ΜΑΓΙΑΤΙΚΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑ
Έλαμπε κι άστραφτε ο Μάης, σαν πολύτιμο πετράδι κι έτριζαν στο χώμα τα κόκκαλα των πεθαμένων να ταιριάξουν ξανά, να ορθώσουν μορφή, για όσους θυμούνταν με νοσταλγία, μα και για όσους δε πρόκαμαν να φχαριστηθούν το φως του.
Πουλιά ξετρελαμένα φτεροκοπούσαν σκορπίζοντας αστέρια, που μάζευαν τα παιδιά να στολίσουν τον θεό Έρωτα.
Άνοιξε τα μάτια του το Λενιώ, τεντώθηκε κι ένιωσε τα χείλη του μουδιασμένα. Θαρρείς κι ο ύπνος τα δάγκανε με λύσσα, μέσα στα σκοτεινά παλάτια του.
Έγειρε στο πλάι να πιάσει τη στάμνα με το νερό μα τα χέρια της δεν άκουγαν.
Έκαμε να σηκωθεί, τα πόδια της αρνούνταν.
Δεμένη λες χειροπόδαρα σα σφαχτό που περιμένει την κρίση έσφιξε τα δόντια.
Έ, Δαίμονα, ποιος είσαι; Έκραξε.
Ποιος είσαι και με κρατάς;
Μάθε το καλά πως δε φοβούμαι, ποιος είσαι;
Κι ευθύς για απάντηση αντιλάλησε το κεφάλι της....Ποιος είσαι, ποιος είσαι...
Έκαμε ξανά να κινήσει, αδύνατο.
Άσε με δε σε φοβούμαι μούγκρισε και πεισμωμένη ξανασφάλιξε τα μάτια της να γυρίσει στη μάχη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου