ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΠΟΥ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕ ΓΑΤΕΣ
Πριν από πολλά πολλά χρόνια, σ' ένα μικρό χωριό της ιαπωνικής υπαίθρου, ζούσε ένας φτωχός αγρότης με τη γυναίκα του, ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Είχαν όμως αρκετά παιδιά και δυσκολεύονταν πολύ να τα θρέψουνε όλα. Ο μεγαλύτερος γιος, αν και δεκατεσσάρων μόλις ετών, ήταν αρκετά δυνατός για να βοηθήσει τον πατέρα του• όσο για τα κοριτσάκια, έμαθαν να βοηθούν τη μητέρα τους σχεδόν αμέσως μόλις μπόρεσαν να περπατήσουν.
Όμως το τελευταίο παιδί, ένα μικρό αγόρι, δεν φαινόταν να τα βγάζει πέρα με τη σκληρή δουλειά. Ήταν πολύ έξυπνο, πιο έξυπνο απ' όλα τ' αδέρφια και τις αδερφές του. Ήταν όμως πολύ αδύνατο και μικροκαμωμένο και πολλοί πίστευαν ότι ποτέ δεν θα δυνάμωνε αρκετά. Έτσι, οι γονείς του σκέφτηκαν πως θα 'ταν καλύτερα γι' αυτό να γίνει ιερέας παρά αγρότης. Μια μέρα το πήραν μαζί τους στο ναό του χωριού και ρώτησαν τον καλό ηλικιωμένο ιερέα που ζούσε εκεί, αν ήθελε να πάρει το μικρό στο ναό ως βοηθό, να του διδάξει ό,τι πρέπει να ξέρει ένας ιερέας.
Ο γέροντας μίλησε στο αγόρι ευγενικά και του 'κάνε μερικές δύσκολες ερωτήσεις. Τόσο έξυπνες ήταν οι απαντήσεις, που ο γέροντας συμφώνησε να πάρει το μικρό στο ναό ως βοηθό και να του μάθει όλα όσα έπρεπε να ξέρει ένας ιερέας.
Το αγόρι μάθαινε γρήγορα αυτά που του δίδασκε ο γέροντας και στα περισσότερα πράγματα ήταν πολύ υπάκουος. Είχε όμως ένα ελάττωμα. Του άρεσε να ζωγραφίζει γάτες την ώρα της μελέτης και μάλιστα σε μέρη όπου η ζωγραφιά μιας γάτας δεν είχε καμιά θέση.
Όποτε βρισκόταν μόνος του, ζωγράφιζε γάτες. Τις ζωγράφιζε στα περιθώρια των βιβλίων του ιερέα, σ' όλα τα χωρίσματα του ναού, στους τοίχους και στις κολόνες. Ο ιερέας του 'χε πει πολλές φορές πως αυτό δεν ήταν σωστό• αυτός όμως δεν σταμάτησε να ζωγραφίζει γάτες. Η αλήθεια είναι πως τις ζωγράφιζε γιατί δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Ήταν αυτό που λέμε «καλλιτεχνική φύση» και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο δεν ήταν πέρα για πέρα κατάλληλος για βοηθός ιερέα - ένας καλός βοηθός έπρεπε να μελετάει βιβλία.
Μια μέρα, αφού είχε ζωγραφίσει μερικές πολύ πετυχημένες γάτες πάνω σ' ένα χάρτινο χώρισμα, ο γέροντας του είπε αυστηρά: «Αγόρι μου, πρέπει να φύγεις αμέσως απ' αυτό το ναό. Δεν θα γίνεις ποτέ καλός ιερέας, ίσως όμως γίνεις ένας μεγάλος καλλιτέχνης. Και τώρα άσε να σου δώσω μια τελευταία συμβουλή και φρόντισε να μην την ξεχάσεις ποτέ. Ν' αποφεύγεις τα μεγάλα μέρη τη νύχτα, να προτιμάς τα μικρά!»
Το αγόρι δεν κατάλαβε τι εννοούσε ο ιερέας λέγοντας του ν' αποφεύγει τα μεγάλα μέρη τη νύχτα, και να προτιμά τα μικρά. Το σκεφτόταν ξανά και ξανά την ώρα που έδενε το μπογαλάκι με τα ρούχα του για να φύγει. Ακόμα και τότε δεν είχε κατανοήσει τη συμβουλή του γέροντα, αλλά φοβόταν και να του πει περισσότερα από ένα «αντίο».
Έφυγε απ' το ναό πολύ λυπημένος κι αναρωτιόταν τι έπρεπε να κάνει. Ήταν σίγουρος πως αν πήγαινε σπίτι ο πατέρας του θα τον τιμωρούσε για την ανυπακοή του στον ιερέα• έτσι, φοβόταν να γυρίσει εκεί. Ξαφνικά θυμήθηκε ότι στο επόμενο χωριό, δώδεκα μίλια πιο πέρα, υπήρχε ένας πολύ μεγάλος ναός. Είχε ακούσει πως υπήρχαν πολλοί ιερείς σ' εκείνο το ναό, αποφάσισε λοιπόν να πάει και να τους ζητήσει να τον πάρουν βοηθό τους.
Το αγόρι δεν ήξερε όμως πως ο μεγάλος εκείνος ναός είχε κλείσει. Η αιτία ήταν ότι ένα δαιμόνιο είχε διώξει τους ιερείς τρομάζοντας τους κι έτσι είχε κάνει το μέρος δικό του. Αργότερα, μερικοί γενναίοι πολεμιστές πήγαν βράδυ στο ναό για να σκοτώσουν το δαιμόνιο, αλλά κανείς δεν τους ξανάδε πια ζωντανούς. Αυτά δεν τα είχε πει στο αγόρι κανένας. Έτσι λοιπόν κι αυτό, περπάτησε όλο το δρόμο μέχρι το χωριό, πιστεύοντας πως τον περίμενε η ευγενική υποδοχή των ιερέων.
Όταν έφτασε στο χωριό είχε ήδη σκοτεινιάσει και όλοι οι άνθρωποι κοιμόνταν είδε όμως το μεγάλο ναό πάνω σ' ένα λόφο, στην άλλη άκρη του κεντρικού δρόμου, κι ακόμα ότι στο ναό υπήρχε φως. Όσοι διηγούνται την ιστορία, λένε ακόμα πως το δαιμόνιο άφηνε επίτηδες εκείνο το φως, για να κάνει τους μοναχικούς ταξιδιώτες ν' αναζητούν εκεί καταφύγιο. Το αγόρι πήγε αμέσως στο ναό και χτύπησε την πόρτα. Μέσα δεν ακουγόταν τίποτα. Χτύπησε και ξαναχτύπησε, και πάλι δεν ερχόταν κανένας. Στο τέλος έσπρωξε μαλακά την πόρτα και με μεγάλη του χαρά ανακάλυψε πως δεν ήταν κλειστά. Έτσι, μπήκε μέσα κι είδε μια λάμπα να καίει• ιερέας όμως πουθενά.
Σκέφτηκε ότι πολύ σύντομα θα 'ρχόταν οπωσδήποτε κάποιος ιερέας και κάθισε και περίμενε. Πρόσεξε τότε πως τα πάντα μέσα στο ναό ήταν γκρίζα απ' τη σκόνη και σκεπασμένα με πυκνούς ιστούς αράχνης. Σκέφτηκε, λοιπόν, πως οι ιερείς θα ήθελαν οπωσδήποτε ένα βοηθό για να κρατάει το μέρος καθαρό. Αναρωτιόταν, μάλιστα, γιατί είχαν αφήσει τα πάντα να σκονιστούν τόσο πολύ. Αυτό που του άρεσε περισσότερο πάντως, ήταν κάτι μεγάλα άσπρα χωρίσματα, ωραία για να ζωγραφίσει κανείς πάνω τους γάτες. Παρόλο που ήταν κουρασμένος, άρχισε να ψάχνει για χρώματα, κι αφού βρήκε ό,τι χρειαζόταν κι ανακάτεψε λίγο μελάνι, άρχισε να ζωγραφίζει γάτες.
Ζωγράφισε πάρα πολλές γάτες πάνω στα χωρίσματα κι ύστερα άρχισε να νυστάζει πολύ, πάρα πολύ. Ετοιμαζόταν λοιπόν να ξαπλώσει δίπλα σ' ένα απ' αυτά τα χωρίσματα για να κοιμηθεί, όταν ξαφνικά θυμήθηκε τα λόγια: «Ν' αποφεύγεις τα μεγάλα μέρη τη νύχτα, να προτιμάς τα μικρά!»
Ο ναός ήταν πολύ μεγάλος• ήταν ολομόναχος• και καθώς σκεφτόταν αυτά τα λόγια -αν και δεν τα καταλάβαινε πέρα για πέρα- άρχισε για πρώτη φορά να φοβάται λίγο. Έτσι, αποφάσισε να ψάξει να βρει ένα μικρό μέρος για να κοιμηθεί. Τελικά βρήκε ένα δωματιάκι με μια συρταρωτή πόρτα, μπήκε μέσα και κλειδώθηκε. Κατόπι ξάπλωσε και γρήγορα αποκοιμήθηκε.
Πολύ αργά τη νύχτα ξύπνησε από ένα φοβερό θόρυβο. Κάποιος πάλευε κι έβγαζε τρομερές κραυγές. Ήταν τόσο τρομακτικό που φοβόταν ακόμα και να κοιτάξει από μια χαραμάδα που υπήρχε στην καμαρούλα. Απόμεινε ξαπλωμένος κρατώντας την ανάσα του απ' το φόβο του.
Το φως που υπήρχε στο ναό είχε σβήσει, αλλά οι φρικτοί ήχοι εξακολουθούσαν και γίνονταν όλο και πιο τρομεροί, ενώ ο ναός τρανταζόταν συθέμελα. Μετά από πολλή ώρα έγινε ησυχία, αλλά το αγόρι δεν σάλευε• φοβόταν ακόμα. Δεν κουνήθηκε μέχρι που οι αχτίδες του πρωινού ήλιου μπήκαν στο δωματιάκι απ' τις χαραμάδες της μικρής πόρτας.
Τότε βγήκε απ' την κρυψώνα του πολύ προσεκτικά και κοίταξε τριγύρω. Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν ότι όλο το πάτωμα του ναού ήταν σκεπασμένο με αίμα, και στη μέση το πτώμα ενός πελώριου, τερατώδη ποντικού. Ενός ποντικού δαίμονα, μεγαλύτερου κι από αγελάδα!
Όμως ποιος ή τι θα μπορούσε να τον έχει σκοτώσει; Κανένας άνθρωπος ή άλλο πράγμα δεν φαινόταν. Ξαφνικά το αγόρι παρατήρησε ότι τα στόματα όλων των γατιών, που είχε ζωγραφίσει το προηγούμενο βράδυ, ήταν κόκκινα και μουσκεμένα στο αίμα. Κατάλαβε τότε πως το δαιμόνιο το είχαν σκοτώσει οι γάτες που είχε ζωγραφίσει. Κι ακόμα, για πρώτη φορά, κατάλαβε γιατί ο σοφός γέροντας του είχε πει ν' αποφεύγει τα μεγάλα μέρη τη νύχτα και να προτιμά τα μικρά.
Από 'κει κι έπειτα το αγόρι έγινε διάσημος ζωγράφος. Όσοι πηγαίνουν στην Ιαπωνία, μπορούν ακόμα να δουν μερικές από τις γάτες που ζωγράφισε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου