20 Μαΐου 2020

[Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου] Οδυσσέας Ελύτης



ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ (απόσπασμα)
(1984)

Έλα τώρα χέρι μου δεξί
κείνο που σε πονεί δαιμονικά ζωγράφισέ το
αλλ' από πάνω βάλ' του

Το ασήμωμα της Παναγίας
πόχουν τη νύχτα οι ερημιές μες στα νερά
του βάλτου


ΤΕΤΑΡΤΗ, 1

Ολοένα τ' άλογα μασούν λευκά σεντόνια κι ολοένα εισχωρούν θριαμβευτικά μέσα στην Απειλή. Δρυς, οξιές, βαλανιδιές, ακούω να σέρνονται στη σκεπή της παλιάς καρότσας όπου ρίχθηκα όπως όπως να φύγω. Ξαναπαίζοντας ένα έργο που γυρίστηκε κάποτε στα κρυφά και πάλιωσε χωρίς να το έχει δει κανένας. Γρήγορα. Προτού ξεθωριάσουν οι εικόνες. Ή σταματήσουνε άξαφνα - κι η ταινία η φθαρμένη κοπεί.

ΤΕΤΑΡΤΗ, 1 β

Κει κατά τα μεσάνυχτα είδα τις πρώτες φωτιές πάνω απ' τ' αεροδρόμιο. Πιο δω το μαύρο κενό. Ύστερα φάνηκε να 'ρχεται η flora mirabilis ορθή πάνω στο άρμα της και αδειάζοντας από 'να πελώριο χωνί λουλούδια. Τα θύματα έσκυβαν κι έπαιρναν τη στάση που είχαν πριν χωρίσουν από τη Μητέρα. Στο κοτσάνι της νύχτας η σελήνη σπάραζε.

ΠΕΜΠΤΗ, 2

«Αρτίνη»... «Κλεώπα»... «Βαρνάβα»... μα τι γένους είναι λοιπόν ο τόπος αυτός που κηδεύεται; Πρέπει να βγάλω τ' άμφια, να φορέσω πάλι τον χρυσό μου θώρακα και να βγω με τη ρομφαία στο χέρι. Κάντε πέρα τα παιδιά. Κρεμάστε τα μαύρα στα μπαλκόνια. Κιόλας ακούγεται η στρατιωτική μουσική να πλησιάζει. Προσοχή! Παρουσιάστε αρμ!

ΠΕΜΠΤΗ. 2 β

Κάπου κλαίνε και θολώνει μεριές μεριές ο αέρας. Η Σιθωνία χάθηκε, την καλύψανε τα νερά. Είναι κάτι φοβερά γεγονότα που όλο μου τ' αφαιρεί ο Θεός, και ο νους όλο πάλι μου τα προσθέτει. Κάτι πράσινο μέσα μου αλλά μαυριδερό που οι σκύλοι το αλυχτάνε. Και μια θάλασσα φερμένη από πολύ μακριά, μυρίζοντας ακόμη αυγό του Κύκνου.

ΠΕΜΠΤΗ, 2 γ

Έβαλα τα βιβλία μου στα ράφια, και στη γωνιά μια λυπημένη Αγγελική. Το ποσοστό της ομορφιάς που μου αναλογούσε πάει, το ξόδεψα όλο. Έτσι θέλω να μ' έβρει ο ερχόμενος χειμώνας, χωρίς φωτιά, μ' ένα κουρελιασμένο παντελόνι, ν' ανακατεύω άγραφα χαρτιά σαν να οδηγάω την ορχήστρα την εκκωφαντική ενός ανεκλάλητου Παραδείσου.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 3

Λοξά, επιμήκη μάτια, χείλη, αρώματα σαν από πρώιμο ουρανό μεγάλης θηλυκής γλυκύτητας και θανάσιμου πότου. Έγειρα με το πλάι - σχεδόν μπατάρισα - μες στους ψαλμούς των Χαιρετισμών και την ψύχρα των ανοιχτών κήπων. Έτοιμος για τα χείριστα.

ΣΑΒΒΑΤΟ, 4

Κει που ανέβαινα το στενό, βρεμένο καλντερίμι - πάνε κάπου τρακόσια τόσα χρόνια - ένιωσα ν' αναρπάζομαι «δια χειρός» Ισχυρού Φίλου, και πραγματικά, όσο να συνέλθω, έβλεπα να μ' ανεβάζει με τις δύο γιγάντιες φτερούγες του ο Δομήνικος, ψηλά στους ουρανούς του τη φορά τούτη γιομάτους πορτοκαλιές και νερά μιλητικά της πατρίδας.

ΚΥΡΙΑΚΗ, 5

Ξάφνου, με το που άνοιξα τα ξεχαρβαλωμένα παραθυρόφυλλα, μεγάλωσε η αυλή. Το αλεξίπτωτο που κατέβαινε δεν το 'βλεπε άλλος κανείς. Μόνον κάτι πρόγονοί μου αγριωποί και ταλαιπωρημένοι παρακολουθούσανε τη σκηνή από την άλλη όχθη και κάθε τόσο ρίχνανε μπαλωθιές στον αέρα. Γέμισε ο τόπος λέξεις ελληνικές ανορθόγραφες, από παλιά προικοσύμφωνα και όρκους Φιλικών. Όπου πήρα να δακρύζω έτσι καθώς είχα δει κάποτε τον πατέρα μου, τον Αύγουστο του '22. Ύστερα φάνηκαν από μακριά να 'ρχονται ο ενωμοτάρχης με τον τοπογράφο της περιοχής κι ευθύς η αυλή ξαναπήρε τις αληθινές της διαστάσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: