασμένου.
Υπάρχουν τρόποι ν’ αποφύγεις την ποινική σου δίωξη 
Μένοντας ευυπόληπτος σαν κυριακάτικο κοστούμι.
Οι ακτινογραφίες είναι πάντοτε θολές 
Είναι καλειδοσκόπια.
Ρίχνοντας μέσα λίγες γνωριμίες λίγες υποσχέσεις λίρες ίσως 
Μπορούνε και σου δείχνουνε σπηλιές φυματικού
                  σπηλιές με σταλαχτίτες
(Τόσο μικρές που γίνεται ανάγκη να κρατάς σφιχτά στην αγκαλιά σου την αγάπη
Τόσο μεγάλες που χωράνε τα ηλιοβασιλέματα)
Κοντολογίς υπάρχουν τρόποι.
Ακόμα προτιμότερο αν έχεις κάτι που να μοιάζει με μελαγχολία 
Κι αν - ένα κ’ ένα - γράφεις στίχους παρανοϊκούς πι χι:
«Τα μάτια τα ‘χουν οι φαντάροι για να βλέπουν»
Ή «κυρ - λοχία πάσχω από δαλτωνισμό: Βλέπω τον κάθε
                  στόχο ίδιον με την καρδιά μου».
Υπάρχουν τρόποι.
Αν όμως έχεις φτάσει να πιστέψεις πως δωροδοκώντας 
Πληρώνεις για να γίνει αυτό που θέλουνε οι άλλοι 
Μάζεψε απ’ όλες τις γωνιές όση απελπισία σού ‘μεινε ακόμα 
Και σταθερός
                     νηφάλιος
                                    σαν υποβολέας
Πήγαινε και ψιθύρισε τα λόγια που πρέπει να προφέρουν 
Εισαγγελείς και στρατοδίκες.

Στη φυλακή να μη μετράς τις μέρες.
Καθώς θα βλέπεις να στενεύει λίγο - λίγο το προαύλιο 
Το καλύτερο απ’ όλα είναι να μικρύνεις και τα δικά σου βήματα. 
Είναι προτιμότερο να μη δίνεις και μεγάλη σημασία στις ειδήσεις 
Οι παρασημοφορίες οι μεταστάσεις βουλευτών οι εκλογές 
Επιδρούνε ίσως στη ροή του χρόνου
Όσο το θαλασσόβρεχτο βραδινό αγέρι
Στις λυχνίες των ανθρακωρύχων.
Αν πάλι δε μπορείς να ζήσεις δίχως την ελπίδα 
Στήριξε τ’ όνειρό σου στους σεισμούς.
Αυτοί — όλα συμβαίνουν — μπορούν να σου χαρίσουν 
τ’ όμορφο ταξίδι
                           μιας μεταγωγής.


δάκρυ χαράς

Όπως μια νύχτα του Αυγούστου που περπατάς στους κεντρικούς 
Φωταγωγημένους δρόμους
Κι ακούγοντας ν’ ανοίγει ένα παντζούρι στο τελευταίο πάτωμα 
Σηκώνεις το κεφάλι κι αντικρύζεις τον ουρανό να γαλαζώνει 
Όπως ανεβαίνει το νερό μέρες και μέρες
Κ’ ένα πρωί λαμποκοπάει σταγόνες φως πάνω στα φύλλα 
Όπως ένα χέρι γυναικείο που το σφίγγεις κάθε τόσο τυπικά 
Φτάνει μια μέρα π’ αχνοτρέμει μιαν ιδέα μέσα στην παλάμη σου 
Τόσο αχνά λες κι άξαφνα το κράτησες ολόγυμνο
Έτσι αργά κρυφά και ανεπαίσθητα
Κάτι θα πρέπει μέρες τώρα μήνες ίσως χρόνια
Ν’ αργοκυλούσε μες στις κουρασμένες στις σκουριασμένες φλέβες μου
Κάποιο αιμοσφαίριο που ‘φτασε ξάφνου ως τα μάτια και κύλησε σαν δάκρυ
Δάκρυ χαράς που χύνει ο ισοβίτης
Όταν μαθαίνει πως κατέβηκε
                                              με χάρη
                                                           στα εικοσιπέντε.


τα σύννεφα

Τα σύννεφα διαβαίνουν χαμηλά
Τόσο που κ’ ένα κάγκελο να ‘τανε σπασμένο 
Θα μπορούσες ν’ άπλωνες το χέρι και ν’ αγγίξεις 
Τη διαβατική
                     θηλύτητά τους.


μην τους εγκαταλείψεις

Σαν κατεβεί ο Μωυσής μην τους εγκαταλείψεις
Μην πεις πως τάχα αυτοί σου ζήτησαν να ποιήσεις τους
               θεούς τους προπορευομένους.
Ο Μωυσής θα ξαπολύσει τους φανατικούς 
Και κείνοι θα διέλθουν όλο το στρατόπεδο 
Από τη μια στην άλλη πύλη θανατούντες 
Τον αδελφό τον φίλο τον πλησίον.
Μην αφήσεις να σφαγούν σ’ αυτή την εκκαθάριση 
Περίπου τρεις χιλιάδες άνδρες.
Σαράντα τόσα χρόνια μες στα συρματοπλέγματα 
Τους μιλούσες με τα μάτια.
Μην τους εγκαταλείψεις τώρα που ανταποκρίθηκαν 
Τώρα που ρίξαν στη φωτιά τη στανική τους αγιοσύνη 
Κι αρχίζουν να προφέρουνε τις σκέψεις τους ενάρθρως.


μέσα στις πέτρες

Κι όμως δεν αυτοκτόνησα.
Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του στο πριονιστήριο;
Η θέση μας είναι μέσα δω σ’ αυτό το δάσος
Με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους τους κορμούς
Με τις ρίζες σφηνωμένες μες στις πέτρες.


Πηγή: Από το 36ο Τεύχος του  λογοτεχνικού περιοδικού Ενδοχώρα – 1965.

Δεν υπάρχουν σχόλια: