22 Φεβρουαρίου 2024

Επιστροφή [Ρώμος Φιλύρας]


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Απ’ εδώ που τετράκρυοι ανέμοι φυσούνε,
την ερμιά που πλανιώνται λεοντάρια κι αγρίμια,
θα γυρίσω, ξανά, μες στην πόλη που ζούνε
μες στην πάλη οι ανθρώποι και μες στη βλαστήμια.

Θα μισέψω ταχιά στην ωραία πολιτεία
και θα μπω στη βοή τόσου κόσμου, στα πλήθη,
θα γιορτάσω κι εγώ στην τρανή αμαρτία
με γεμάτα απ’ τ’ αέρι του κάμπου τα στήθη

Θα μπω ευ0ύς στο τρανό πανηγύρι του κόσμου 
θε να πιώ, θα μεθύσω, θα φωνάξω ως τ' αστέρια
νοσταλγός  της ζωής που στερήθηκα ατός μου
θαν τ’ απλώσω παντού τα λιγνά μου τα χέρια... 

Είχα βγει στα βουνά, στ’ ανθισμένα τα πλάγια, 
είχα πάει στον τσοπάνη, στον υγρό, στο κοπάδι· 
είπα κι έζησα μόνος ξωτάρης, στα μάγια 
του χωριού και της στάνης, στην αυγή και στο βράδυ. 

Μα τι άχαρα είν όλα σαν πετάξει τ’ αηδόνι, 
σαν τα νιάτα μας φύγουν, σαν μας ζώσει κι η λήθη 
αι ταξίδια κι αγάπες το σκληρό το τρηδόνι, 
το κορμί που σκεβρώνει κι η ζωή είν’ παραμύθι. 

Τότε ο έρωτας δίνει στη φιλία τη θέση
μα δεν έχει κι αυτή τη δική του τη χάρη,
τη θερμότη, τη φλόγα κι ό,τι σ’ όλους αρέσει, 
τη ζωή, τη δροσιά, τη μαγεία, το σπαρτάρι.

Δεν τονώνει με σφρίγος, σιωπηλή, τις στιγμές μας 
παρά φρόνησην όλη, σύνεση όλη και σκέψη.
Μας θυμίζει, σαν κάτι παλιό, τις ακμές μας,
τα κεντρίσματα εκείνα που έχουν τώρα στερέψει. 

Δεν ιππεύομε πλέον το ατίθασον άτι,
δεν καλπάζομε, ως πρώτα, στην ολάνθιστη στράτα, 
δεν πετάει δεν βγάζει πια σπίθες το μάτι,
δεν σαλπίζει το μένος για θριάμβων παράτα. 

Νικημένοι, απαλοί, χλιαροί Δον Κιχώτες
με το Σάντσο εξ ανάγκης σύμφωνοι τώρα,
κρίνoμ’ εύλογο, πια, να μη αλλάξομε νότες.
Τελεσίγραφο εθίμων, ιπποσύνης είν’ ώρα;

Στου λευκού, ωσάν όνειρ’ ωρίμου ηλικίας 
αχαμνόοντος, κρεμώμε στα καπούλια την πήρα, 
τα σεπτά σακροσάντα νεότητος θείας
που εγκλείει – μα τι κρίμα – έχει λείψει όλ’ η πύρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: