Τώρα όλοι γνωρίζουν πού ζουν οι ποιητές. Κάτι σπίτια γερμένα, που σου κλείνουν το μάτι σ΄ επαρχίες αγίες και αλησμόνητες. Εκεί κάτω από έναστρους ουρανούς, μες στην απόλυτη ησυχία κάποτε ανάβουν τα διαδήματα του κεντρικού εξώστη και ένας πολύ μόνος άνθρωπος γράφει απ΄ την αρχή την ιστορία του κόσμου. Τις συντριβές, τις ευτυχείς συγκυρίες, περιγράφει τις εποχές και αφήνει τραγούδια για τον καιρό εκείνο που οι δρόμοι θα κατακλύζονται απ΄ το ίδιο εκείνο πλήθος, όπως στην άκρη της νύχτας ή στα πολύ μεγάλα βάθη των ματιών σου. Είναι τότε που η Λούσι Λιγκ ξαναζεί σε μια καθ΄ όλα φωτισμένη βάρκα εκεί που άλλοτε έχασκε το στόμα της λίμνης. Το περίγραμμά της είναι από γαλάζιες λάμπες θερινών ηλιοστασίων. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή οι ποιητές διακρίνουν φίλους παλιούς, χαμένους από καιρό. Τότε όσα κρύβει η ζωή παρασύρονται και ένας νεαρός ζωγράφος, από γενιά ευγενών στήνει μες στον επικίνδυνο άνεμο τα σύνεργά του. Αρκεί μια ματιά μονάχα, ο ήχος μιας κιθάρας μονάχα, αρκεί μια μοναξιά που λέει τ΄όνομά της και όλα αλλάζουν. Συμβαίνουν μικρά θαύματα, όπως η κάθοδος του ποιητή απ΄τον εξώστη πριν την καταιγίδα, τα δυο νωθρά, ληγμένα μάτια εκείνου του σπιτιού, σε στυλ αστικό, καταμεσίς του έπους. Και ιδού τότε οι άλλες πολιτείες και τα σπάνια είδη των κήπων, όπως μια μικρή, αδέσποτη κιθάρα που γνωρίζει εξ ενστίκτου όλα τα ποιήματα της ερήμου.
Όλα ντυμένα μ΄ ένα λευκό, κενό, ομιχλώδες φως. Θυμάσαι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου